Τέτοιες μέρες, και συγκεκριμένα στις 28-11-1912, στον Δρίσκο, τοποθεσία λίγο έξω από τα Γιάννενα, πίπτει ηρωικώς μαχόμενος ο Λορέντζος Μαβίλης, ένας αληθινός ευπατρίδης! Το ηρωικό τέλος του μεγάλου αυτού Έλληνος ποιητού υπήρξε το επιστέγασμα μία εξ ίσου ηρωικής ζωής. Γεννήθηκε στην Ιθάκη, έλκων την καταγωγήν αφ᾿ ενός από την Ισπανία (από τον εκ πατρός παππού του – εξ ου και το μικρό του όνομα), αφ᾿ ετέρου από την γειτονική Κέρκυρα. Μέσω δε της μητρός του συγγένευε και με τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδος, τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Σπούδασε φιλοσοφία στην Γερμανία, όπου επηρεάστηκε από φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, μάλιστα δε από την σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε. Η επίδραση που του άσκησε η νιτσεϊκή σκέψη φάνηκε και από το ποίημα του “Ο Υπεράνθρωπος”, το οποίο παρατίθεται στο τέλος του άρθρου. Κατά την παραμονή του στην Γερμανία εντρύφησε ιδιαιτέρως στην μελέτη της Σανσκριτική γλώσσης, μεταφράζοντας μάλιστα το πολεμικό ινδικό έπος Μαχαμπαράτα, το οποίο αποτελεί κορυφαίο δείγμα της περί πολέμου αντιλήψεως των Αρίων.
Το μεταφραστικό του έργο δεν περιορίστηκε μόνο στα σανσκριτικά, αφού επίσης μετέφρασε στα Ελληνικά έργα του Βιργιλίου, του Γερμανού ποιητή Σίλερ και των Άγγλων ρομαντικών Σέλεϊ και Μπάιρον (του γνωστού μας Λόρδου Βύρωνος).
Το ποιητικό του έργο ήταν μεγάλο. Τα ποιήματά του αντανακλούσαν τα φλογερά εθνικά του αισθήματα και τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις. Τα περισσότερα είχαν μάλιστα την μορφή του σονέτου. Θεωρείται ως εκ τούτου ο εισηγητής του συγκεκριμένου ποιητικού είδους στα ελληνικά γράμματα.
Αυτό όμως που τον ξεχώριζε από τους περισσότερους νεοέλληνες ποιητές ήταν η μεγάλη πατριωτική επαναστατική του δράση. Ο Λορέντζος Μαβίλης μετείχε σε όλες τις επαναστάσεις και τους πολέμους που διεξήγαγε ο ελληνισμός με σκοπό την εθνική ανεξαρτησία! [ΣΥΝΕΧΕΙΑ]
του Αχιλλέως Ξανθάκη [καὶ Προλεγόμενα ὑπὸ Στεφάνου Γκέκα]
Ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε γράψει κάποτε τον στίχο: «Δεν γνωρίζω πια τ’ όνομα μου. Ονομάζομαι Πατρίς». Όλοι οι Έλληνες Στρατιώτες που πολέμησαν στον Β’ ΠΠ έχουν πλέον ένα όνομα, ονομάζονται “Πατρίς“.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 1913 ήταν ένα καθοριστικότατο γεγονός για την νεοελληνική ιστορία και κοινωνία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, παρόλο που ήταν πολύμηνες (Οκτώβριος 1912 – Ιούλιος 1913), ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες για τους Έλληνες. Ο Ελληνικός Στρατός έχοντας πλήρως μετασχηματιστεί επιχειρησιακά (σε σχέση με το 1897), κυριάρχησε στο επιχειρησιακό πεδίο και δημιούργησε τετελεσμένα επί του εδάφους.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες στη συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκαν στο διπλωματικό πεδίο από την ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την εδαφική επέκταση της χώρας και την αναβάθμιση της γεωπολιτικής της σημασίας (σε σχέση με το παρελθόν).
Η μάχη του Σαρανταπόρου ήταν ίσως η πιο καθοριστική μάχη για την εξέλιξη της στρατιωτικής συγκρούσεως στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, καθώς εκεί όλη η πολεμική προετοιμασία της ειρηνικής περιόδου θα αξιολογούνταν επιχειρησιακά υπό πραγματικές συνθήκες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσαν 3 έως 4,4 εκατομμύρια Έλληνες. Ένας στους έξι περίπου κατοίκους της τότε Τουρκίας ήταν Έλληνες. Οι Νεότουρκοι του Κεμάλ που ήρθαν στην εξουσία μετά τις σημαντικές εδαφικές απώλειες της οθωμανικής Τουρκίας στους Βαλκανικούς πολέμους, σχεδίασαν την μετατροπή του πολυεθνικού τους κράτους σε ένα μονοεθνικό τουρκικό με στοχευμένες δημογραφικές «παρεμβάσεις». Η μετάβαση του πολυεθνικού κράτους σε τουρκικό μονοεθνικό πραγματοποιήθηκε με τις μεθόδους της αφομοίωσης, της αστικής εξάπλωσης, της απέλασης, του εκτοπισμού, της εκρίζωσης και βέβαια της προσφιλέστερης μεθόδου των Τούρκων, της γενοκτονίας.
Από τις 13 έως τις 15 Φεβρουαρίου 1945 1.100 αμερικανικά και βρετανικά αεροπλάνα άδειασαν πάνω από 4.000 τόνους εμπρηστικών και εκρηκτικών βομβών, ισοπεδώνοντας στην κυριολεξία την πανέμορφη πόλη της Δρέσδης. Το 88% των κτηρίων της καταστράφηκαν, ενώ υπολογίζεται ότι πολὺ πάνω από 35.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους. Ο αναθεωρητής ιστορικός Ντέιβιντ Ίρβινγκ ανεβάζει τους νεκρούς σε 135.000
Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς πόσοι σκοτώθηκαν στο μεγαλύτερο έγκλημα των συμμάχων, τον βομβαρδισμό της Δρέσδης – διότι πέραν των κατοίκων της χιλιάδες άμαχοι από άλλες περιοχές είχαν καταφύγει στην πόλη στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από τους Σοβιετικούς σφαγείς…