ΚΥΠΡΟΣ 1967

Περὶ ψευδο-ἐπαναστατῶν καὶ τῆς μεγάλης ἐθνικῆς Μειοδοσίας τοῦ 1967…

Τὸ χρονικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Μεραρχίας στὴν Κύπρο.

Μετ᾿  ἰδιαιτέρας χαρᾶς καὶ συγκινήσεως παρουσιάζουμε μίαν ἄκρως ἐνδιαφέρουσαν ἔκθεσιν τῆς ἀποκαλυπτικῆς προϊστορίας (καὶ προθαλάμου της, μετὰ τὰς προδοτικὰς συνθήκας Ζυρίχης-Λονδίνου ὑπὸ Κ. Καραμανλῆ) τῆς πολυπλοκάμου Προδοσίας τοῦ 1974 καὶ τῆς Τουρκικῆς εἰσβολῆς διὰ χειρὸς τοῦ ἐξαιρετικοῦ μας συνεργάτου καὶ ὁμογενοῦς ἀποδήμου, τοῦ Ἑλληνοκυπρίου Γλαύκου Ξανθοπούλου.

Θὰ παραθέσω εἰσαγωγικῶς ὀλίγα, καθὼς ἤδη τὸ ἄρθρον εἶναι ἐκτεταμένον· πρῶτον δὲ καὶ κυρίως θὰ παρατηρήσω ὅτι ξεγυμνώνει ὁριστικῶς τὴν ψευδο-εθνικὴν ψευδο-ἐπανάστασιν τῆς 21ης Ἀπριλίου 1967! Διὰ τῆς ὁποίας ἅπαξ ἔτι ἀπεδείχθη τὸ ἀείποτε καὶ δὴ σήμερον παρὰ ποτὲ ἄλλοτε ἐπίκαιρον δίδαγμα ὅτι μὲ ἐπιφανειακότητας, μὲ μισὲς συνταγὲς, πασαλείμματα καὶ χωρὶς ἐσώτερον καὶ οὐσιῶδες περιεχόμενον ὄχι ἁπλῶς δὲν γίνονται ἐπαναστάσεις – ἀλλὰ τελικῶς, ἀπεναντίας, ἐνισχύεται κι ἐμβαθύνεται ἡ ἀπροκάλυπτος διάλυσις καὶ αἰσχρουργία ποὺ σήμερα βιώνουμε καὶ ὑφιστάμεθα.

Ὁλόκληρον τὸ ἄρθρον διαβάζεται συναρπαστικῶς ἐν μιᾷ πνοῇ – ἰδιαιτέρως δὲ συγκινητικὰ καὶ συνοπτικὰ τῆς βαρύτητος τῆς ἀθλίας μειοδοτικότητος τῆς στρατιωτικῆς κυβερνήσεως κατὰ τὴν κρίσιν τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 1967 εἶναι τὰ 2 ἀποσπάσματα μὲ τὰ ὁποῖα κλείνει, ὅταν ἀναφέρωνται εἰς τὴν ἀποσυρθεῖσαν ἑλληνικὴν Μεραρχίαν «Μενέλαος»·  ἀκόμη δὲ περισσότερο γιὰ ἐμένα προσωπικῶς, καθὼς σ᾿ αὐτὴν τὴν Μεραρχίαν συμμετεῖχε κατὰ τὴν ἀρχικὴν μεταφοράν της τὸ 1964 καὶ ὁ πατέρας μου, ἐγκατασταθεὶς μὲ τὴν μονάδα του στὸ γυμνὸ τότε κι ἀφιλόξενο Σταυροβοῦνι, ἀπέναντι ἀκριβῶς τῶν τουρκικῶν προφυλακῶν.

Εἶχον λοιπὸν μεταβῆ οἱ Ἕλληνες στρατιῶται εἰς Κύπρον τὸ 1964 μετημφιεσμένοι ὡς περιηγηταὶ μὲ τὸ ὑπερωκεάνειον «Πατρίς», ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀτάραχοι τραγουδοῦσαν, καίτοι πλευρισμένοι ἀπὸ τουρκικὰ ὑποβρύχια – ἀδόξως δὲ μετὰ 3,5 ἔτη, «Συντετριμμένοι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ και ολόκληρος ο ενωτικός κόσμος της Μεγαλονήσου παρακολουθούσαν τα τάγματα της Μεραρχίας να κατευθύνονται ένα προς ένα προς την Αμμόχωστο. Εκεί, στο λιμάνι της σήμερα κατεχόμενης πόλης, οι άνδρες επιβιβάζονταν στα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ» και «Λέων» του Βασιλικού Ναυτικού (ΒΝ) προς επιστροφή στην Ελλάδα.» [ἐκ τοῦ ἄρθρου] Ὅταν, κατόπιν ἀκραίων ταλαιπωριῶν καὶ προβλημάτων, ἀπελύετο ἡ σειρά του τὸ φθινόπωρον τοῦ 1964, ἀνετέθη εἰς τὸν πατέρα μου νὰ ἐκφωνήσῃ λόγον ἐκ μέρους τῶν ἀπολυομένων, δι᾿  οὗ ἐκθύμως ἐξέφραζε τὴν θλῖψίν του ποὺ ἀπεχώρουν χωρὶς νὰ ἔχουν ὁλοκληρώσει τὴν ἀποστολὴν τῆς Ἑνώσεως. Ἦτο δὲ τέτοια ἡ φόρτισις, τὸ ἠθικὸν καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ στρατεύματος, ποὺ ὅλοι τους, μὲ πρῶτον τὸν διοικητήν, ἀνελύθησαν ἀκράτως εἰς δάκρυα…

Τέτοιους στρατιώτας ἀπέσυρον αἰσχρῶς ὁ Πιπινέλης, ὁ Κ. Κόλλιας καὶ ὁ Γ. Παπαδόπουλος τὸ 1967 πρὸ τῶν κούφιων ὑλακῶν μιᾶς Τουρκίας, ἡ ὁποία τότε θὰ μᾶς ἔκαμνε μεγίστην χάριν ἂν ἐπεχείρει εἰσβολήν, πραγματοποιοῦσα τὰς «ἀπειλάς» της – ἀλλὰ μηδὲ κἂν διαθέτουσα ἀποβατικὰ μέσα! Προφανῶς οἱ ἀνασφάλειες τῆς προσφάτως τότε ἐγκαθιδρυθείσης στρατιωτικῆς κυβερνήσεως κατέστειλαν κάθε σθένος ἀντιστάσεως – ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἡ ἀπουσία σαφοῦς, ἀκλονήτου καὶ ἀσφαλοῦς ἰδεακοῦ ἕρματος καὶ ἀταλαντεύτου ἐσωτέρας πυξίδος… Ἐλλείψεις τραγικαί, καθὼς καὶ τότε ἀλλὰ καὶ ἄλλως λίαν προσφάτως ἀπεδείχθη – ἂν τυχὸν θὰ ὑπῆρχεν ἀνάγκη τέτοιας ἀποδείξεως γιὰ κάποιους!

ΔΙΔΑΓΜΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΙΤΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΣ ΥΠΕΣΚΑΜΜΕΝΗΣ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑΣ ΤΟΥ 1821…

                                                                                                   Στέφανος Γκέκας

 

ΚΥΠΡΟΣ 1967

H αποστολή της περίφημης ελληνικής Μεραρχίας «Μενέλαος» στην μαρτυρικήν Κύπρο κατά το πρώτον εξάμηνον του 1964 συνιστά έως σήμερα την μοναδική περίπτωση, κατά την οποίαν το καχεκτικό ελληνόφωνο κρατικό μόρφωμα, το ως «εθνικό κέντρο» φερόμενο, εφάρμοσε ολοκληρωμένη υψηλή Στρατηγική με σκοπόν την προστασία της Κύπρου από την τουρκική επιβουλή και την ένταξή της στον εθνικόν κορμόν. Η αποστολή της Μεραρχίας, τμηματικά και υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, σε συνδυασμό με τα εκτεταμένα οχυρωματικά έργα που εκτελούντο παράλληλα, απετέλεσε για τα τότε ισχύοντα δεδομένα έναν στρατιωτικοπολιτικόν άθλον. Οταν, τον Οκτώβριον του 1964 η Μεραρχία «Μενέλαος» άγγιξε την προβλεπόμενην οροφήν του Πίνακα Οργάνωσης και Υλικού της, με 8.300 άνδρες (σχετικό έγγραφο κατάστασης ΓΕΕΘΑ 24/10/1964), συνιστούσε μια θανάσιμη απειλή έναντι οποιασδήποτε πιθανής τουρκικής αποβατικής δύναμης, γεγονός το οποίον αναγνώριζαν πρώτοι και καλύτεροι οι ίδιοι οι … δήθεν αρειμάνιοι και λαγόκαρδοι Τούρκοι, όπως προκύπτει από πληθώρα στοιχείων της εποχής.

 

Στο δυναμικόν της Μεραρχίας περιλαμβάνονταν 17 μέσα άρματα μάχης Μ-47 και 17 ελαφρά Μ-24. Επίσης μεταφέρθηκαν στην Κύπρο 10 περίπου Τεθωρακισμένα Οχήματα Μεταγοράς Προσωπικού  Μ-113 και άλλα 40 περίπου οχήματα πάσης φύσεως. Προς υποστήριξη διετέθησαν τα βρετανικά πυροβόλα των 25 pdr (87.6 mm) της Εθνικής Φρουράς καθώς και ρωσικά πυροβόλα των 100 mm. Η σύνθεση της Μεραρχίας περιελάμβανε δύο Συντάγματα, το 21ον  και το 27ον, και μια τακτική διοίκηση. Καθένα από αυτά διέθετε τρία Τάγματα. Στο επιτελείον της Μεραρχίας εντάσσονταν τρεις Λόχοι: Διοίκησης, Διαβιβάσεων και Μηχανικού.

 

Η χωροθέτηση και η διασπορά-ανάπτυξη των μονάδων έγινε σε ολόκληρον το βόρειον τμήμα του νησιού, καθώς και στους ιδιαιτέρως επίφοβους για απόβαση κόλπους της Μόρφου στα δυτικά και της Αμμοχώστου στα ανατολικά. Η διάταξη των Ταγμάτων εκάλυπτε τις ακτές που εθεωρούντο «επικίνδυνες», αφού το δόγμα εύλογα υπαγόρευε «αγώνα εις τας ακτάς, διά τας ακτάς». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον οι Ίλες τεθωρακισμένων χωρίστηκαν σε ουλαμούς, τα άρματα των οποίων ετοποθετούντο ανά 4 ή 5 εγγύς των Ταγμάτων, προς ανάληψη δράσης άμεσα, εάν παρίστατο ανάγκη. Η Μεγαλόνησος ημέρα με την ημέρα καθίστατο αμυντικά ισχυρότερη και φυσικά εκπονούντο και τα σχετικά επιτελικά σχέδια. Τον Ιούλιον του 1964, προς συντονισμό των διαθεσίμων δυνάμεων, το ΓΕΕΘΑ συγκρότησε την «ΑΣΔΑΚ» (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκησις Αμύνης Κύπρου), στην οποίαν υπήχθησαν και η Εθνική Φρουρά και η Μεραρχία «Μενέλαος».

 

Ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής ορίστηκε ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, ενώ η ΑΣΔΑΚ συνέταξε ταχύτατα σχέδιον άμυνας της Κύπρου υπό τον κωδικόν «Καλυψώ». Το σχέδιον επεβεβαίωνε την επιμονή για αγώνα συντριβής του εχθρού πριν ή κατά την έξοδό του στην ακτή απόβασης. Επειδή το καλοκαίρι του 1964 σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις σε διάφορα σημεία της Κύπρου, η Μεραρχία είχε σαφείς και αυστηρές εντολές να μην επέμβει, παρά μόνον σε περίπτωση έσχατης ανάγκης , για προφανείς διεθνοπολιτικούς λόγους.

Η αποστολή της Μεραρχίας ήταν διττή: Στρατιωτική και πολιτική. Στρατιωτικά, αυτονόητα, συγκροτούσε δύναμη αποτροπής εχθρικού αποβατικού εγχειρήματος. Πολιτικά συνιστούσε εργαλείο διαπραγμάτευσης από θέση ισχύος, ώστε η Αγκυρα να αποδεχθεί λύση Ένωσης, με ολόκληρη την Κύπρο ενταγμένη στο ελληνικό κράτος. Αμέσως μετά την αποκάλυψη της έκτασης της μεταφοράς του Ελληνικού Στρατού οι Τούρκοι ιθύνοντες πανικοβλήθηκαν. Την 1ην  Ιουλίου 1964 ο πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού προήδρευσε σε έκτακτη σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου της Τουρκίας, κατηγορώντας την Ελλάδα για στρατιωτική κατάληψη της Κύπρου. Τον Αύγουστον οι Τούρκοι μετέφεραν το θέμα στο ΝΑΤΟ, αναφερόμενοι σε πραξικοπηματική προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ο Ντενκτάς δήλωσε ότι πρακτικά η ένωση Ελλάδας και Κύπρου είχε πραγματοποιηθεί, εφόσον υπήρχε στο νησί ισχυρή ελληνική μονάδα, αναρωτιόταν δε λέγοντας: «Τώρα ποιος θα διώξει τον Ελληνικό Στρατό που βρίσκεται εδώ;». Ο φανατικός μισέλληνας Τουρκοκύπριος ηγέτης δεν μπορούσε τότε να προβλέψει ότι μόλις τρία χρόνια μετά ο πανίσχυρος  σχηματισμός θα αποχωρούσε …  με εντολή της Αθήνας!

 

Στην Αγκυρα ήταν διάχυτη μια καταθλιπτική απογοήτευση, που ακολούθησε τον φοβικόν εκνευρισμό. Οι τουρκικές εφημερίδες μιλούσαν για 12-15.000 άνδρες του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο, ενώ σε παρόμοιες εκτιμήσεις προέβη και το παγίως ανθελληνικό βρετανικό  BBC. Παρά τις μεγαλόστομες απειλές προς την Ελλάδα, οι Τούρκοι γνώριζαν καλά ότι η μεταφορά της Μεραρχίας αποτελούσε ιδιαίτερα ισχυρό τετελεσμένο κατά την πορεία προς την Ένωση. Ο πρέσβυς Νιχάτ Ερίμ ομολόγησε αργότερα αυτό που του τόνιζε ο πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού: «Μην αναφέρεσαι δημόσια σε πιθανή αποβίβαση δικών μας δυνάμεων στην Κύπρο. Γνωρίζεις πως δεν έχουμε τέτοιες δυνατότητες…» Και ο δύσμορφος μισέλληνας Ραούφ Ντενκτάς, στην ίδια γραμμή, δήλωνε απογοητευμένος: «Η γνώμη μου είναι πως η Ένωση είναι πια γεγονός. Η Τουρκία δεν είναι σε θέση να πολεμήσει για εμάς. Ενα μας απομένει: Να αποζημιωθούμε οι Τουρκοκύπριοι για τις περιουσίες μας και να μεταναστεύσουμε στην μητέρα Τουρκία…».

 

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚOΦΙΝOΥ: Η ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΜΕΝΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΦΡΙΚΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

 

Στις 31 Οκτωβρίου του 1967 συνελήφθησαν ο Ραούφ Ντενκτάς και δύο συνεργάτες του (Νετζάτ Κονιούκ και Ερόλ Ιμπραήμ). Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης αποπειράθηκε να εισέλθει κρυφά στην Μεγαλόνησο, με το ψευδώνυμο Ιρφάν Χασάν, σε μια κίνηση η οποία παρέπεμπε σε εξελίξεις που μεθόδευε η Αγκυρα. Αμέσως στην κυπριακή κυβέρνηση ετέθη το ζήτημα τι θα έπρατταν με τον συλληφθέντα. Η εισήγηση που κυριάρχησε ήταν να εκτελεστεί άμεσα και να ταφεί σε μυστική και απόμακρη τοποθεσία. Θα κηρυσσόταν αγνοούμενος, κανένας δεν θα μάθαινε ποτέ κάτι και ο κυπριακός Ελληνισμός θα απαλλασσόταν οριστικά από έναν θανάσιμο κίνδυνο.

Ο παντοδύναμος εκείνη την εποχή Υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης (και … Ασφαλείας), Πολύκαρπος Γεωρκάτζης, υποστήριξε την εκτέλεση, όμως διέπραξε ένα τεράστιο σφάλμα: Απεκάλυψε στον αρχιεπίσκοπο και πρόεδρο Μακάριο Μούσκο την σύλληψη, ζητώντας έγκριση με τα εξής λόγια: «Κρατούμε τον Ντενκτάς και ό,τι θέλετε τον κάνουμε. Αν πρέπει να πεθάνει, ευχαρίστως τον καθαρίζω. Αλλά την ευθύνη θα την επωμισθούμε όλοι μας, από κοινού…». Ο Μακάριος και κάποιοι υπουργοί του δεν συμφώνησαν. Ετσι η σύλληψη του Ραούφ Ντενκτάς ανακοινώθηκε επίσημα, η Τουρκία δήλωσε «άγνοια» και τελικά, δύο εβδομάδες μετά, ο πολύτιμος αιχμάλωτος, … εφοδιασμένος με κανονικό κυπριακό διαβατήριο που του χορηγήθηκε «ευγενώς», απελάθηκε στην Τουρκία. Ελάχιστες ώρες μετά ξεκίνησε η κρίση στην Κοφίνου, η οποία προφανώς συνδεόταν με την μυστική (και ανεπιτυχή) προσπάθεια εισόδου του Ντενκτάς στο νησί.

 

Η Κοφίνου ήταν ένα αμιγώς τουρκοκυπριακό χωριό, επί του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού και περίπου στο μέσο της διαδρομής. Βρίσκεται 24 χλμ. νοτιοδυτικά της Λάρνακας και απέχει 40 χλμ. από την Λευκωσία, κοντά στον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 150 μέτρων. Το 1964 είχε 750 κατοίκους. Σε ελάχιστη απόσταση υπήρχε το γειτονικό μικτό χωριό Άγιοι Θεόδωροι με 685 Τουρκοκυπρίους και 525 Ελληνοκυπρίους. Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64, οι Τουρκοκύπριοι της Κοφίνου και των Αγίων Θεοδώρων είχαν προχωρήσει σε υποτυπώδη οχυρωματικά έργα, κατά βάσιν πολυβολεία, και μόνον η ελληνοκυπριακή συνοικία των Αγίων Θεοδώρων παρέμενε υπό τον πραγματικόν έλεγχον της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το 1966-67 διοικητής των Τουρκοκυπρίων της Κοφίνου ήταν ένας Τούρκος αξιωματικός, στέλεχος της «Τουρκικής Οργάνωσης Αντίστασης» (Türk Mukavemet Teşkilatı, TMT, που δημιουργήθηκε από τον Ραούφ Ντενκτάς και τον Τούρκο στρατιωτικό Ριζά Βουρουσκάν το 1958) με το ψευδώνυμο «Τσιετίν». Αυτός, λειτουργώντας άκρως προκλητικά, δημιουργούσε συνεχώς εντάσεις με τους Ελληνοκυπρίους αλλά και με το τοπικόν απόσπασμα των κυανοκράνων του ΟΗΕ. Στις αρχές του 1967 παρεμπόδισε για πρώτη φορά την είσοδο περιπόλου της  Κυπριακής Αστυνομίας στον ελληνικόν τομέα των Αγίων Θεοδώρων. Τον Ιούλιο του 1967 η ένταση ανάμεσα στους κατοίκους αυξήθηκε και άρχισαν τα πρώτα, μη ένοπλα, μικροεπεισόδια. Σταδιακά οι ένοπλοι Τουρκοκύπριοι της Κοφίνου άρχισαν να στήνουν οδοφράγματα επί της οδού Λευκωσίας-Λεμεσού, διακόπτοντας την κυκλοφορία μεταξύ των δύο μεγαλυτέρων πόλεων της Κύπρου. Η πρώτη αντίδραση της κυπριακής κυβέρνησης ήταν παραστάσεις και διαβήματα προς την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, αφού ο δρόμος παρέμενε κατά διαστήματα κλειστός και η προκλητικότητα των Τουρκοκυπρίων κορυφωνόταν.

Φαίνεται ότι υπήρχε ειλημμένη απόφαση από ελληνοκυπριακής πλευράς για εκτέλεση αστυνομικών περιπολιών στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, με βοήθεια, αν χρειασθεί, και από την Εθνική Φρουρά. Ο μόνος ο οποίος αντιδρούσε σθεναρά στην σχεδίαση αυτήν, συνιστώντας μεγάλη προσοχή, ήταν ο Στρατηγός Γρίβας, ισχυριζόμενος ότι δίχως ουσιώδες κέρδος η ελληνική πλευρά εξετίθετο σε προβοκατόρικες τουρκικές ενέργειες και συνακόλουθη διεθνή επίκριση. Στις 3/10/1967 πραγματοποιήθηκε στο γραφείο του Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου Εσωτερικών πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη για το θέμα των αστυνομικών περιπολιών στο χωριό Άγιος Θεόδωρος.

Να σημειώσουμε ότι Υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης της Κύπρου, ήταν ο … «Μακαριακώτερος του Μακαρίου» διαβόητος Πολύκαρπος Γιωρκάτζης. Ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας απουσίαζε από αυτήν την πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη, καθώς είχε έρθει στην Αθήνα για διαβουλεύσεις. Στις 12 Οκτωβρίου 1967 το αεροπλάνο De Havilland Comet, στο οποίον είχε κλείσει θέση για να επιστρέψει στην Κύπρο (Πτήση 284 – Cyprus Airways Flight 284), ανατινάχθηκε κοντά στην Ρόδο, με αποτέλεσμα οι 66 επιβαίνοντες, επιβάτες και μέλη του πληρώματος, να χάσουν την ζωή τους. Ο Στρατηγός Γρίβας είχε ακυρώσει την αναχώρησή του την τελευταία στιγμήν! Ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά, όπως ότι το αεροπλάνο καταρρίφθηκε δήθεν …. από τουρκικό μαχητικό. Τελικά, η επικρατέστερη εκδοχή, είναι ότι στο αεροπλάνο είχε τοποθετηθεί βόμβα, η έκρηξη της οποίας οδήγησε στην πτώση του. [Το 2011 στην Κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων έγινε και επισήμως λόγος ότι στο συγκεκριμένο αεροπλάνο επρόκειτο να επιβαίνει ο Στρατηγός Γρίβας, ο οποίος λίγες ημέρες μετά έλαβε μέρος ως επί κεφαλής στις Επιχειρήσεις της Κοφίνου εναντίον των Τουρκοκυπρίων ενόπλων.]

Τελικά στις 14 Νοεμβρίου εστάλη επί τόπου ο Στρατηγός Γρίβας, ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής των ελλαδικών και ελληνοκυπριακών δυνάμεων, ακολουθούμενος και από δύναμη της Εθνικής Φρουράς. Ο Γρίβας, ο οποίος ανέλαβε να σχεδιάσει και να εκτελέσει την επιχείρηση αποκατάστασης της συγκοινωνίας και της τάξης, κινητοποίησε αριθμό τεθωρακισμένων και μονάδες πυροβολικού. Επιτελάρχης του ήταν ο μετέπειτα αρχηγός των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, επί καθεστώτος … Ιωαννίδη, Γρηγόριος Μπονάνος, (ο οποίος το 1974 διέταξε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και ακολούθως αδράνησε με εγκληματική προδοτική παθητικότητα έναντι της εχθρικής εισβολής -άρα λοιπόν «από την αρχήν το σκουλήκι ήταν μέσα στο μήλο»).

Πρέπει να παρατεθεί και η επίσημη στάση της τότε Κυπριακής κυβέρνησης για το ζήτημα: Γράφει ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος, δημοσιογράφος και συγγραφέας Μιλτιάδης Χριστοδούλου (1919-2001): «Η Κυβέρνηση, λόγω της προβλεπόμενης τουρκικής αντίστασης, θεωρούσε αναγκαία την εμπλοκή και της Εθνικής Φρουράς στις επιχειρήσεις, με σκοπό την ενίσχυση του έργου της Αστυνομίας. Ο Γρίβας, ωστόσο, όπως προανεφέρθη αντιτασσόταν σε ανάμειξη της Εθνικής Φρουράς και, σωστά, θεωρούσε την όλην επιχείρηση ως καθαρώς αστυνομικό έργο. Προέβλεπε ότι η πιθανή ανάμειξη της Εθνικής Φρουράς θα συνεπαγόταν επέκταση της σύρραξης με σοβαρές προεκτάσεις και πολιτικές επιπτώσεις και συνέπειες.

Προ της επιμονής της κυπριακής Κυβέρνησης ο Γρίβας θεωρούσε αναγκαία την συνεννόηση με την Αθήνα και την εξασφάλιση της έγκρισής της. Έτσι ο Γρίβας επεσκέφθη δύο φορές την Αθήνα και είχε επαφές με τον βασιλέα, την κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο και τελικά έπεμψε απεσταλμένο του με το σχέδιο των επιχειρήσεων. Χρονολογικά η όλη υπόθεση εξελίχθηκε ως εξής: Την 1η  Νοεμβρίου, με την επιμονή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και Υπουργού Άμυνας, στρατηγού Σπαντιδάκη, η Αθήνα ενέκρινε το σχέδιο της επιχείρησης και έδωσε οδηγίες για την εκτέλεσή του. Μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, ύστερα από λεπτομερείς συνεννοήσεις και ανταλλαγές μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, επιβεβαιωνόταν η τελική έγκριση του σχεδίου μαζί με τις σχετικές στρατιωτικές οδηγίες» (Μ. Χριστοδούλου, «Η Πορεία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων και η Κύπρος», τόμος β΄, σελίδα  255).

 

Οι άνδρες της ελληνικής δύναμης εισήλθαν αργά και προσεκτικά στην Κοφίνου. Στο καφενείο, που βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, συγκεντρώθηκαν με διαταγή του Στρατηγού Γρίβα οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι. Ο Γρίβας τους καθησύχασε λέγοντάς τους πως δεν θα πάθαιναν απολύτως τίποτε, αρκεί να απείχαν από βίαιες ενέργειες και επεισόδια.

Όμως, λίγο αργότερα, ομάδα ενόπλων Τουρκοκυπρίων, υπό την διοίκηση Τούρκου ανθυπολοχαγού, επανέλαβε τις προκλήσεις αποκόπτοντας εκ νέου την οδικήν αρτηρία Λευκωσίας-Λεμεσού. Η σύγκρουση ήταν πλέον αναπόφευκτη, εφ᾿ όσον το κράτος ήθελε να διαφυλάξει το κύρος του και την απρόσκοπτη μετακίνηση όλων των Κυπρίων πολιτών. Κατά την διάρκειαν της προηγούμενης νύκτας Μονάδες της Εθνικής Φρουράς είχαν λάβει θέσεις «περίσφιγξης» των δύο χωριών. Στους Αγίους Θεοδώρους εκτελέστηκε η πρώτη φάση του ελληνικού σχεδίου («Επιχείρηση Γρόνθος»), που στέφθηκε από επιτυχία. Οι Τουρκοκύπριοι του χωριού δεν προέβαλαν αντίσταση. Το επόμενο μεσημέρι όμως, 15 Νοεμβρίου και περί τις 14.30’, περίπολος της Κυπριακής Αστυνομίας εντός της Κοφίνου δέχθηκε πυρά από Τουρκοκυπρίους που ενέδρευαν σε παρακείμενο ύψωμα. Η σχετική έκθεση της UNFICYP (ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ) ανέφερε πως επρόκειτο δήθεν για «…. τρεις τουφεκιές και μια ριπή οπλοπολυβόλου». Οι Ελληνικές πηγές όμως μίλησαν για προσβολή με βαρέα όπλα, όλμους και bazooka. Σχεδόν ταυτόχρονα κτυπήθηκαν από Τουρκοκυπρίους με βαρέα όπλα και ο αστυνομικός σταθμός του γειτονικού χωριού Σκαρίνου και τμήμα της Εθνικής Φρουράς σε παρακείμενο ύψωμα. Στους Αγίους Θεοδώρους, ομοίως, Τουρκοκύπριοι του χωριού προσέβαλαν Ελληνοκυπρίους αστυνομικούς.

 

Από τις παραπάνω επιθέσεις τραυματίστηκαν μερικοί άνδρες της Αστυνομίας και της Εθνικής Φρουράς αλλά δεν υπήρξαν νεκροί. Τότε, και προτού η κατάσταση καταστεί ανεξέλεγκτη, ο Στρατηγός Γρίβας απεφάσισε προληπτική γενικήν επίθεση κατά της Κοφίνου. Συμμετείχαν τμήμα μοίρας καταδρομών, εθνοφρουροί και μερικοί εθελοντές. Η επίθεση ξεκίνησε με προπαρασκευή πυρός από βαριά πολυβόλα και όλμους, υποστηριζόταν δε από μικρόν αριθμόν τεθωρακισμένων Marmon Herrington. Ακολούθησε η είσοδος των ελληνικών δυνάμεων στο χωριό, υπό σφοδρά τουρκικά πυρά. Οι Τουρκοκύπριοι, καλά εξοπλισμένοι, ήσαν καλυμμένοι εντός οικιών και πολυβολείων, καθιστώντας την εντός κατοικημένου τόπου μάχη ιδιαιτέρως δύσκολη για την ελληνική πλευρά. Η αργή αλλά σταθερή προώθηση των ανδρών του Γρίβα, μέσα από περιβόλια, παλαιές οικίες και στενά σοκάκια, διήρκεσε μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες της 15ης  Νοεμβρίου, οπότε επιτεύχθηκε ο πλήρης έλεγχος του χωριού. Ο διοικητής του τοπικού αποσπάσματος της UNFICYP ισχυρίστηκε πως κατά την προώθηση των ελληνικών δυνάμεων οι κυανόκρανοι δέχθηκαν … πυρά της Εθνοφρουράς (!) και ότι σε μια περίπτωση στρατιώτες του αφοπλίστηκαν από Ελληνες. Ο τελικός απολογισμός της επιχείρησης ήταν 24 νεκροί και 9 τραυματίες Τουρκοκύπριοι, έναντι ενός νεκρού και δύο τραυματιών από την ελληνική πλευρά.

Σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Φρουράς, στην κατοχή του εχθρού βρέθηκαν και περισυνελέγησαν 20 τυφέκια αγγλικής κατασκευής, ένα αυτοσχέδιο αντιαρματικό πυροβόλο, δύο πολυβόλα Browning των 0,30 in, ένα υποπολυβόλο Sten και 10 κυνηγετικά όπλα. Αποδείχθηκε αβάσιμη η εκτίμηση του κυπριακού επιτελείου για 250 και πλέον οπλισμένους Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι θα κατελάμβαναν την ευρύτερη περιοχή,.

 

Μέχρι σήμερα οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι μερικοί από την πλευρά τους εκτελέστηκαν εν ψυχρῷ από τους Κυπρίους εθνοφρουρούς. Μάλιστα την μυθοπλαστική τουρκική προπαγάνδα υποστηρίζουν και ορισμένοι εθνομειοδοτικοί «αντιφασιστικοί» δημοσιογραφικοί κύκλοι των Αθηνών, συγκεκριμένου διεθνιστικού προσανατολισμού («οι δυνάμεις του Γρίβα, ο οποίος κινείται βάσει σχεδίου που έχει εγκριθεί προκαταβολικά από την χούντα της Αθήνας»). Για να τεκμηριώσουν τους τουρκικούς ισχυρισμούς περί εκτελέσεων, επικαλούνται μαρτυρία κάποιου ανώνυμου Κύπριου καταδρομέα που συμμετείχε στην μάχη και φέρεται να δήλωσε: « Ο Λοχαγός μας, πριν αρχίσει η μάχη, μας είπε: Θα μας κατηγορήσουν που θα μας κατηγορήσουν για γενοκτονία, θέλω να μπείτε μέσα στην Κοφίνου και να μην αφήσετε ούτε κότα κουτσή».

 

 

 

OI ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΕΘΝΟΚΤΟΝΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Αμέσως μετά την επιχείρηση η Άγκυρα άρχισε να απειλεί την Αθήνα με σκληρές συνέπειες. Στην Τουρκία είχε δημιουργηθεί πολεμικό και σκληρά ανθελληνικό κλίμα. Οι τουρκικές εφημερίδες έγραφαν για σχεδιασμένη γενοκτονία των Τουρκοκυπρίων και καλούσαν κυβέρνηση και στρατό να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο. Ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας,  Ιχσάν Τσανγκλαγιαγκίλ, δήλωσε ότι οι εξελίξεις δεν συνιστούσαν για την Τουρκία δίλημμα περί πολέμου ή ειρήνης αλλά ζήτημα συνοχής ή όχι του κράτους: «Αν δεν υπάρξει απόφαση για επέμβαση, κινδυνεύει να καταρρεύσει η τουρκική κοινωνία».

 

Το βράδυ της 15ης  Νοεμβρίου και ενώ έληγαν οι εχθροπραξίες στην Κοφίνου, άρχισε να παρατηρείται ασυνήθιστα έντονη δραστηριότητα της Τουρκικής Αεροπορίας και κινητικότητα στρατιωτικών τμημάτων στον Εβρο. Περί τις 23.30’, σε μια πρωτοφανή πρόκληση, δύο τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη εισήλθαν στο FIR Αθηνών και προσέγγισαν την … Θεσσαλονίκη (!), χωρίς να υπάρξει ελληνική αντίδραση. Στις 16 Νοεμβρίου σχηματισμοί πολυάριθμων τουρκικών μαχητικών παραβίασαν επανειλημμένα τον κυπριακό εναέριο χώρο και πραγματοποίησαν εικονικές αεροπορικές προσβολές πάνω από την Λευκωσία. Την ίδια ημέρα Μονάδες από περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας, όπως η 21 ΕΜΑ (Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων), κινήθηκαν ανατολικά, προσεγγίζοντας τις προβλεπόμενες πολεμικές θέσεις στον Εβρο.

 

Στις 17 Νοεμβρίου ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τον Ελληνα πρέσβυ στην Αγκυρα προς παροχή εξηγήσεων. Αφού αναφέρθηκε στους νεκρούς Τουρκοκύπριους, αξίωσε την άμεση απόσυρση της Μεραρχίας, αν και αυτή δεν είχε καμμίαν ανάμειξη στην μάχη της Κοφίνου. Οι απαιτήσεις των Τούρκων ήταν μαξιμαλιστικές και ταπεινωτικές για την Ελλάδα. Ζητούσαν επίμονα να αποχωρήσει άμεσα από την Κύπρο η ελληνική Μεραρχία, μαζί με τον οπλισμό της και τα άρματα μάχης, καθώς και … ο ίδιος ο Γεώργιος Γρίβας ! Επιπρόσθετα ζητούσαν να ανακληθούν όλοι οι Ελληνες αξιωματικοί που στελέχωναν την Εθνική Φρουρά, παράλληλα δε την διάλυση αυτής. Αξίωναν, δηλαδή, ουσιαστικά την πλήρη εξαφάνιση κάθε ελληνικής στρατιωτικής δύναμης από την μαρτυρική Μεγαλόνησο, ώστε στο μέλλον να εισβάλουν ανενόχλητοι.

Κατά το επόμενο δεκαπενθήμερο οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι για εισβολή. Τουρκικά αεροπλάνα πετούσαν απειλητικά πάνω από την Λευκωσία, ενώ τουρκικά αντιτορπιλικά είχαν περικυκλώσει την Μεγαλόνησο. Ο διαβόητος Αμερικανός ανθέλληνας διπλωμάτης και πολιτικός Σάϊρους Βανς (1917-2002) «πηγαινοερχόταν μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, πετυχαίνοντας τον διακανονισμό ενός ζητήματος και ευρίσκοντας να εγείρονται εν τω μεταξύ άλλα» («Santiego Union», 29/11/1967).

Το έγκυρο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» έγραφε στις 4/12/1967: «Η υποχωρητικότητα των Ελλήνων αύξησε την όρεξη των Τούρκων. Σε κάθε επίσκεψη του κ. Βανς παρουσιάζονταν ακόμη πιο αυξημένες οι απαιτήσεις του Τούρκου πρωθυπουργού».

Στην Μερσίνα οι Τούρκοι προετοίμαζαν δυνάμεις ικανές για απόβαση στην Κύπρο. Μετά από πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη στην Άγκυρα στις 16 Νοεμβρίου ο αρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, Στρατηγός Κεμάλ Τουράλ, δήλωσε ξεκάθαρα ότι θα γίνει απόβαση στην Κύπρο αν δεν γίνουν δεκτές οι τελεσίδικες απαιτήσεις της Τουρκίας, κάτι που επανέλαβε και στις 21 Νοεμβρίου. Επίσης στην Ανατολική Θράκη υπήρξαν τουρκικές πολεμικές προετοιμασίες, όπως έγραψαν οι τουρκικές εφημερίδες. Όλες οι μονάδες «τέθηκαν σε τάξη πολέμου, καθ’ ολόκληρο το μήκος των συνόρων». Στην Αδριανούπολη σχηματίστηκε για πρώτη φορά από τους Βαλκανικούς Πολέμους επιθετική γραμμή του στρατεύματος! Ανώτερος Τούρκος αξιωματικός στην Ανατολική Θράκη δήλωσε: «Ατενίζουμε προς τα εμπρός από τα διαβατά σημεία του Έβρου και περιμένουμε».

Εκ παραλλήλου ογκώδη ανθελληνικά συλλαλητήρια γίνονταν σε όλες τις μεγάλες τουρκικές πόλεις. Στο συλλαλητήριο της 20ης Νοεμβρίου 1967 στην Σμύρνη ακούστηκαν μεταξύ άλλων τα συνθήματα: «Θα κάνουμε στην Αθήνα το ναμάζι (προσευχή) του μπαϊραμιού», «Το Έθνος στην Αθήνα», «Μια Φατμά αξίζει χίλιους Γιώργηδες», «Θέλετε να σας ξαναρίξουμε στην θάλασσα;» «Δεν μάθατε ακόμα ποιοι είμαστε, βρε σκύλοι»;

Υπήρχε επίσης έντονος τουρκικός αντιαμερικανισμός. Στις 23/11/1967 Τούρκοι φοιτητές «υποδέχτηκαν»  στο αεροδρόμιο της Άγκυρας τον Σάϊρους Βανς, με έντονες αποδοκιμασίες και ύβρεις: «Καλώς ήλθες, θείε των Ελλήνων, αρκούδα του Τέξας» («Yunan dayisi, Teksasin ayisi»), ενώ κρατούσαν πινακίδες που έγραφαν: «Αμερικανέ σκύλε, φύγε πια» («Amerikali it, artik git»). Και όμως, πρώτοι οι Αμερικανοί υπεστήριζαν το τουρκικό αίτημα να φύγει η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο! Ο αμερικανόδουλος τότε Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Πιπινέλης σε εμπιστευτικό του έγγραφο αναφέρει, ότι ο Βανς του είπε ξεκάθαρα πως οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να αποτρέψουν πιθανή τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ενώ σε συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο ο Βανς απέφυγε να απαντήσει για το τι θα κάνουν οι ΗΠΑ αν, σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης, η χώρα μας δεχόταν επίθεση από την Βουλγαρία ή την τέως Γιουγκοσλαβία: «Δεν μπορούμε να σας υποσχεθούμε τίποτε. Θέλουμε να έχουμε πλήρη ελευθερία ενεργείας αναλόγως των περιστάσεων».

Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την άποψη της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Ενδιέφερε κυρίως η από αέρος κάλυψη της Κύπρου σε περίπτωση που η Τουρκία επέλεγε την οδό της σύγκρουσης. Οι επιτελείς του ΓΕΑ απάντησαν  πως τα ελληνικά μαχητικά διέθεταν χρόνο τεσσάρων λεπτών υπεράνω της Κύπρου και στην συνέχεια ήταν υποχρεωτική η πορεία ανατολικά, με πιθανή προσγείωση σε αεροδρόμια της Συρίας, αφού τα καύσιμα δεν επαρκούσαν για επιστροφή στις βάσεις τους. Μερικές επιφυλάξεις εκφράστηκαν και από πλευράς ΓΕΣ για το μέτωπο του Εβρου.

 

Εκείνες τις κρίσιμες ώρες ο Μακάριος Μούσκος, σε διάγγελμά του προς τον λαό, τόνιζε: «Διερχόμεθα δραματικάς πράγματι στιγμάς και τα νέφη του πολέμου απλούνται απειλητικώς υπεράνω της Κύπρου. Μισούμεν τον πόλεμον. Αγαπώμεν μετά πάθους και θέλομεν την ειρήνην. Πιστεύομεν ότι δυνάμεθα να συζήσωμεν ειρηνικώς μετά των Τούρκων της Κύπρου, όπως επί έτη εις το παρελθόν. Θα καταβάλωμεν πάσαν προσπάθειαν διά να αποφευχθή ο πόλεμος, διότι πιστεύομεν ότι ο πόλεμος δεν έχει ως αποτέλεσμα την λύσιν προβλημάτων αλλά μόνον την συσσώρευσιν ερειπίων και θυμάτων. Εάν παρ᾿ ελπίδα ο πόλεμος επιβληθή, τότε θα αμυνθώμεν με όλα τα μέσα, με όλας τας δυνάμεις μας. Θα αμυνθώμεν διά την τιμήν και την αξιοπρέπειάν μας. Θα αγωνισθώμεν με τα μέτωπα υψηλά και την ψυχήν ορθίαν».

Στις 18 Νοεμβρίου ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας εξέδωσε την τελευταία του  διαταγή προς την Εθνική Φρουρά, με την οποία καλούσε τους αξιωματικούς και τους οπλίτες να μην προκαλέσουν τους Τουρκοκυπρίους και να μην αντιδράσουν στις επανειλημμένες προκλήσεις τους. Διέταξε αντίδραση μόνον σε περίπτωση τουρκικής-τουρκοκυπριακής επίθεσης ή προσπάθειας των Τουρκοκυπρίων να καταλάβουν θέσεις της Εθνικής Φρουράς. Όμως την επομένη, στις 10 το πρωί, ο Στρατηγός ανεχώρησε εσπευσμένα για την Αθήνα, κατόπιν εντολών.

 

Τι είχε συμβεί; Ο Αμερικανός πρέσβυς στην Αθήνα, Φίλιπ Τάλμποτ, είχε συναντήσει τον πρωθυπουργό του στρατιωτικού καθεστώτος, Κωνσταντίνο Κόλλια, και του είχε ζητήσει να επιδείξει η Ελλάς «πνεύμα συνεργασίας», ανακαλώντας τον Γρίβα στην Αθήνα, υποτίθεται για διαβουλεύσεις. Η σημαντική «λεπτομέρεια» ήταν ότι το αεροπορικό εισιτήριο που εκδόθηκε στο όνομα του Γεωργίου Γρίβα ήταν μονής διαδρομής !

Το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας ήλπιζε πως η άμεση ανάκληση του Γρίβα, που ικανοποιούσε αμέσως τον ένα από τους όρους του τουρκικού τελεσιγράφου, θα εξευμένιζε τους Τούρκους. Εκείνοι όμως τα ήθελαν όλα ! Η Αγκυρα έδινε στην Αθήνα προθεσμία 48 ωρών για να ικανοποιήσει όλους τους όρους της, ενώ τα αποβατικά της περίμεναν σήμα για να ξεκινήσουν.

Σχεδόν αμέσως και ενώ είχε φθάσει η 22α  Νοεμβρίου, η Αθήνα έδωσε μια πρώτη γεύση της τακτικής που θα ακολουθούσε προς αποκλιμάκωση. Ο Υπουργός Εξωτερικών Πιπινέλης δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι το θέμα θα αντιμετωπιζόταν «μετά πάσης σοβαρότητος και σωφροσύνης». Η τελευταία λέξη προδίκαζε την άτακτη υποχώρηση της Αθήνας, αφού στην ελληνική διπλωματία λέξεις όπως «σωφροσύνη» έχει καθιερωθεί να σημαίνουν απεμπόληση των εθνικών στόχων και συμβιβασμό, σε βάρος των εθνικών συμφερόντων.

 

Σε δύο διαδοχικές επισκέψεις του στον Πιπινέλη ο Κύπριος πρέσβυς στην Αθήνα, Νίκος Κρανιδιώτης, προσπάθησε εναγωνίως να τον μεταπείσει, προτείνοντάς του υλοποιήσιμη τακτική αποτροπής. Ζήτησε σθεναρή ελλαδική στάση, απόρριψη των τουρκικών απαιτήσεων και ταχεία ενίσχυση της ελληνικής Μεραρχίας Κύπρου σε άνδρες και άρματα μάχης. Ανέφερε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών πως στην Κύπρο είχαν επιστρατευθεί τις προηγούμενες ημέρες 6.000 άνδρες. Το σύνολο των υπό τα όπλα ανδρών (Εθνική Φρουρά, Ελληνική Μεραρχία, επιστρατευθέντες) ανερχόταν πλέον στις 24.000 άνδρες, δύναμη εξαιρετικά υπολογίσιμη εάν οι Τούρκοι αποτολμούσαν εισβολή. Ομως η προσπάθεια ήταν μάταιη. Ο Πιπινέλης ήταν ένας από τους αμερικανόδουλους βασικούς διπλωματικούς εκφραστές του μεταπολεμικού μικροελλαδικού μειοδοτισμού. Εξ άλλου υπήρχε πάνω από αυτόν και η στρατιωτική κυβέρνηση, η οποία ενεργούσε υπό το κράτος παρομοίων φοβικών συνδρόμων.

 

Στις 28 Νοεμβρίου η Τουρκία απέστειλε τελεσίγραφο στην Ελλάδα επιμένοντας στην άμεση αποχώρηση της Μεραρχίας αλλά και στην διάλυση της Εθνικής Φρουράς. «Η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεχθεί τους τουρκικούς όρους ή τον πόλεμο», είχε δηλώσει ο Αμερικανός μεσολαβητής Σάιρους Βανς.

Ο απεσταλμένος των ΗΠΑ συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση, για πολλοστή φορά, την απόσυρση της Μεραρχίας και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι επιτελείς του απλώς «συνεμορφώθησαν». Την επομένην ο Πιπινέλης, εμφανώς ανακουφισμένος, ανακοίνωσε στην Αθήνα την αποδοχή των τουρκικών όρων. Ομως ο Μακάριος ενημέρωσε με την σειρά του τον πρέσβυ των ΗΠΑ στην Λευκωσία ότι δεν θα δεχόταν την διάλυση της Εθνικής Φρουράς! Ο Μούσκος ηγέτης ήθελε την απομάκρυνση της Μεραρχίας και την διατήρηση, υπό τον απόλυτο έλεγχό του, μιας μικρής Εθνικής Φρουράς. Τελικά επιτεύχθηκε ελληνο-τουρκική συμφωνία με διαμεσολαβητή τον Βανς και ταπεινωτικούς για την Αθήνα όρους.

 

Τα κύρια σημεία της, που ικανοποιούσαν τους Τούρκους σε βαθμό μάλλον μεγαλύτερο των προσδοκιών τους, ήταν:

 

  • Απόσυρση, εντός 45 ημερών, ολόκληρου του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που είχε αποσταλεί στην Κύπρο το 1964. Στο νησί θα παρέμεναν μόνον η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ, με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, δηλαδή 950 και 650 άνδρες αντιστοίχως.
  • Επιβεβαίωση της υποχρέωσης της Ελλάδας και της Τουρκίας να σεβαστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του κυπριακού κράτους.
  • Αποστράτευση και αφοπλισμό των μη προβλεπομένων στρατιωτικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων.

 

Η Τουρκία ελάμβανε αυτό που ζητούσε διακαώς: Μια Κύπρο ουσιαστικώς έρμαιον στις μελλοντικές επιβουλές της – ανυπεράσπιστη και αφοπλισμένη. Αυτό που μέχρι σήμερα προκαλεί οργή και αηδία είναι η ευκολία με την οποία η ελληνική κυβέρνηση των …. στρατιωτικών αποδέχθηκε τις ιταμές απαιτήσεις των Τούρκων. Ο πανικός της κυβέρνησης Παπαδόπουλου ήταν τέτοιος, ώστε οι προετοιμασίες προς αποχώρηση της ελληνικής Μεραρχίας άρχισαν σχεδόν αμέσως! Η επαίσχυντη διαδικασία ολοκληρώθηκε εντός του Ιανουαρίου του 1968, μέσα στην προθεσμία των 45 ημερών που είχαν απαιτήσει οι «σύμμαχοι» Τούρκοι.

Η άτακτη υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης προκάλεσε την διεθνή ειρωνεία και χλεύη. Ποιος θα ελάμβανε ως σοβαρή μια κυβέρνηση φοβικών ηττοπαθών; Ενώ η αποχώρηση της Μεραρχίας είχε ήδη ξεκινήσει, η γαλλική «Le Figaro» σημείωνε: «Η Ελλάδα έσπευσε να αποδεχθεί όλους τους τουρκικούς όρους με απίστευτη ταχύτητα… Οι διπλωματικοί κύκλοι στην Βόννη τόνισαν: «Η Ελλάδα μπορεί να μιλά για νέα μικρασιατική καταστροφή. Ομως αυτήν την φορά δεν έρριξε ούτε έναν πυροβολισμό…».

Οι συνθήκες αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού κλόνισαν την ψυχολογία του κυπριακού λαού, εξαιρουμένων του αμβλυμένης εθνικής συνείδησης ΑΚΕΛ και της κυβερνητικής πέριξ του Μακαρίου ανθελληνικής κλίκας.

 

Συντετριμμένοι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ και ολόκληρος ο ενωτικός κόσμος της Μεγαλονήσου παρακολουθούσαν τα τάγματα της Μεραρχίας να κατευθύνονται ένα προς ένα προς την Αμμόχωστο. Εκεί, στο λιμάνι της σήμερα κατεχόμενης πόλης, οι άνδρες επιβιβάζονταν στα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ» και «Λέων» του Βασιλικού Ναυτικού (ΒΝ) προς επιστροφή στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί πως η τουρκική πλευρά δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια, έστω για τα προσχήματα, να κρύψει την βαθειά ικανοποίηση και την χολερική αλαζονεία της. Τις ημέρες που οι μονάδες της Μεραρχίας συναθροίζονταν στο λιμάνι της Αμμοχώστου προς επιβίβαση στα πλοία του ΒΝ, πολυάριθμοι Τουρκοκύπριοι επί των μεσαιωνικών τειχών της πόλης τους ειρωνεύονταν και τους καθύβριζαν. Η χλεύη και η ειρωνεία του τουρκοκυπριακού Τύπου είχε ανέλθει σε απίστευτη προκλητικότητα. Μαχητικά αεροσκάφη της Τουρκικής Αεροπορίας υπερίπταντο της πόλης και του λιμανιού της Αμμοχώστου σε μικρό ύψος, με σκοπό να καταρρακώσουν ακόμη περισσότερο το ηθικό των κατοίκων της πόλης αλλά και των αποχωρούντων αξιωματικών και οπλιτών της Μεραρχίας.

 

Με θλίψη και οργή παρακολουθούσε από την Αθήνα την αποχώρηση της Μεραρχίας ο άνθρωπος που σχεδίασε και υλοποίησε την αποστολή της στην Κύπρον, ο Γεώργιος Γρίβας. Καταρρίπτοντας τους γελοίους ισχυρισμούς περί σύμπραξής του με τους Απριλιανούς και ενώ βρισκόταν υπό επιτήρηση από αυτούς, κατέθετε σε κείμενο-ντοκουμέντο, την 1ην  Δεκεμβρίου 1967: «Χαρά και αγαλλίασις διότι απέρχεται εντεύθεν ο Ελληνικός Στρατός. Οι συνταγματάρχαι, διότι θα τους φύγει ένας μεγάλος πονοκέφαλος, το Κυπριακόν. Τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν, θα τα διαθέσουν για την κοιλιά τους. Διότι δεν υπάρχουν πλέον για αυτούς εθνικά ιδεώδη. Διότι θα έχουν στρατόν να κρατούν εις Αθήνας για να τους στηρίζει, διότι φοβούνται ανατροπήν των….Η κυπριακή κυβέρνησις επιχαίρει διότι εξασφαλίζει πλέον το όνειρον του Μακαρίου: Την ανεξαρτησίαν. Να κυβερνά έναν λαόν τον οποίον κατέστησε τοιούτον μουζίκων….Η τουρκική κυβέρνησις διότι δεν έχει πλέον τίποτε να φοβηθεί από τον στρατόν τον οποίον ωργάνωσε ο Διγενής με τους αξιωματικούς του…».

 

 

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ, ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Κύπρος κείται μακράν, έλεγε ο … «εθνάρχης» Καραμανλής την εποχή που ο τουρκικός Αττίλας αλώνισε στην Κύπρο με τις πλάτες του ΝΑΤΟ αλλά και της δικής του κυβέρνησης. Από τότε ο ελληνικός λαός έπρεπε να πειστεί ότι η Ελληνική Κύπρος δεν τον αφορά άμεσα. «Άλλο Ελλάδα κι άλλο Κύπρος». «Άλλο οι Έλληνες κι άλλο οι Κύπριοι». Άλλωστε οι μεγάλοι Σύμμαχοι και προστάτες μας, οι Βρετανοί, το είχαν εξιχνιάσει το όλο θέμα από πολύ νωρίς.

Οι Κύπριοι μπορεί να είναι ελληνόφωνοι και Ορθόδοξοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αλλά «ανθρωπολογικώς» … δεν είναι Έλληνες. Έτσι είχε αποφανθεί η αποικιοκρατική εκλεκτική «επιστήμη» των ιμπεριαλιστικών αποβρασμάτων κι αυτό δίδασκαν στα Ελληνόπουλα της Κύπρου. «Ο πληθυσμός της νήσου Κύπρος είναι «Κύπριοι» διαφορετικής φυλής [απ᾿. ό,τι οι Έλληνες]», διαβεβαίωναν οι σιχαμεροί εκπρόσωποι της βρετανικής αποικιοκρατίας την Βουλή των Κοινοτήτων στις 15 Νοεμβρίου 1920. Λίγα χρόνια αργότερα επέβαλαν το πρώτο αποικιακό «Σύνταγμα» του 1925 στην Κύπρο, που για πρώτη φορά επίσημα διαχώριζε τις δυο κοινότητες.

Οσον αφορά στην αφορμή για την απόσυρση της ελληνικής Μεραρχίας, δηλαδή την επιχείρηση στην Κοφίνου, μια εκδοχή είναι πως την κρίση την προκάλεσε το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς, για να αποδυναμώσει τον Μακάριο. Οσοι την ασπάζονται, θυμίζουν ως … απόδειξη του βλακώδους ισχυρισμού τους πως, όταν άρχισε η μάχη, ο Μακάριος φέρεται να είπε στον υπουργό του Σπύρο Κυπριανού: «Στην Αθήνα κάποιοι επιθυμούν πάρα πολύ να γίνει αυτή η επιχείρηση». Ωστόσο και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος φέρεται να δήλωσε μερικές ημέρες πριν, πάλι στον Σπύρο Κυπριανού: «Το πιο μεγάλο σφάλμα που διέπραξε η Ελλάς, ήταν η αποστολή εις Κύπρον της Μεραρχίας από τον Παπανδρέου. Πρέπει να εξευρεθή τρόπος για να φύγη η Μεραρχία από την Κύπρο…».

 

Παρεμφερής συνωμοσιολογία υποστηρίζει ότι η κρίση της Κοφίνου ήταν σχεδιασμένη από τον βασιλιά Κωνσταντίνο («Κοκό»), ως ενέργεια αντιπερισπασμού εν όψει του κινήματος που λίγο αργότερα διενήργησε ο ίδιος και το οποίον απέτυχεν. Κατά μιαν άλλην άποψη τα γεγονότα ήσαν μονομερής απερισκεψία του αμετανόητου Εθνικιστή αγωνιστή Γεωργίου Γρίβα, που έσυρε την Λευκωσία και την Αθήνα στα πρόθυρα πολεμικής περιπέτειας με την Τουρκία.

 

Τέλος σύμφωνα με μια ψυχραιμότερη και πληρέστερη εκτίμηση, που τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος παρά την βλακώδη προκατάληψη των …υπερδημοκρατών, την κρίση την επεδίωξε και την προκάλεσε ο Μακάριος Μούσκος, με διπλό στόχο: να στιγματισθεί ο Γρίβας, που παρέμενε προσηλωμένος σε λύση Ένωσης, και να αποσυρθεί από την Κύπρο η ελληνική Μεραρχία, την οποίαν ο Μακάριος θεωρούσε πως ήταν όργανο ελέγχου του ίδιου από την Αθήνα.

 

Τα θλιβερά αποτελέσματα είναι γνωστά. Η Μεραρχία ανακλήθηκε στην Ελλάδα και μαζί της ο Στρατηγός Γρίβας. Οι Τουρκοκύπριοι, καθ᾿ υπόδειξη της Αγκυρας, αμέσως μετά τα γεγονότα ανακήρυξαν «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση». Όμως, η βαρύτερη συνέπεια για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα  ήταν το ότι η μεγαλόνησος ήταν πλέον απροστάτευτη απέναντι στην καραδοκούσα Τουρκία. Η ελληνική Μεραρχία αποχωρούσε, ενώ η Τουρκία ανελάμβανε την «υποχρέωση» να αποσύρει τις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις από τα νότια παράλιά της (απέναντι της Κύπρου). Ακόμα και ο πλέον αφελής  αντιλαμβάνεται πως η Τουρκία θα μπορούσε τάχιστα και πανεύκολα να συγκεντρώσει πάλι τις δυνάμεις αυτές.

 

Άλλωστε η «μακρινή» Ελλάδα (όπως ισχυρίστηκε κι ο … Κωφός «Εθνάρχης») πώς να έστελνε μια ολόκληρη μεραρχία στην «μακράν κειμένην» Κύπρο; Η Τουρκία ήταν λοιπόν ο μεγάλος κερδισμένος από την κρίση. Ο δεύτερος ο οποίος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται ικανοποιημένος, ήταν ο Μακάριος. Η απομάκρυνση του Γεωργίου Γρίβα από την Κύπρο τον απάλλαξε από μια μελλοντική ισχυρή αντιπολίτευση και εξησφάλιζε την απόλυτη πολιτική του κυριαρχία. Από την άλλη πλευρά η αποχώρηση της Μεραρχίας εξαφάνιζε τις δυνατότητες ελέγχου της Αθήνας πάνω στον Μακάριο, που απήλαυε πλέον πλήρους ελευθερίας  κινήσεων. Οι πολύ καλοί γνώστες του Κυπριακού συμφωνούν με αυτήν την οπτικήν. Από τα έγγραφα και τα λοιπά ντοκουμέντα τα οποία παραθέτουν αντίθετοι άνθρωποι [όπως ο Ενωτικός Εθνικιστής δημοσιογράφος και συγγραφέας … πραξικοπηματίας Σπύρος Παπαγεωργίου (1940-2014) και ο φιλομακαριακός «δεξιός» φιλελεύθερος δημοκράτης, δικηγόρος και μετέπειτα Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης (1919-2013) – που, όπως κι ο Καραμανλής, ήταν υπέρμαχος της Ομοσπονδίας με τους Τούρκους μετά το 1974!], προκύπτει σαφώς ότι η επιλογή για την «επίδειξη δύναμης» στην Κοφίνου ανήκε πρωτίστως στην κυπριακή κυβέρνηση και πιο συγκεκριμένα στο πολιτικοστρατιωτικό «Συμβούλιο Αμύνης», το οποίο λειτουργούσε με επί κεφαλής τον Μακάριο.

 

Υπάρχουν πάρα πολλές απόψεις που ενισχύουν τα περί βαθειάς ικανοποίησης του Μακαρίου από την απομάκρυνση της Μεραρχίας από την Μεγαλόνησο. Μία από αυτές ανήκει στον αγγλοαμερικανοτραφή … αντιφασίστα ελλαδίτη δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά. Στην σελίδα 394 του βιβλίου του «Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας», γράφει επί του θέματος: «Ο Μακάριος ήταν ενήμερος αλλά και σύμφωνος για την απομάκρυνση της ελληνικής Μεραρχίας, που ήταν ουσιαστικά ο κύριος όρος της Αγκυρας. Οι Αμερικανοί διπλωμάτες υποψιάζονταν από καιρό ότι ο Κύπριος ηγέτης κατά βάθος επιθυμούσε την αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, που τις θεωρούσε κράτος εν κράτει, παράγοντα που περιόριζε την εξουσία του στην Μεγαλόνησο. Καθ᾿ όλην την διάρκεια της αμερικανικής μεσολάβησης ο Μακάριος, όχι μόνο δεν διατύπωσε καμμίαν αντίρρηση για την απομάκρυνση της Μεραρχίας, αλλά φαινόταν να την υποστηρίζει».

Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Μπίτος. (Το διάστημα 9.7.1963 – 8.1.1964 μετείχε στην εκπαιδευτική ομάδα του Κυπριακού στρατού. Στην συνέχεια από 09.01.1964 – 18.11.1965 υπηρέτησε στην ΕΛΔΥΚ, βοηθός στο Τριμερές Στρατη­γείο και σύνδεσμος με την UNFICYP. Ως Αντισυνταγματάρχης υπηρετούσε στην Διεύθυνση Κύπρου του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων από όπου ελεγχόταν η ΕΟΚΑ Β᾿ από την Αθήνα και παρηκολουθείτο η κατάσταση στην Κύπρο. Στις συνομιλίες Γενεύης το 1974 συνόδευσε τον Υπουργό Εξωτερικών Γεώργιο Μαύρο στις δύο διασκέψεις της Γε­νεύης για το Κυπριακό. Αποστρατεύθηκε το 1984 με το βαθμό του Αντιστρατήγου και ανε­κλήθη από 27.08.1990 έως 31.12.1992 ως επί κεφαλής στην Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Κατόπιν κλήθηκε  μάρτυς στην εξεταστική επιτροπή της ελληνικής βουλής για τον «Φάκελο Κύπρου»). Επιβεβαιώνει ότι ο Μακάριος δεν επιθυμούσε την παρουσία της Μεραρχίας στην Κύπρο. Ισχυρίζεται όμως πως και η στρατιωτική κυβέρνηση επεδίωκε την απομάκρυνση της Μεραρχίας από την μεγαλόνησο («Από την πράσινη γραμμή στους δυο Αττίλες»).

 

Την ανοχή και την υπόθαλψη, εκ μέρους του Μακαρίου, εχθρικής προς την Μεραρχία συμπεριφοράς κατήγγειλαν κατά καιρούς θαρραλέες φωνές στην Κύπρο, όπως ο διακεκριμένος Κύπριος ερευνητής φιλόλογος, πεζογράφος, ποιητής, κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και αρθρογράφος Σάββας Παύλου (1951- 2016), φανατικός δημοκράτης αλλά καλός Έλληνας πατριώτης: «Κορυφαίο γεγονός της απαράδεκτης, λανθασμένης και ενδοτικής στάσης ήταν η προδοτική ενέργεια της χούντας να αποσύρει την ελληνική Μεραρχία μετά την κρίση της Κοφίνου το 1967. Εξ ίσου σημαντική όμως ήταν και η στάση και η συμπεριφορά που κράτησαν αρκετοί φορείς, άτομα και συσπειρώσεις της κυπριακής κοινωνίας αυτής της περιόδου. Που αντιμετώπισαν επιθετικά, περιθωριοποίησαν και λοιδώρησαν την ελληνική Μεραρχία. Προσπάθησαν να δημιουργήσουν χάσμα μεταξύ αυτής και της κυπριακής κοινωνίας, να την αντιμετωπίσουν ως ξένο σώμα, να προσβάλουν και να ταπεινώσουν τα μέλη του ελληνικού στρατιωτικού σώματος».

 

Ο πρέσβυς Βύρων Θεοδωρόπουλος (1920-2010), που μόνον ως αντιμακαριακός δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, σε συνέντευξή του επ᾿ ευκαιρία έκδοσης βιβλίου του για το Κυπριακό [«Το Κυπριακό. Μια Ενδοσκόπηση», (συλλογικός τόμος με τους Μενέλαο Αλεξανδράκη και Ευστάθιο Λαγάκο, «Ευρωεκδοτική», 1987] δήλωσε μεταξύ άλλων: «Ασφαλώς και η ελληνική Μεραρχία του ήταν βάρος του Μακαρίου. Και γενικά, η στάση του απέναντι των Αθηνών ήταν μια στάση όχι ειλικρινής. Και αντιστοίχως. Η στάση της Αθήνας προς τον Μακάριο ήταν εξίσου ανειλικρινής, διότι, κατά βάθος, δεν τον ήθελαν».

 

Όμως κι άλλοι μελετητές γράφουν για συνειδητή επιλογή του Μακαρίου, που ήθελε να απαλλαγεί από την παρουσία της Μεραρχίας και επίσης από την αδέξια κηδεμονία του «εθνικού κέντρου». Στην Αθήνα ο άνθρωπος που υλοποίησε στρατιωτικά την ένωση, ο τέως πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο «Γέρος», σχολίασε ως εξής την απόσυρση της Μεραρχίας σαρκάζων: «Η δική μας φαυλοκρατία απέστειλεν εις την Κύπρον τον Στρατόν του Εθνους. Και η ιδική των στρατοκρατία τον αποσύρει» (οι στρατιωτικοί της 21ης  Απριλίου χαρακτήριζαν την ανατραπείσα κοινοβουλευτική τάξη ως φαυλοκρατία).

 

Πώς λοιπόν δικαιολόγησαν οι Απριλιανοί την επιεικώς βλακώδη πράξη τους, που διέλυσε τον κορμό της άμυνας της Κύπρου; Δικαζόμενος το 1975 για το πραξικόπημα της 21ης  Απριλίου ο πρωτεργάτης της Γεώργιος Παπαδόπουλος κατέθεσε την βλακώδη και στενόμυαλη  εμμονή του : «Η Μεραρχία ορθώς ανεκλήθη διότι η Τουρκία απείλησε να κηρύξει άμεσα πόλεμον κατά της χώρας μας».

Αυτή η απαράδεκτη και θλιβερή για στρατιωτικό άποψη φανερώνει επί πλέον και απόλυτη εγκληματική άγνοια των κανόνων που διέπουν την διαχείριση κρίσεων. Κανένας πόλεμος δεν θα άρχιζε στην Κύπρο με την Μεραρχία «Μενέλαος» παρούσα. Οι ίδιοι οι Τούρκοι το συνομολογούσαν μεταξύ τους. Ο πόλεμος και η ήττα ήλθαν το 1974, ακριβώς επειδή η Κύπρος εστερείτο πλέον τις χιλιάδες των ανδρών της Μεραρχίας. Ακόμα πιο «προωθημένη» και πραγματικά σιχαμερή ήταν η δικαιολογία του Κωνσταντίνου Κόλλια, νομικού και πρωθυπουργού του καθεστώτος της 21ης  Απριλίου: «Η ανάκλησις της Μεραρχίας έλαβε χώρα διότι αυτή εγκαταστάθηκε στην Κύπρο παρανόμως». Τέτοιο «επιχείρημα» είναι προφανέστατο πως ούτε οι ίδιοι οι Τούρκοι θα περίμεναν…

 

Το 1986-87 η Βουλή των Ελλήνων προχώρησε στην σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία συνέταξε συνολικό πόρισμα για την κυπριακή τραγωδία και τις συνθήκες που οδήγησαν στο 1974. Προφανώς κάθε Έλληνας Εθνικιστής μπορεί δικαιολογημένα να διατυπώσει επιφυλάξεις για την αντικειμενικότητα του πορίσματος (καθώς ήταν εμφανής η προσπάθεια των λαγόκαρδων κοινοβουλευτικών να μεταθέσουν το σύνολο των ευθυνών στους στρατιωτικούς), υπάρχει όμως και μια αντικειμενική αναφορά στα της απόσυρσης της Μεραρχίας το 1967, αναφορά στηριχθείσα εν πολλοίς στην γνώμη ανωτάτων αξιωματικών. Αναφέρεται ενδεικτικά στο πόρισμα της Βουλής: «Η ανάκληση της Μεραρχίας επέφερε μεγάλη αποδυνάμωση των αμυντικών δυνατοτήτων της Κύπρου. Ενσαρκώνει πράξη εθνικής ντροπής… Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι υπήρξε πίεση από τις ΗΠΑ δεν αίρει τον χαρακτήρα της πράξης αυτής ως εθνικά απαράδεκτης. Αντιθέτως, επιβεβαιώνει τον εθελοδουλισμό και την υποταγή της τότε ελληνικής ηγεσίας στις επιδιώξεις και επιθυμίες των ΗΠΑ».

Εχει ιδιαίτερη σημασία η καταγραφή των απόψεων ανωτάτων και ανωτέρων αξιωματικών για την προδοσία του Δεκεμβρίου του 1967. Την απόσυρση της Μεραρχίας από την Κύπρο υποστήριξαν αξιωματικοί που συμμετείχαν ή προσέκειντο στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια – Γεωργίου Παπαδοπούλου, οι οποίοι βεβαίως δικαιολογούν μέχρι τέλους τους την πράξη τους με αστεία επιχειρήματα. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί ο αιθεροβάμονας Στυλιανός Παττακός, που υποστήριξε δημόσια τον Νοέμβριο του 2009 ότι «ορθώς απεσύρθη η Μεραρχία», η οποία κατ’ αυτόν ήταν δυνάμεως κάτω των 5.000 ανδρών.

 

Η συντριπτική πλειοψηφία του Σώματος των Ελλήνων αξιωματικών άσκησε σφοδρή κριτική στο καθεστώς Παπαδόπουλου για την ανάκληση της Μεραρχίας. Ο παλιός ιερολοχίτης και μη «δεξιός» Αντιστράτηγος Ανδρέας Σιαπκαράς, επίτιμος Γενικός Επιθεωρητής Στρατού, τόνισε: «Βάσει στρατιωτικών κριτηρίων προκύπτει πως, της Μεραρχίας παρούσης, οι Τούρκοι δεν θα αποτολμούσαν απόβαση. Εάν το αποτολμούσαν, τα αποτελέσματα θα ήσαν πολύ δυσάρεστα για αυτούς…». Ο Αντιστράτηγος Γρηγόριος Σπαντιδάκης, που διετέλεσε και υπουργός Εθνικής Αμυνας, κατέθεσε: «…οι Τούρκοι δεν θα προχωρούσαν σε πόλεμο, εφ’ όσον υπήρχε στην Κύπρο η ελληνική Μεραρχία». Ο χουντόφιλος και μετά χουντοδιώκτης Στρατηγός Ιωάννης Ντάβος δήλωσε: «Καταθέτω με πλήρη συνείδηση ότι αν παρέμενε η Μεραρχία στην Μεγαλόνησο, θα μπορούσε να αποκρούσει οποιαδήποτε απόπειρα εισβολής των Τούρκων». Ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Καρούσος, «δεξί χέρι» του Γρίβα κατά την διασπορά και την οργάνωση της Μεραρχίας, θύμισε: «Εφυγε ο Ελληνικός Στρατός και εγένετο το έγκλημα…». Ο Υποστράτηγος Ιωάννης Ζαμπάρτας σε άρθρο του αναφέρθηκε στην αμυντική αποδυνάμωση του νησιού μετά το 1967: «…με δυσμενείς επιπτώσεις στο ηθικό του πληθυσμού, ενώ ταυτόχρονα έδωσε την ευκαιρία στους Τουρκοκύπριους να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και να εμφανίζονται ως αυτοδύναμη οντότητα. Παράλληλα, η απομάκρυνση της ελληνικής Μεραρχίας άνοιξε τον δρόμο για την τουρκική εισβολή».

 

“Ενισχυτικό των παραπάνω αποτελεί μια συνέντευξη του Τούρκου τότε πρωθυπουργού Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, την οποία έδωσε είκοσι χρόνια αργότερα στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Κίπρις Πόστασι» και αναδημοσιεύθηκε στον «Φιλελεύθερο» της Κύπρου, στις 29 Μαρτίου 1987. Με την συνέντευξη αυτή καταρρίπτεται ο μύθος της τουρκικής απειλής, αφού η τουρκική πολεμική μηχανή δεν ήταν τότε σε θέση να υποστηρίξει με επιτυχία στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. Και τούτο διότι το 1967 η Τουρκία διέθετε μόνο 2 αποβατικά σκάφη (!), 150 αλεξιπτωτιστές, 6 μεταγωγικά αεροπλάνα και 6 στρατιωτικά ελικόπτερα.

Στην πραγματικότητα οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν προετοιμασμένες για αμφίβια επιχείρηση», παραδέχθηκε ο Ντεμιρέλ και γι’ αυτό έδωσε εντολή για αγορά 100 αποβατικών σκαφών με δυνατότητα μεταφοράς αρμάτων μάχης, 1500 αλεξιπτώτων και 100 ελικοπτέρων και μεταγωγικών αεροπλάνων. Όλα αυτά ως γνωστόν χρησιμοποιήθηκαν στην εισβολή του 1974.” [Άρθρο του Αυγουστίνου (Ντίνου) Αυγουστή, Αναπληρωτού Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στην εφημερίδα Σημερινή, της 24ης Δεκεμβρίου 2020].

 

Ο Αντιστράτηγος Δημήτρης Αλευρομάγειρος, που το 1974 ηγήθηκε επιτυχούς αντίστασης με το Τάγμα το οποίο διοικούσε εντός της πόλης της Λευκωσίας, επεσήμανε: «Η Στρατηγική της Τουρκίας έχει δοκιμαστεί κατ᾿ επανάληψη με επιτυχία, με κυριότερο παράδειγμα αυτό των γεγονότων της Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967, που οδήγησε στην επαίσχυντη απομάκρυνση της ελληνικής Μεραρχίας, με οδυνηρά για τον Ελληνισμό της Κύπρου αποτελέσματα….». Ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Μπίτος έγραψε: « Δυστυχώς τέτοια ταπείνωση περίμενε την επίλεκτη και υπερήφανη ελληνική στρατιωτική δύναμη, που είχε στείλει στην Κύπρο η δημοκρατική Ελλάδα για να σώσει την Κύπρο. Θα έπρεπε να ήσαν παρόντες στην Κύπρο τις χαλεπές και αποφράδες ημέρες του Δεκεμβρίου του 1967 οι εθνοσωτήρες Συνταγματάρχες και όσοι άλλοι απεργάσθηκαν την απομάκρυνση της ένδοξης ελληνικής Μεραρχίας για να δουν την ντροπή, την οδύνη και το κατάντημα της Ελλάδας και της Κύπρου. Διότι στο πρόσωπο της Μεραρχίας σταυρωνόταν η Ελλάδα και η Κύπρος».

 

Ιδιαίτερη αξία έχει και μια άλλη μαρτυρία. Ανήκει στον Αριστείδη Παλαΐνη, ο οποίος, αν και Λοχαγός τότε, ανήκε στον πυρήνα των αξιωματικών που δημιούργησαν την 21η Απριλίου: «Η Μεραρχία, που είχαν στείλει ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Πέτρος Γαρουφαλιάς (ως Υπουργός Εθνικής Αμύνης), είχε καταστήσει την Κύπρο απόρθητη, λαμβανομένης υπ΄ όψιν και της τουρκικής αδυναμίας την εποχή εκείνη για μια απόβαση στην Κύπρο. Η απόφαση του Παπαδόπουλου για ανάκληση της Μεραρχίας δημιούργησε αγανάκτηση σε όλους τους αξιωματικούς του στρατεύματος και ιδιαίτερα σε εμάς τους επαναστάτες. Εδωσε την βεβαιότητα σε εμάς, τον πυρήνα των επαναστατών, ότι ο Παπαδόπουλος θα πρέπει να ανατραπεί, πάσῃ θυσία. Και τούτο γιατί πιστεύαμε ότι δεν έπρεπε να ενδώσει στις τουρκικές απειλές».

Οι κυβερνήσεις της επίσης ξενόδουλης μεταπολίτευσης ακολούθησαν την πεπατημένη συναίνεση και υποταγή στους ξένους αυθέντες [που ο μέγας  πατριώτης, νομικός, δημοκράτης πολιτικός και συγγραφέας Γεώργιος Φιλάρετος είχε ευστοχώτατα ονομάσει «ξενοκρατία»]. Δεξιοί κι Αριστεροί μειοδότες παλιάτσοι αποδέχθηκαν ως τετελεσμένο την τουρκική εισβολή και κατοχή. Αποκήρυξαν το δικαίωμα του Κυπριακού λαού στην εθνική αυτοδιάθεση, που εκφραζόταν ιστορικά με το σύνθημα της Ένωσης. Κι αντιμετώπισαν το όλο Κυπριακό πρωτίστως ως πρόβλημα τάχα διμερές των δυο κοινοτήτων.

Ο ελληνικός λαός έπρεπε να μάθει ότι το Κυπριακό είναι βάρος για την Ελλάδα. «Άλλο Ελλάδα, άλλο Κύπρος», ή όπως ήταν και παραμένει το επίσημο δόγμα: «η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαρίσταται !». Άλλωστε ένα από τα πιο ειδεχθή δείγματα της ελλαδικής πολιτικής ηγεσίας, ο τραγελαφικός Ευάγγελος Γιαννόπουλος, όταν βρέθηκε στο … Υπουργείο Εφοπλιστών («Εμπορικής Ναυτιλίας»)  στην δεκαετίαν του 1980, το είχε ξεκαθαρίσει με την γνωστή χυδαία αμεσότητα που τον διέκρινε: «Αρκετά πληρώσαμε στην Κύπρο από την εποχή του Παπανδρέου του γέρου. Και ακόμα πληρώνουμε. Εμείς δεν οφείλουμε τίποτα στην Κύπρο. Για ό,τι έπαθε η Κύπρος, δεν φταίει η Ελλάδα… Και για να ακούγεται η Κύπρος πρέπει να σβήσουμε εμείς;» (2/2/1988)

Ήταν η εποχή του Νταβός, του mea culpa και του μνημονίου Παπούλια-Γιλμάζ της Βάρκιζας. Με βάση όλα αυτά και στο όνομα του Κυπριακού, η αναθεωρητική κι επιθετική Τουρκία, αφού πέτυχε να απαλειφθεί η έννοια του σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος (που αφορά στον Εναέριο χώρο, στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη και στην Υφαλοκρηπίδα), πέτυχε επί πλέον την κατοχύρωση του δικαιώματος διεξαγωγής δικών της στρατιωτικών ασκήσεων και επιχειρήσεων «έρευνας και διάσωσης» στον διεθνή εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, χωρίς καν να προσδιορίζονται τα όρια αυτού του χώρου, αφού η Τουρκία ουσιαστικά αρνείται οποιαδήποτε σαφή δέσμευση για την αναγνώριση των ελληνικών συνόρων στο Αιγαίο.

Τότε ο Γιλμάζ, μετά την επιστροφή του στην Άγκυρα αναφώνησε θριαμβευτικά: «Επί τέλους, βάλαμε νομικώς πόδι στο Αιγαίο». Με τις συμφωνίες αυτές και στο όνομα του Κυπριακού προβλήματος άνοιξε ο δρόμος για τα Ίμια, για το «γκριζάρισμα» 3.000 και πλέον νησίδων και για την σιωπηρή κυριαρχία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στο Αιγαίο υπό το πρόσχημα στρατιωτικών ασκήσεων.

Έτσι ανατράπηκε και σε επιχειρησιακό επίπεδο το δόγμα που ίσχυε από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων, δηλαδή από την εποχή του αείμνηστου Ναυάρχου Κουντουριώτη: Ο  αποκλεισμός του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας στα στενά. Τώρα, με τις ευλογίες των επισήμων κυβερνήσεων της χώρας αλλά και του αμερικανοκινήτου ΝΑΤΟ, το πολεμικό ναυτικό της Τουρκίας μπορεί να διεξάγει ευρύτατες στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο … με αντικείμενο το πώς θα καταλάβει, θα ανακαταλάβει και θα … απελευθερώσει τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου έως και τις Κυκλάδες!

Ο γράφων ανήκει στην μειοψηφία όσων υποστηρίζουν πως η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου υπήρξε η μόνη μέχρι σήμερα που άσκησε εθνική πολιτική στο Κυπριακό. Αταλάντευτα προσηλωμένοι στον ιερό στόχο της Ένωσης, ο Παπανδρέου, οι υπουργοί του και οι αξιωματικοί της περιόδου 1964-1966 εργάστηκαν με επιτυχία πάνω στην ουσιαστική ενίσχυση της κυπριακής δύναμης αποτροπής. Ηταν το πρώτο αλλά και καίριο βήμα προς την ενσωμάτωση της Μεγαλονήσου στον εθνικό κορμό, κάτι που με απαράδεκτη και εξοργιστική απερισκεψία κατέστρεψε η στρατιωτική κυβέρνηση της 21ης Απριλίου.

Χαρακτηριστικό του πόσο ικανοποιημένοι ήσαν οι Τούρκοι, αφού οι αμυντικές δυνατότητες της Κύπρου μειώθηκαν αισθητά, ήταν ότι στις 27 Δεκεμβρίου 1967 ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Τσανγκλαγιαγκίλ δήλωνε ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης : «Η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Κύπρο έχει μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων». Δύο ημέρες μετά, στις 29 Δεκεμβρίου, ενώ αποχωρούσαν τα τελευταία τμήματα της ελληνικής Μεραρχίας, η τουρκοκυπριακή πολιτική ηγεσία προχωρούσε στην σύσταση της «Τουρκοκυπριακής Διοίκησης». Η ψυχολογία του εθνικά προσανατολισμένου τμήματος του κυπριακού Ελληνισμού κλονίστηκε πολύ μετά την απόσυρση της Μεραρχίας, αφού η μητέρα- πατρίδα απομυθοποιήθηκε μέσα σε λίγες ημέρες. Οι «ανεξαρτησιακοί-μακαριακοί» από την άλλη πλευρά, απαλλαγμένοι από την «τοξική αλλεργία» που τους προκαλούσε η παρουσία Ελληνικού Στρατού στο νησί, λοιδορούσαν και προκαλούσαν καθημερινά πλέον τους Ενωτικούς.

 

Το όλο κλίμα αποτυπώνεται απόλυτα, με εθνική μελαγχολία, από τον Σπύρο Παπαγεωργίου στο συναισθηματικά φορτισμένο και συγκινητικό άρθρο του της 1ης Δεκεμβρίου 1967 στην εφημερίδα Πατρίδα: «Φεύγει λοιπόν ο Ελληνικός Στρατός από την Κύπρο, εις την οποίαν εστάλη με την ιστορικήν αποστολήν να την ενώση μετά της μητρός Ελλάδος. Και δεν είναι ούτε νικητής, ούτε νικημένος εις το πεδίον της τιμής. Η λόγχη θα αποσυνδεθή από τας κάννας των όπλων. Ο δείκτης της χειρός θα παύση να ψαύη το κοίλον της σκανδάλης. Το βλέμμα θα παύση να πυρπολή τον στόχον μέσω του οφθαλμιδίου και του στοχάστρου του όπλου. Οι μυς θα χαλαρωθούν και η λεβέντικη στάσις της εφορμήσεως κατά του εχθρού θα γίνη μια παθητική στάσις αναπαύσεως. Τα όπλα δεν εκπυρσοκρότησαν. Οι κάννες τους δεν εμελανώθησαν από την καύσιν της πυρίτιδος. Τα όπλα που με την παγερά λάμψη της λόγχης τους έκαναν τον εχθρό να ριγήση, θα γνωρίσουν τώρα το γλοιώδες γράσσο της συντηρήσεως και θα εναποτεθούν εις κιβώτια…. Και χειροκροτούν: Τούρκοι, Κυπριακή Κυβέρνησις, ΑΚΕΛ, Ρώσοι και ποικίλοι ανά τον κόσμον ανθέλληνες. Πανηγυρίζουν δια την ανέλπιστον νίκην των. Δια τον θρίαμβόν των που εξησφαλίσθη χωρίς ουδέ πυροβολισμός να ριφθή

Ομιλεί τώρα η αδελφική καρδία προς αδελφούς κυριολεκτικώς απαγομένους: Αδέλφια, στο καλό! Υπήρξατε άριστοι. Επί τετραετίαν εζήσαμε μαζί αξέχαστες στιγμές και υφάναμεν όνειρα που τα αφάνισεν η αναξιότης και μηδαμινότης άλλων. Αδέλφια, στο καλό! Δεχθείτε τους τελευταίους ασπασμούς και τας ευγνώμονας ευχαριστίας μας.

Μας αφήνετε αναμνήσεις και δύναμιν σωμάτων και χαρακτήρων. Μας αφήνετε και κάτι πλέον πολύτιμον: κάποιους τάφους. Διότι ευτυχώς το τουρκικόν φιρμάνι ουδέν προνοεί διά την ανασκαφήν των τάφων και μετακομιδήν των οστών των Ελλαδιτών νεκρών. Αυτοί θα μείνουν αιωνίως εδώ. Επεσαν δι᾿ ημάς αυτοί. Είναι δικοί μας. Θα κρατήσωμεν τουλάχιστον αυτούς. Μας χρειάζονται αυτοί οι τάφοι διά να εξαποστέλλουν εσαεί ουρανομήκη την κραυγήν: Ζήτω η Ενωσις! Ο αγών τώρα αρχίζει…».

 

Πιο πρόσφατα, στις 14 Ιουλίου του 1997, μια άλλη κυπριακή εφημερίδα, «Η Σημερινή», δημοσίευσε απολογητικά μιαν επιστολή γραμμένη δια χειρός Σάββα Παύλου, με την οποίαν ζητά εκ μέρους όλων των Κυπρίων συγνώμη για την άθλια συμπεριφορά μερικών άθλιων ανεγκέφαλων απέναντι στους εξ Ελλάδος αδελφούς. Παρατίθεται εδώ το παρακάτω καταληκτικό απόσπασμα της επιστολής:

                           «…. Σήμερα τι να πούμε πια…Ελληνική Μεραρχία, συγγνώμη! Λίγοι άφησαν ένα δάκρυ να κυλήσει λόγω της αποχώρησής σου – κι από αυτούς, οι περισσότεροι στα κρυφά. Μεραρχία ο θρήνος για σένα θα είναι ετεροχρονισμένος. Κλαίγουν και θα κλάψουν για σένα ακόμη και τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών που χάρηκαν για την απόσυρσή σου. Γιατί κάθε φορά που τα πράγματα στο Κυπριακό θα δυσκολεύουν, κι όλο θα δυσκολεύουν, όλοι θα θυμούνται εσένα και την εποχή της παρουσίας σου στο νησί, τότε που μπορούσαν τα απελευθερωτικά οράματα του λαού να πραγματοποιηθούν».  

 

Γλαύκος Ξανθόπουλος