Η ΕΥΓΟΝΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Στην εποχή των νεοφιλελευθέρων παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών, όπου η πρόσμειξις, το ανακάτεμα και ο μιγαδισμός ως τάσις αποτελούν τον κανόνα (αν όχι το πρότυπο), το να μιλήσουμε περί της ευγονικής ιδέας αποτελεί «ταμπού» και «ντροπή» (από της ειθισμένης σάπιας, υποκριτικής και ολεθρίας, βδελυράς ψευδο-«ανθρωπιστικής» οπτικής…) ακόμη και σε ψευδο-«παραδοσιακούς» κύκλους.

Η Ευγονία, επιδιώκουσα την βελτίωση του ανθρωπίνου είδους μέσω της εφαρμογής των νόμων της κληρονομικότητος, δεν είναι νέα επιστήμη. Πολλοί αρχαίοι λαοί διεπίστωσαν την μεταβίβαση ατομικών χαρακτήρων, φυσιολογικών ή παθολογικών, των προγόνων εις τους απογόνους. Το οποίον και, βεβαίως, αποτελεί ως βασική γνώση αυτονόητον κτήμα του τελευταίου αγραμμάτου χωρικού ή κτηνοτρόφου – που στέλνει τα παιδιά του στο «σχολείο», ώστε να εγχυθεί εντός των το δηλητήριο της «ανθρωπιστικής διαφώτισης», που θα εκτοπίσει κάθε «επικίνδυνο» για την βρωμερά «πολιτική ορθότητα» απομεινάρι φύσεως, επιγνώσεως, αυτοσυναισθήσεως, αρμονίας, αυτογνωσίας…

Στους Έλληνες αναφαίνεται αρχαιόθεν η ιδέα της Ευγονίας, όπως διαπιστώνουμε, τόσον από την αναφορά του Πλάτωνος εις την Πολιτείαν του περί της γνώμης που είχε ο Ασκληπιός καθώς και οι κατά τον Τρωικό Πόλεμο υιοί του ιατροί του αχαϊκού στρατοπέδου διά τον εκ φύσεως ασθενικό άνθρωπο (Πολιτεία ΙΙΙ, 407-408), όσον κυρίως εις την περί την νομοθεσία του Λυκούργου παράδοση, όπως μας την εκθέτει ο Πλούταρχος εις τον βίον του Λυκούργου.

Η Λυκούργειος νομοθεσία , επιδιώκουσα να καταστήσει τον Σπαρτιάτη (ο οποίος ανήκε εξ ολοκλήρου στην Πολιτεία ) , προ παντός μαχητή, εφρόντιζε για τους γάμους και τις γεννήσεις της κοινότητος. Εκρίνετο αναγκαίο, χάριν περιφρουρήσεως της ποιότητος των μελλοντικών γενεών , οι εις γάμον ερχόμενοι νέοι και νέες να είναι υγιείς, ακμαίοι και δυνατοί. Διά συγκεκριμένων μέτρων εθεσπίζετο ο ευγονικός γάμος και επεδιώκετο η γέννηση τέκνων κατά πάντα υγιών, το οποίο θα ήταν ωφέλιμο διά την το Είδος αληθώς ενσαρκούσα Πολιτεία προ πάντων. Σε αντίθετη περίπτωση ελαμβάνοντο αυστηρά μέτρα , αφορώντα εις την επιλογή των γεννωμένων παιδιών. Ο Σπαρτιάτης πατήρ δεν είχεν εξουσία να αναλάβει ευθύς την ανατροφή του νεογεννήτου , αλλά ήταν υποχρεωμένος να προσαγάγει τούτο εις την καλουμένη Λέσχη, όπου οι πρεσβύτεροι των πολιτών της ιδίας φυλής το εξέταζαν.

«εἰ μὲν εὐπαγὲς εἴη καὶ ῥωμαλέον, τρέφειν ἐκέλευον, κλῆρον αὐτῷ τῶν ἐνακισχιλίων προσνείμαντες εἰ δ̓ ἀγεννὲς καὶ ἄμορφον, ἀπέπεμπον εἰς τὰς λεγομένας Ἀποθέτας, παρὰ Ταΰγετον βαραθρώδη τόπον, ὡς οὔτε αὐτῷ ζῆν ἄμεινον ὂν οὔτε τῇ πόλει τὸ μὴ καλῶς εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς πρὸς εὐεξίαν καὶ ῥώμην πεφυκός.».

Έτσι ευθύς μετά την γέννηση διεγράφοντο όσα βρέφη εγεννώντο δύσμορφα και ελαττωματικά. Εις τα μέτρα αυτά της Σπαρτιατικής Πολιτείας δεν διαφαίνεται απλώς η ευγονική ιδέα, αλλά εμφανίζεται αυτή σε προχωρημένο στάδιο, δηλαδή σε θετική και αρνητική Ευγονία. Εις την πρώτη είναι δυνατόν να ενταχθεί η αγωγή των Σπαρτιατών, ο εις ώριμον ηλικία γάμος αυτών, η νηφαλιότητα και η εγκράτεια των αρρένων κατά τον γάμο , εις δε την δευτέρα η διαγραφή των ασθενικών, δυσμόρφων και ελαττωματικών βρεφών.

Οι περί Ευγονίας ιδέες των αρχαίων Ελλήνων δεν περιορίζονται μόνον εις την νομοθεσία του Λυκούργου. Ανευρίσκουμε αυτές σε ποιητάς και φιλοσόφους όπως ο Θέογνις και ο Πλάτων. Ο γνωμικός ποιητής Θέογνις ο Μεγαρεύς (6ος αιών π.Χ.) διαμαρτύρεται στην Ελεγεία Α΄( στ. 183 – 192), για την διατάραξη την οποία επιφέρει εις την βιολογικήν επιλογή η νοσηρά επιθυμία του πλούτου :

«κριοὺς μὲν καὶ ὄνους διζήμεθα Κύρνε καὶ ἵππους
εὐγενέας, καί τις βούλεται ἐξ ἀγαθῶν
βήσεσθαι∙ γῆμαι δὲ κακὴν κακοῦ οὐ μελεδαίνει
ἐσθλὸς ἀνήρ, ἤν οἱ χρήματα πολλὰ διδῷ,
οὐδὲ γυνὴ κακοῦ ἀνδρὸς ἀναίνεται εἶναι ἄκοιτις
πλουσίου, ἀλλ’ ἀφνεὸν βούλεται ἀντ’ ἀγαθοῦ.
χρήματα μὲν τιμῶσι∙ καὶ ἐκ κακοῦ ἐσθλὸς ἔγημε
καὶ κακὸς ἐξ ἀγαθοῦ∙ πλοῦτος ἔμειξε γένος.
οὕτω μὴ θαύμαζε γένος Πολυπαΐδη ἀστῶν
μαυροῦσθαι∙ σὺν γὰρ μίσγεται ἐσθλὰ κακοῖς.»

Ο καθένας , διαπιστώνει μετ ‘ αγανακτήσεως ο Θέογνις , για ν ‘ αποκτήσει κριό, όνο ή ίππο , φροντίζει να ερευνήσει ώστε να επιλέξει , μεταξύ πολλών, το εκ καλής γενιάς προερχόμενο ζώο.

Διά την εκλογήν, εν τούτοις, συζύγου δεν «πολυσκοτίζεται» ο αγαθός ανήρ και παραβλέπει αν αυτή είναι κακή ή προέρχεται από κακό πατέρα, εφ όσον διαθέτει μεγάλη περιουσία! Το ίδιο και για την αγαθή γυναίκα προτιμά τον πλούσιο σύζυγο και αδιαφορεί για την φύση και την καταγωγή του. Η μισητή αυτή ανάμειξη (εσθλού μετά κακής και αγαθής μετά κακού), με καταλύτη τον πλούτο, απεργάζεται την εκνόθευση του ανθρωπίνου γένους – και μη απορείς επομένως για την συνεχώς φθίνουσα ποιότητά του.

Βαθύς μελετητής των ανθρωπίνων πραγμάτων ο Θέογνις, πολύπειρος και πρακτικός αλλά και εραστής της συνολικής τελειότητος/τελειώσεως του είδους, ως αληθής Έλλην, επισκέπτης εξ ανάγκης πολλών ελληνικών χωρών, εκφράζει σοφές παρατηρήσεις. Άριστα γνωρίζει τα αποτελέσματα της αναμείξεως των γενεών και σαφώς ομιλεί περί ευγονικού γάμου, επί του οποίου εγωιστικές και οικονομικές θεωρήσεις επιδρούν ολεθρίως. Ένα και πλέον αιώνα βραδύτερα ο Πλάτων εκθέτει στην Πολιτεία ολόκληρο πρόγραμμα περί ευγονικού γάμου.

Σε μία ευδαιμονούσα πόλη, γράφει ο Πλάτων, η χωρίς τάξη γενετήσιος επικοινωνία ούτε ευσεβής θα ήταν ούτε οι άρχοντες θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να θεσπισθούν ιεροί γάμοι. Οι άριστοι, οι της μουσικής και γυμναστικής ανταξίως προς την φύσιν των πεπαιδευμένοι, οι αγαθοί, όπως ονομάζονται αλλού, να έρχονται εις γάμον μετ αρίστων επίσης γυναικών, των καθ όμοιον τρόπων φυσικώς προδιατεθειμένων και πεπαιδευμένων, ώστε να αποκτήσουν τέκνα κατά την περίοδο της σωματικής και πνευματικής ακμής η οποία κατά Πλάτωνα διαρκεί τριάντα κατά μέσον όρο έτη για τον άνδρα, είκοσι δε για την γυναίκα.

Τα τέκνα των αγαθών πρέπει να τυγχάνουν πάσης φροντίδος εκ μέρους του (αληθώς εθνικού!) κράτους, τα δε των χειρόνων και τα ελαττωματικά να περιορίζονται εις μέρος άγνωστο – και τούτο, προφανώς , για να μην εκφυλισθεί και νοθευθεί το αγαθόν γένος των φυλάκων.

Βλέποντας από τότε οι σοφοί, όπως ο Θέογνις και ο Πλάτων, την παρακμή των ηθών σε συλλογικό επίπεδο και διαισθανόμενοι την προελαύνουσα εγκαθίδρυση του «σιδηρού αιώνος» (τον οποίο βιώνουμε καλπάζοντα με τον πιο αχαλίνωτο τρόπο έως και σήμερα, εν κορυφώσει μάλιστα), έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου και πρότειναν συγκεκριμένους τρόπους και κώδικες για την επιβίωση, διάσωση και ανάδειξη του ανθρωπίνου όντος κατά την ευγενεστάτη του, θειοτενή εκδοχή – του είδους μας (: του Αρίου/Έλληνος Ανθρώπου). Ως υπερασπισταί και θεματοφύλακες αυτών των Παραδόσεων, καλούμαστε να προασπίσουμε το είδος μας και εν τέλει την ίδια μας την Ουσία – σε μιαν εποχή που ο εκπιθηκισμός και εκμαϊμουδισμός με χίλιους πονηρούς (ιουδαϊκούς!) τρόπους υποβάλλεται, προωθείται και εν τέλει επιβάλλεται, εις ολοκλήρωσιν της δογματικώς υπό της Σκοτεινής Εποχής ειδωλοποιημένης απόλυτης Αντιστροφής Αξιών, αξίων και ποιοτήτων.