Η προϊούσα «φινλανδοποίηση» της Ελλάδος, η δεινότερη επίπτωση της επίκαιρης δημοσιονομικής οικονομικής καταρρεύσεως.

Αν και αρκετά κοινότυπη, η έκφραση «η ιστορία επαναλαμβάνεται» μοιάζει να επαληθεύεται με τρόπο χαρακτηριστικό στην περίπτωση της Ελλάδος.

Παρακολουθούμε το τελευταίο διάστημα τον θλιβερό Ελληνοαμερικανό … πρωθυπουργό της Ελλάδος να περιδιαβαίνει τις ευρωπαϊκές και όχι μόνον πρωτεύουσες και να συναντά ξένους ηγέτες εκλιπαρώντας τους, εν είδει ζητιάνου, προκειμένου να αποσπάσει κάποια υπόσχεση, έστω, για οικονομική και πολιτική εκ μέρους των βοήθεια και στήριξη. Παντού γίνεται δεκτός με (σχετική, φαινομενική τουλάχιστον) κατανόηση, πλην όμως, ουδείς των ευρωπαίων πολιτικών ηγετών δείχνει πρόθυμος να συνδράμει εμπράκτως. Εν τω μεταξύ, η οικονομική κατάσταση και η διεθνής θέση της χώρας μας επιδεινώνεται συνεχώς με τον κλοιό να σφίγγει επικίνδυνα…

Μήπως σας θυμίζει κάτι αυτό το σκηνικό;

Ιδού ορισμένα μικρά, χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την Ιστορία του Βυζαντινού κράτους του Georg Ostrogorsky: «{…} η δοκιμασία του Βυζαντίου στα τελευταία χρόνια του δεκάτου τετάρτου αιώνα είχε φθάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο αυτοκράτορας δεν είχε άλλη δυνατότητα από το να απευθύνει στον έξω κόσμο νέες εκκλήσεις για βοήθεια. Ο Μανουήλ Β΄ ζήτησε τη βοήθεια όχι μόνο της Ρωσίας, αλλά και του πάπα, του δόγη της Βενετία, των βασιλέων της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Αραγονίας. Ένα άλλο εξίσου διαφωτιστικό γεγονός για την κατάσταση της αυτοκρατορίας ήταν ότι, ενώ ο Μανουήλ καλούσε για βοήθεια, ο Ιωάννης Ζ’ διαπραγματευόταν τα δικαιώματά του πάνω στο βυζαντινό θρόνο με το γάλλο βασιλιά. Ζητούσε απ’ αυτόν ένα κάστρο στη Γαλλία και ετήσια έσοδα 25.000 φλορίνια. Ο Κάρολος Στ’ όμως δεν φαίνεται να έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αργυρώνητα αυτά δικαιώματα του θρόνου. {…} ο Μανουήλ έλαβε την απόφαση να επισκεφθεί ο ίδιος τη Δύση και να ζητήσει αυτοπροσώπως βοήθεια για την άτυχη αυτοκρατορία του. {…} Στις 10 Δεκεμβρίου 1399 ο Μανουήλ ξεκίνησε για το ταξίδι του με τη συνοδεία του Boucicaut. Στην αρχή πήγε στη Βενετία, επισκέφθηκε πολλές άλλες ιταλικές πόλεις και ύστερα πήρε το δρόμο για το Παρίσι και από εκεί για το Λονδίνο. {…} Στην πράξη όμως το ταξίδι του Μανουήλ και οι εκκλήσεις του απέφεραν μηδαμινά αποτελέσματα. Ο αυτοκράτορας εξασφάλισε μόνο ασαφείς υποσχέσεις, οι οποίες βέβαια παρέμειναν ανεκπλήρωτες. Έμεινε ένα εντυπωσιακά μεγάλο διάστημα μακρυά από την αυτοκρατορία , την οποία διεκδικούσε ο αντίζηλός του Ιωάννης Ζ’ κατά βούληση και βέβαια με όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από το σουλτάνο. Σε μια στιγμή φάνηκε ότι ο Μανουήλ δεν είχε πια δυνάμεις να επιστρέψει στην πατρίδα, γιατί διέκοψε το ταξίδι του στο Παρίσι, όπου διέμεινε σχεδόν δύο χρόνια, αν και δεν μπορούσε να τρέφει ψευδαισθήσεις για το αποτέλεσμα της διαμονής του εκεί.{…}»

Μπορεί να προστεθεί ότι στην ίδια ταπεινωτική διαδικασία ζητιανιάς επιδόθηκαν και πολλοί άλλοι βυζαντινοί αυτοκράτορες της ίδιας άδοξης για τον Ελληνισμό εποχής. Και βέβαια αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι το γεγονός που ακολούθησε, ως μοιραίο αποτέλεσμα της αποδυναμώσεως και απαξιώσεως του βυζαντινού κράτους, ήταν η Άλωσις της Πόλεως από τους ανερχόμενους Οθωμανούς.

Όπως τότε το Βυζαντινό κράτος (το οποίο κατά τραγική συγκυρία είχε αρχίσει τότε, κατά τον ύστερο μεσαίωνα, να ανακαλύπτει μετά από πολλούς αιώνες, την λησμονημένη Ελληνική εθνική ταυτότητα) είχε οδηγηθεί σε διεθνή διπλωματική ανυποληψία, σε οικονομική κατάρρευση και αμυντική αδυναμία, έτσι περίπου και η σύγχρονη Ελλάς, βρίσκεται σε άκρως δεινή οικονομική κατάσταση, αντιμέτωπη ουσιαστικά με το φάσμα της πτωχεύσεως, της οποίας η χειρότερη προέκταση δεν είναι η μείωση του πλούτου των καλοζωισμένων, τροφαντών και μαλθακών πολιτών της (που δικαίως θα άξιζαν τα χειρότερα…), αλλά η αναμενόμενη διπλωματική εξασθένιση και κυρίως η δραματική αμυντική αποδυνάμωση σε μια εποχή κατά την οποία η πάγια επιθετικότητα της Τουρκίας σε Αιγαίο – Κύπρο – Θράκη εμφανίζει ανησυχητική κλιμάκωση και αποθράσυνση, καθιστάμενη κυριολεκτικώς απελπιστική με δεδομένο ότι η δημοσιονομική κατάρρευση του Ελληνικού κράτους δεν του επιτρέπει να παρακολουθήσει την φρενήρη εξοπλιστική κούρσα των Τούρκων οι οποίοι οδηγούνται στην προμήθεια δεκάδων μαχητικών αεροσκαφών 5ης γενιάς (τεχνολογίας stealth) και αναβάθμιση των 4ης γενιάς (με συμπαραγωγή μάλιστα με τις ΗΠΑ σε

μονάδες παραγωγής στην Τουρκία), σε προμήθεια φρεγατών για το πολεμικό τους ναυτικό, κλπ.

Με τις κινήσεις αυτές αναμένεται να ανατραπεί πλήρως, εις βάρος της Ελλάδος, ο έως τώρα υφιστάμενος συσχετισμός στρατιωτικών δυνάμεων. Η Ελλάς θα καταστεί έτσι de facto υποτελής δορυφόρος μιας αναβαθμισμένης σε περιφερειακή υπερδύναμη, Τουρκίας, όπως ακριβώς το είχε προ ετών με μεγάλη οξυδέρκεια προβλέψει ο σπουδαίος διανοητής Π. Κονδύλης.

Οδηγούμαστε λοιπόν ολοταχώς προς μια νέα περίοδο τουρκοκρατίας, ανοιχτής ή συγκεκαλυμμένης. Για να αποτραπεί το φρικτό αυτό ενδεχόμενο απαιτείται επείγουσα ριζική κοινωνικοπολιτική ανάταξη, απόλυτος προϋπόθεση της οποίας αποτελεί η ανατροπή του φαυλοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος και του ξενόδουλου, απεθνισμένου πολιτικού κατεστημένου της μεταπολιτεύσεως – του απολύτου δηλαδή υπευθύνου για την δυσμενέστατη αυτή τροπή των πραγμάτων.