“Ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμὸς” (Ἐκ τοῦ ἔργου «Ἡ κοινωνικὴ οἰκονομικὴ ἐν τῆ ἱστορικῇ της ἐξελίξει» – 1950 – ὑπὸ Δημοσθένους Στεφανίδου)

Κράτος, κατὰ τὰς ἀντιλήψεις τοῦ ἐθνικοσοσιαλισμοῦ, εἶναι ἡ ὀργάνωσις μιᾶς κοινωνίας φυσικῶς καὶ ψυχικῶς ὁμοίων ἀνθρώπων πρὸς ἀποτελεσματικωτέραν ἐπίτευξιν τῆς διατηρήσεως τοῦ εἴδους της καὶ πραγματοποίησιν τοῦ ὑπὸ τῆς Προνοίας ὁρισθέντος εἰς αὐτὴν σκοποῦ. Τὸ κράτος δὲν εἶναι αὐτὸ καθ᾿ἑαυτὸ σκοπός, ἀλλὰ μέσον πρὸς σκοπόν, ὅστις ἀμέσως μὲν εἶναι ἡ ρηθεῖσα συντήρησις καὶ προαγωγὴ μιᾶς κοινωνίας ὁμοίων ἀνθρώπων, ἐμμέσως δὲ καὶ τελικῶς ἡ δημιουργία ἀνωτέρου ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ. Κράτη, ποὺ δὲν κέκτηνται πλήρη συνείδησιν τοῦ ἀπωτέρου τούτου σκοποῦ, εἶναι ἐκτρωματικὰ καὶ δὲν ἔχουν κανένα λόγον ὑπάρξεως.
Τὸν ἀνώτερον ἀνθρώπινον πολιτισμὸν ποὺ ἐπιδιώκει τὸ κράτος, δὲν δημιουργεῖ κυρίως εἰπεῖν αὐτό, ἀλλὰ τὸ περιεχόμενόν του, τὸ ἐντὸς τοῦ κράτους εὑρισκόμενον ἔθνος ἤ – ὡς λέγει ὁ Hitler – ἡ ὑπ΄αὐτοῦ διατηρουμένη φυλή. Ὅλαι ὅμως αἱ φυλαὶ δὲν προσιδιάζουν ἐξ ἴσου πρὸς πολιτιστικὴν ἀνάπτυξιν. Ὑπάρχουν ὑπὸ τὴν ἔποψιν ταύτην φυλαὶ ἀνώτεραι καὶ φυλαὶ κατώτεραι, ἄν καὶ ἐνίοτε ἡ ἱκανότης αὐτὴ εὑρίσκεται ἐν λανθανούσῃ καταστάσει καὶ ἐκδηλοῦται μόλις αἱ ἐξωτερικαὶ συνθῆκαι τὸ ἐπιτρέψουν. Κατὰ τὸν ἐθνικοσοσιαλισμόν, μόνη ἡ ἀρία φυλὴ προσιδιάζει πρὸς πολιτιστικὴν ἀνάπτυξιν, εἰς δὲ τοὺς κόλπους της (κατὰ τοὺς Γερμανοὺς ἐθνικοσοσιαλιστάς) προεξάρχει τὸ γερμανικὸν ἔθνος, προωρισμένον ὑπὸ τῆς Προνοίας νὰ μεγαλουργήσῃ εἰς τὸν κόσμον.
Κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς Ἀρίους, οἱ Ἑβραῖοι θεωροῦνται ἀνίκανοι πρὸς δημιουργίαν πολιτισμοῦ, ἱκανοὶ δὲ μόνον νὰ καταστρέφουν τὸν πολιτισμὸν τῶν ἐθνῶν τῆς ἀρίας φυλῆς. Αὐτοὶ εἶναι οἱ φορεῖς τοῦ μαμωνιστικοῦ πνεύματος εἰς τὴν κοινωνικὴν καὶ τὴν πολιτικὴν ζωήν, αὐτοὶ δεσπόζουν εἰς τὴν διεθνῆ κεφαλαιοκρατίαν, μὲ αὐτοὺς κυρίως συνδέεται τὸ ἀποσκορακιζόμενον ὑπὸ τοῦ ἐθνικοσοσιαλισμοῦ ἄνευ ἐργασίας εἰσόδημα.
Τὸ κράτος δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποβλέπῃ μόνον ἤ κυρίως εἰς οἰκονομικοὺς σκοπούς. Κατ΄ἀντίθεσιν πρὸς τὸν φασισμόν, ὁ ἐθνικοσοσιαλισμὸς θέλει τοῦτο «λαϊκὸν» καὶ ὄχι «οἰκονομικὸν ὀργανισμόν». Ἡ οἰκονομία εἶναι ἓν ἀπό τὰ βοηθητικὰ μέσα, τὰ ἀπαραίτητα πρὸς ἐπίτευξιν τῶν κρατικῶν σκοπῶν καὶ οὐδὲν πλέον τούτου. Ἡ ἀνάπτυξίς της εἶναι δευτερογενὲς φαινόμενον ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀνάπτυξιν τῆς κρατικῆς πολιτικῆς ἰσχύος. Τὸ προέχον δὲν εἶναι τὰ πλούτη μιᾶς χώρας, ἀλλ᾿ αἱ ἀνώτεραι ψυχικαὶ ἀρεταὶ τοῦ λαοῦ της. Ἡ ἐσωτερικὴ ἰσχὺς τοῦ κράτους δὲν συμπίπτει ἄλλως τε πάντοτε μὲ τὴν οἰκονομικήν του ἀκμήν· οὐχὶ σπανίως ἡ τελευταία αὕτη προειδοποιεῖ περὶ τῆς ἐπικειμένης κρατικῆς καταρρεύσεως. Ὁ ἐθνικοσοσιαλισμὸς ἐμφανίζεται ἐπιτρέπων εἰς τὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα νὰ εὐδοκιμήσουν μόνον ὑπὸ τὴν σκιὰν ἀνωτέρων ψυχικῶν ἀρετῶν. Ἐφ᾿ ὅσον, ὅμως, ἐξέρχονται ἀπὸ τὴν σκιὰν ταύτην καὶ ζητοῦν νὰ καταλάβουν τὴν πρώτην θέσιν, ἐξαφανίζουν αὐτὴν τὴν προϋπόθεσιν τῆς ἰδίας των ὑποστάσεως. Ὅταν ἡ οἰκονομία κατέχῃ ὁλόκληρον τὴν ζωὴν ἑνὸς λαοῦ καὶ καταπνίγωνται ἐκ τοῦ λόγου τούτου αἱ ἀνώτεραι ψυχικαὶ ἀρεταί του, καταρρέει ὁλόκληρος ὁ κρατικὸς ὀργανισμός, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ ἡ οἰκονομία. Ὡς ἀνώτεραι ψυχικαὶ ἀρεταὶ τοῦ λαοῦ θεωροῦνται ἡ ἱκανότης καὶ ἡ θέλησις τῶν ἀτόμων ὅπως προσφέρουν θυσίας χάριν τῶν συμφερόντων τῆς ἐθνικῆς ὁλότητος, πρᾶγμα ποὺ ἔχει πολὺ μικρὰν σχέσιν μὲ τὴν οἰκονομικὴν ζωήν.
Ἀποβλέπον τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸν κράτος εἰς τὴν συντήρησιν καὶ τὴν προαγωγὴν μιᾶς κοινωνίας, ὀφείλει νὰ παρέχῃ εἰς τὰ μέλη της τὴν δυνατότητα ἐξελίξεως τῶν λανθανουσῶν των δυνάμεων, ἐκ τῶν ὁποίων μέρος μὲν ἐξυπηρετεῖ τὴν φυσικήν των ζωήν, τὸ δὲ ἄλλο τὴν ἀνάπτυξιν τῶν ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν των ἰδιοτήτων. Ὅσον πληρέστερον ἐξασφαλίζεται ἡ ἐξέλιξις αὕτη, ἐπὶ τοσοῦτον τὸ κράτος εἶναι τελειότερον. Καίτοι τὸ δημιουργικὸν στοιχεῖον δὲν εἶναι τὸ κράτος, ἀλλὰ τὸ ἐντὸς αὐτοῦ διαβιοῦν ἔθνος, ἐν τούτοις τὸ ὑπὸ τοῦ κράτους διαδραματιζόμενον πρόσωπον παραμένει πάντοτε σπουδαιότατον. Ὅπως τὸ κράτος , ὁσονδήποτε καλὸν καὶ ἂν εἶναι, δὲν ἠμπορεῖ νὰ παρουσιάση τι τὸ ἀξιόλογον χωρὶς ἀνώτερον λαόν, οὕτω καὶ ἓν κακὸν κράτος, εὑρισκόμενον εἰς χεῖρας ἠθικῶς κατωτέρων προσώπων, εἶναι εἰς θέσιν νὰ πλήξῃ τὰς δημιουργικὰς πολιτισμοῦ δυνάμεις τοῦ λαοῦ καὶ νὰ προκαλέσῃ οὕτω βαθμιαίαν των ἀπονέκρωσιν.
Ἐπαναλαμβάνω ὅτι τὰς ἀνωτέρας ψυχικὰς ἀρετὰς τοῦ ἀνθρώπου προσβλέπει πάντοτε ὁ ἐθνικοσοσιαλισμὸς ἐκδηλουμένας μέσα εἰς τὰ περιωρισμένα πλαίσια τοῦ ἰδίου λαοῦ. Μεταξὺ τῶν ἀρετῶν αὐτῶν κατέχουν ὅλως ἰδιαιτέραν θέσιν ἡ φιλοπατρία καί ἡ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια. Αὗται εἶναι ἀσύμβατοι πρὸς ἐλπιζόμενα κέρδη, δὲν ἐκδηλοῦνται μὲ ζητωκραυγάς, ἀλλὰ μόνον μὲ θυσίας προσφερομένας εἰς τὸν βωμὸν τῆς Πατρίδος. Διὰ νὰ ἐξαπλωθῇ ὅμως ὁ πατριωτισμὸς εἰς τὰς λαϊκὰς μάζας ἔχει ἀπόλυτον ἀνάγκην συζεύξεως μὲ τὸ πνεῦμα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Μόνον μὲ τὴν κατίσχυσιν τοῦ τελευταίου τούτου δημιουργοῦνται ἄρρηκτοι δεσμοὶ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἐθνικῆς κοινότητος. Τὸ κράτος ἔχει, λοιπόν, τὴν ὑποχρέωσιν νὰ ἐξασφαλίζῃ εἰς ἕκαστον μέλος τῆς οἰκονομούσης κοινωνίας τὸ πραγματικὸν ἀντάλλαγμα τῆς συμβολῆς του εἰς τὴν παραγωγήν.
Ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέρεται ὁ ἐθνικοσοσιαλισμὸς διὰ τὴν ἐξασφάλισιν τοῦ ἀνταλλάγματος τούτου εἰς τὴν χειρωνακτικὴν ἐργασίαν. Ἡ κοινωνία -κατὰ τὴν κοσμοθεωρίαν αὐτὴν – ὀφείλει νὰ ἐκτιμᾷ τοὺς ἀνθρώπους ἐπὶ τῆ βάσει ὄχι τῆς φύσεως τῆς ἐργασίας των, ἀλλὰ τοῦ ποσοῦ καὶ ποιοῦ τῆς παρεχομένης τοιαύτης. Τὴν ἀξίαν τῆς ἀνθρωπίνης ἐργασίας διαστέλλει ὁ A. Hitler εἰς «ὑλικήν», ποὺ ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς σημασίας τῆς ἐργασίας διὰ τὴν ὁλότητα καὶ συνεπῶς εἶναι μεγαλυτέρα, καθ΄ ὅσον ὠφελοῦνται ἐκ ταύτης περισσότεροι ἄνθρωποι, καὶ εἰς «ἄϋλον» ἀξίαν, στηριζομένην ἐπὶ τῆς ἀνάγκης τῆς ἐργασίας αὐτῆς καθ᾿ ἑαυτήν. Ὁ «ὑλικὸς μισθὸς» ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ὑλικὴν ἀξίαν, παρ᾿ αὐτὸν ὅμως ὑπάρχει καὶ ὁ λεγόμενος «ἄϋλος μισθὸς», ἡ ἐκτίμησις τῆς κοινωνίας πρὸς τὰ οἰκονομοῦντα ἄτομα, ποὺ ποικίλλει, καθ΄ ὅσον φθάνουν ταῦτα εἰς τὸ πεδίον τῆς δράσεώς των τὸ ἀνώτατον ὅριον τῆς ἀποδόσεως. Ἡ συμβολὴ κάθε ἀνθρώπου εἰς τὴν παραγωγὴν εἶναι «φύσει» διάφορος, ἐφ᾿ ὅσον καὶ ἡ κοινωνία χρειάζεται παντὸς εἴδους ἐργασίας. Τὸ ποσὸν ὅμως καὶ τὸ ποιὸν τῆς ἐργασίας ἑνὸς ἑκάστου ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἀτομικοῦ του χαρακτῆρος. Δύναταί τις ὅθεν νὰ εἶναι ὑπερήφανος διότι εἶναι ἁπλοῦς, ἀλλὰ καλὸς ἐργάτης, ὀφείλει, ἀντιθέτως, νὰ ἐντρέπεται διότι εἶναι κακὸς βιομήχανος ἢ δημόσιος λειτουργός.
Ἡ κοσμοθεωρία αὕτη ἀναγνωρίζει ἀφ᾿ ἑτέρου ὅτι ἡ ὑλικὴ καὶ ἡ ἄϋλος ἀμοιβὴ τῶν ἐργαζομένων εὑρίσκονται ἐκ τούτου τοῦ λόγου εἰς στενὰς μεταξύ των σχέσεις, ὅτι ἡ πρώτη ἐπηρεάζει μοιραίως τὴν δευτέραν. Ὁ χαμηλὸς μισθὸς – μὲ ἄλλας λέξεις – εἶναι φυσικὸν νὰ μὴ ἐπιτρέπῃ εἰς τοὺς ἐργάτας εὐρεῖαν συμμετοχὴν εἰς τὰ ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ ἰδίου ἔθνους καὶ ἐν γένει ἀξιοπρεπῆ ἐμφάνισιν. Τὸ κράτος ὀφείλει λοιπόν, ἐπεμβαῖνον, νὰ κρατῇ τοῦτον εἰς ἱκανοποιητικὰ ἐπίπεδα, πρὸ παντὸς νὰ αἴρῃ διὰ τῶν καταλλήλων μέτρων τὸν εὐρὺν διαφορισμὸν εἰς τὴν ἀμοιβὴν τῆς ἀνθρωπίνης ἐργασίας. Κίνδυνος μειώσεως ἐντεῦθεν τῆς ἀποδόσεως δὲν ἠμπορεῖ νὰ υπάρχῃ, τοὐλάχιστον εἰς ἕνα ἠθικῶς καὶ πολιτιστικῶς ὑψηλὰ ἱστάμενον λαόν, παρὰ τῷ ὁποίῳ τὸ χρῆμα δὲν εἶναι τὸ μόνον, δὲν εἶναι κἂν τὸ σπουδαιότερον κίνητρον πρὸς παραγωγικήν, ἐπιστημονικὴν καὶ ἐφευρετικὴν δραστηριότητα.
Κατὰ ταῦτα, ἡ ρύθμισις τῶν σχέσεων ἐργοδοτῶν καὶ ἐργατῶν ἀποτελεῖ καὶ ἀπετέλεσε πράγματι σπουδαίαν πλευρὰν τῆς δράσεως τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ κράτους. Οἱ πρῶτοι ὀφείλουν νὰ γνωρίζουν ὅτι ἡ ἱκανοποίησις τῶν εὐλόγων ἀξιώσεων καὶ ἡ εὐημερία τῶν ἐργατῶν των εἶναι σπουδαία προϋπόθεσις διὰ τὴν ἐπιχειρηματικήν των ἐξέλιξιν, οἱ δεύτεροι ὅτι ἡ ἀκμὴ τῆς «ἐθνικῆς» οἰκονομίας σημαίνει καὶ τὴν ὑλικήν των εὐημερίαν. Ὡς μέσον μελλοντικῆς ρυθμίσεως τῶν σχέσεων τούτων καὶ γενικώτερον τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς ἔβλεπεν ἐθνικοσοσιαλισμὸς τὰ «οἰκονομικὰ ἐπιμελητήρια», μὲ τελικὴν συγκέντρωσιν ὅλων τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων εἰς ἓν «κεντρικὸν οικονομικὸν συμβούλιον». Τοῦτο δὲν προωρίζετο δι᾿ ἀγῶνας περὶ τὸν καθορισμὸν τοῦ μισθοῦ καὶ τοῦ χρόνου ἐργασίας, ἀλλὰ πρὸς ὁριστικὴν λύσιν ὅλων τῶν οἰκονομικῶν προβλημάτων τῆς χώρας καθ᾿ ὑπαγόρευσιν πάντοτε τοῦ ὑψίστου ἐθνικοῦ συμφέροντος. Καὶ ἡ κοσμοθεωρία αὕτη ἔβλεπε μετὰ πολλῆς συμπαθείας τὴν κατ΄ ἐπαγγέλματα ὀργάνωσιν τῶν μελῶν τῆς οἰκονομικῆς κοινωνίας, ὄχι ὅμως ὡς μέσον καλλιτέρας ἐκπροσωπήσεως συμφερόντων, ἀλλὰ πρὸς ἐξασφάλισιν ἁρμονικῆς συνεργασίας τούτων διὰ τὸ κοινὸν καλόν.
Ἐξ ἴσου μέγα, ἄν ὄχι μεγαλύτερον ἐνδιαφέρον ἔδειξεν ὁ ἐθνικοσοσιαλισμὸς διὰ τὴν ἀγροτικὴν τάξιν καὶ μάλιστα διὰ τοὺς μικροὺς καλλιεργητάς. «Ἀγρότης» – κατ΄ αὐτὸν – δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι οἱοσδήποτε. Ἀποτελεῖ καὶ τοῦτο ἐπίσημον ἐπαγγελματικὴν ἰδιότητα, τὴν ὁποίαν δικαιοῦνται νὰ φέρουν μόνον οἱ ἀρίας καταγωγῆς Γερμανοὶ πολῖται, οἱ αὐτοπροσώπως καλλιεργοῦντες τὴν γῆν καὶ κεκτημένοι «πατρῷον κτῆμα», τοὐτέστιν ἀγρόκτημα ἢ δασόκτημα ἀναπαλλοτρίωτον, ἀκατάσχετον, ἀδιανέμητον, μεταβιβαζόμενον ὑποχρεωτικῶς ἀπὸ τοῦ πατρὸς εἰς ἕν μόνον τῶν τέκνων του, ἐπαρκοῦς δὲ ἐκτάσεως πρὸς συντήρησιν καὶ πλήρη ἀπασχόλησιν τοὐλάχιστον μιᾶς οἰκογενείας. Οἱ τοιοῦτοι γαιοκτήμονες πρέπει ἐπίσης νὰ μὴ ἐστερήθησαν δι᾿ οἱονδηποτε λόγον τῆς ἐλευθέρας διαχειρίσεως τῆς περιουσίας των καὶ πρὸ παντὸς νὰ εἶναι «ἄξιοι τιμῆς», νὰ διάγουν δηλαδὴ βίον ἠθικῶς ἀνεπίληπτον. Εἰς τοὺς ἀξίους τιμῆς δὲν ἠμποροῦν νὰ συγκαταλεχθοῦν οἱ μέθυσοι, οἱ ἀποφεύγοντες ἐκ κακοηθείας νὰ πληρώσουν τὰ χρέη των καὶ οἱ φερόμενοι σκαιῶς καὶ ἀπανθρώπως πρὸς τοὺς ἐργάτας καὶ λοιποὺς ὑφισταμένους των.
Οἱ «ἀγρόται» ἀποτελοῦν τὸ ἐπίλεκτον τμῆμα τῆς ἀγροτικῆς τάξεως, τῶν μεγαλογαιοκτημόνων καὶ τῶν νάνων ἰδιοκτητῶν-καλλιεργητῶν ἱσταμένων εἰς τὸ περιθώριον τοῦ κρατικοῦ ἐνδιαφέροντος. Τὴν παραγωγικήν των δρᾶσιν ὀφείλουν νὰ ἀντιλαμβάνωνται ὡς ὑποχρέωσιν πρὸς τὴν γενεάν των καὶ τὸν λαὸν εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκουν. Κατὰ τὰς ἐθνικοσοσιαλιστικὰς ἀντιλήψεις ἡ γερμανικὴ γῆ χρησιμεύει πρὸς διαμονὴν καὶ συντήρησιν ὁλοκλήρου τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ, ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ δὲ πρέπει νὰ διοικῆται ὑπὸ τῶν ἰδιοκτητῶν της. Ἡ νομίμως κτηθεῖσα ὑπὸ τῶν ἀτόμων γῆ ἀναγνωρίζεται μὲν ὡς ἰδιοκτησία, συνδεδεμένη ὅμως ἀναποσπάστως μὲ τὴν ὑποχρέωσιν τῆς χρησιμοποιήσεώς της πρὸς τὸ καλὸν τῆς ἐθνικῆς ὁλότητος.
Ὅπως ὁ φασισμός, οὕτω καὶ ὁ ἐθνικοσοσιαλισμὸς ἀναγνωρίζει γενικώτερον τὴν ἀτομικὴν ἰδιοκτησίαν καὶ τὴν ἀτομικὴν ἐπιχείρησιν. Κατὰ βάσιν διετηρήθησαν ἐπίσης ἡ ἀγορὰ καὶ τὸ ὑπ᾿ αὐτῆς διαδραματιζόμενον πρόσωπον εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῶν τιμῶν καὶ τὴν διανομὴν τῶν εἰσοδημάτων. Ὁ συναγωνισμὸς μεταξὺ τῶν παραγωγῶν ἦτο κατ΄ ἀρχὴν ἐλεύθερος. Τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸν κράτος ἐμφανίζεται, ἐξ ἄλλου, ὡς ὕπατος ρυθμιστὴς ὁλοκλήρου τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς, ἐν τῇ ἰδιότητί του δὲ ταύτῃ ἐπέβαλεν εἰς τὰς οἰκονομικὰς δυνάμεις πλείστας ὅσας ὑποχρεώσεις. Ὅταν μάλιστα τὸ συμφέρον τῆς «ἐθνικῆς» οἰκονομίας τὸ ὑπεδείκνυε, δὲν ἐδίσταζε νὰ φθάσῃ καὶ μέχρι πλήρους ἐξοβελισμοῦ τοῦ ἐλευθέρου συναγωνισμοῦ καὶ εἰσαγωγῆς συστήματος κρατικῶς διευθυνομένης οἰκονομίας, δικαιολογοῦντος τὸν χαρακτηρισμὸν τῆς κοσμοθεωρίας ταύτης ὡς «σοσιαλιστικῆς».
Κατὰ τὸν ἐθνικοσοσιαλισμόν, τὸ ἄριστον πολίτευμα εἶναι τὸ «ἀριστοκρατικὸν» ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς ἐξουσίας τῶν ἀρίστων. «Μία κοσμοθεωρία, παρετήρει ὁ A. Hitler, ἥτις, ἀποκρούουσα τὴν δημοκρατικὴν ἰδέαν, προσπαθεῖ νὰ παραδώσῃ τὴν γῆν εἰς τὸν ἄριστον λαόν, ἤτοι εἰς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἵστανται ὑψηλότερον τῶν ἄλλων, ὀφείλει λογικῶς νὰ ὑπακούῃ προκειμένου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου εἰς τὸ ἴδιον ἀριστοκρατικὸν ἀξίωμα καὶ νὰ ἐξασφαλίζῃ εἰς τὰς καλλιτέρας κεφαλὰς τὴν διεύθυνσιν καὶ ἀνωτάτην ἐπιρροὴν ἐπὶ τοῦ ἐν λόγῳ λαοῦ. Ἡ ἐξουσία ἑδράζεται οὕτω οὐχὶ ἐπὶ τῆς ἰδέας τῆς πλειοψηφίας, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῆς προσωπικότητος». Τὸ καλλίτερον πολίτευμα εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο, ποὺ φέρει μετ᾿ ἀπολύτου ἀσφαλείας τὰς «καλλιτέρας κεφαλὰς» ἑνὸς λαοῦ εἰς τὴν ἐξουσίαν, ὡς τοιαῦται δὲ θεωροῦνται ὄχι τόσον αἱ κατάφορτοι ἀπὸ γνώσεις, ὅσον κυρίως αἱ πλαισιούμεναι ἀπὸ ἀνωτέραν ἠθικὴν – πάντοτε ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς «ἐθνικῆς», οὐχὶ τῆς «ἀνθρωπίνης» ἠθικῆς, ὑγιὲς ἔνστικτον, ἐνεργητικότητα τόλμην. Αὐτὰς τὰς καλλιτέρας κεφαλὰς ἐζήτει ὁ ἐθνικοσοσιαλισμὸς νὰ ἀνεύρῃ ὁπουδήποτε καὶ ἂν εὑρίσκοντο καὶ νὰ ἐξάρῃ εἰς τὴν ἐμπρέπουσαν θέσιν. Τὰ «κοινοβούλια» ἐθεωροῦντο ἀναγκαῖα, ἀλλὰ μόνον ὡς συμβουλευτικὰ σώματα παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν ὑπευθύνων κυβερνητῶν, μὴ λαμβάνοντα κατὰ πλειοψηφίαν ἀποφάσεις. Ὅπου καὶ ὅταν κατίσχυεν εἰς τὸν κόσμον ἡ δημοκρατικὴ ἀρχὴ τῆς κατὰ πλειοψηφίαν ἀποφάσεως, αἱ περίοδοι αὗται χαρακτηρίζονται ὡς περίοδοι παρακμῆς καὶ καταπτώσεως τῶν λαῶν καὶ τῶν κρατῶν. Κατὰ τὸν A. Hitler, ἕκαστος λαὸς θὰ ἠδύνατο νὰ κατανεμηθῇ ἀπὸ «ἠθικῆς» ἀπόψεως εἰς τρεῖς βασικὰς τάξεις: α’) τὴν ὀλιγάνθρωπον τάξιν, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους, τοὺς συγκεντροῦντας τὰς μεγαλυτέρας «ἀρετάς», ἰδίως θάρρος καὶ αὐτοθυσίαν, β’) τὴν τάξιν τῶν χειροτέρων ἀνθρωπίνων ἀπορριμμάτων, ποὺ συγκεντροῦν ἀκράτους ὅλας τὰς ἐγωϊστικὰς ὁρμὰς καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, καὶ γ’) τὴν πολυπληθῆ τάξιν ποὺ ἵσταται μεταξὺ τῶν δύο ἄκρων, παρὰ τῇ ὁποίᾳ δὲν ἀπαντᾷ οὔτε ἡρωϊκή, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ κακοποιὸς διάθεσις. (Παράβαλε σχετικῶς “Οἰακισμοὺς (12)”, https://www.armahellas.com/?p=13326 ) Ἡ μεγάλη ἀκμὴ τῶν κρατῶν συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοδον εἰς τὴν ἐξουσίαν τῆς πρώτης τάξεως, ἡ μετρία ὁμαλὴ ἐξέλιξίς των ἤ κατὰ τὰς περιστάσεις ἡ στασιμότης των συμπίπτει μὲ τὴν κατίσχυσιν τῆς τρίτης τάξεως, τέλος ἡ κατάρρευσις ἑνὸς λαοῦ ἀκολουθεῖ μοιραίως τὴν κατίσχυσιν τῆς δευτέρας τάξεως.

Ἐκ τοῦ ἔργου
«Ἡ κοινωνικὴ οἰκονομικὴ ἐν τῆ ἱστορικῇ της ἐξελίξει»
(1950), ὑπὸ Δημοσθένους Στεφανίδου