Ἰωνικὰ ἀναλογίσματα, ὑπὸ Ἴωνος Φιλίππου[11]

 

Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ

 

Δαρβίνος: “Αν μπορούσε να αποδειχθεί, ότι υπάρχει κάποιο όργανο

που δεν θα έχει σχηματισθεί από πολυάριθμες,

διαδοχικές, μικρές σωρευτικές τροποποιήσεις,

η θεωρία μου θα κατέρρεε ολοσχερώς”.

Νόμος του Μέντελ: “Τα κληρονομικά χαρακτηριστικά μεταβιβάζονται

αποκλειστικώς διά μέσου διακριτών, ασυνεχών

και απολύτως αμεταβλήτων δομικών στοιχείων του γενετικού υλικού”.

(Τα δομικά αυτά στοιχεία απεκλήθησαν γονίδια)

Νόμος του Ντε Βρις: “Η μετάλλαξη δεν είναι αποτέλεσμα πολυάριθμων, διαδοχικών, μικρών σωρευτικών τροποποιήσεων,

αλλά ενός γενετικού άλματος που λαμβάνει χώρα εντός του γονιδίου

και ούτω πως μεταβάλλει ριζικά τα χαρακτηριστικά αυτού,

τα οποία εκείθεν κληροδοτούνται αμετάβλητα στους απογόνους”.

Δεδομένου, ότι ο Μέντελ προηγείται μόλις και ο Ντε Βρις έπεται αμέσως του Δαρβίνου, ιδού πώς ο Δαρβινισμός

απεβίωσε σχεδόν ταυτόχρονα με τον ιδρυτή του.

Η Βιολογία ως επιστήμη θεμελιώθηκε επί του ερευνητικού έργου τεσσάρων πρωτοπόρων φυσιοδιφών του ΙΘ΄ αιώνα. Του Γάλλου κόμητος ντε Λαμάρκ, του Αυστριακού αββά Μέντελ, του Άγγλου Καρόλου Δαρβίνου και του διαδόχου αυτού, Τόμας Χάξλεϋ. Σημαίνουσα συμβολή έχουν ωσαύτως ο Γερμανός βιολόγος και φιλόσοφος Έρνστ Χαίκκελ, ιδρυτής του φιλοσοφικού μονισμού και ο Άγγλος κοινωνικός στοχαστής Χέρμπερτ Σπένσερ, φερόμενος ως ο θιασώτης του λεγομένου Κοινωνικού Δαρβινισμού. Εξ όλων των ανωτέρω, ο Μέντελ είναι ο μέγας επαναστάτης της βιολογίας, ο οποίος διατυπώνοντας τους Νόμους της Κληρονομικότητος, έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης επιστήμης της Γενετικής. Εν τούτοις, το έργο του παραθεωρήθηκε παραμένοντας στην σκιά του Δαρβινισμού επί μισόν αιώνα μέχρις της αποκαλύψεώς του από τον Ντε Βρις και άλλους βιολόγους ερευνητές.

Πρώτος ο Λαμάρκ στις απαρχές του ΙΘ΄ αιώνα διατύπωσε εικασίες περί μιας φυσικής διαδικασίας κληρονομικής διαδοχής των γενών και των ειδών, ισχυριζόμενος ότι η Ζωή εν γένει εξελίσσεται δια της κληρονομησιμότητος των λειτουργικά ζωτικών επικτήτων χαρακτηριστικών των ατόμων από γενεάς εις γενεά. Ο Λαμάρκ πίστευε ότι μια ζωτική δύναμη ωθεί τους οργανισμούς να προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους, κληροδοτώντας τους επίκτητους χαρακτήρες στους απογόνους, ήτο τουτέστιν υλοζωιστής. Η πεποίθηση του Λαμάρκ ότι το περιβάλλον επιδρά επί της κληρονομικότητος δια της τροποποιήσεως των γενετικών χαρακτηριστικών ονομάσθηκε Περιβαλλοντισμός ή επί το φιλοσοφικότερον, από τον Χαίκκελ, Μεταμορφισμός και απετέλεσε την δεσπόζουσα βιολογική αρχή, η οποία υιοθετήθηκε ακρίτως από τους εκπροσώπους του φιλοσοφικού υλισμού, του θετικισμού και του ωφελιμισμού, ως η ακραιφνώς επιστημονική, καθότι αντι-μεταφυσική, αντι-θεολογική και εν γένει αντι-δογματική θεωρία, που ευθυγραμμίζετο απολύτως προς την κρατούσα νευτώνεια, αιτιοκρατική, φυσική επιστήμη, όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί από τους μεγάλους μαθηματικούς και φυσικούς του ΙΗ΄ αιώνα, Λαπλάς, Φουριέ, Λαβουαζιέ, Καρνό, καθώς και τους Philosophes του Διαφωτισμού.

 

Λαμαρκιστές υπήρξαν, παρά τα περί του αντιθέτου και εκ των υστέρων λεγόμενα όταν ο λαμαρκισμός κατέρρευσε, όλοι οι μεγάλοι φυσιοδίφες του ΙΘ΄ αιώνα, των Δαρβίνου, Χάξλεϋ, Σπένσερ, Χαίκκελ συμπεριλαμβανομένων. Το οριστικό πλήγμα στον λαμαρκισμό κατέφεραν τα πειράματα του Weismann το 1885 διά των οποίων κατεδείχθη η βιολογική-γενετική απαγορευτική αρχή της κληρονομησιμότητας των επικτήτων χαρακτηριστικών. Εκείθεν, οι εν συνεχεία αποκαλυφθέντες Νόμοι του Μέντελ απέδειξαν τελεσιδίκως και αναντιστρέπτως, ότι τα επίκτητα χαρακτηριστικά των ειδών ΔΕΝ είναι κληρονομήσιμα στους απογόνους. Εν τω μεταξύ ωστόσο, είχε ήδη ανατείλει το άστρο του Δαρβίνου.

Ο Δαρβίνος, έντιμος και υποδειγματικός επιστήμων φυσιοδίφης, κατέγραψε καταλεπτώς τα ευρήματα από την επί δύο δεκαετίες μελέτη των φυτικών και ζωικών ειδών των νήσων Γκαλαπάγκος, στα δύο περιώνυμα έργα του: Την “Καταγωγή των Ειδών” και την “Καταγωγή του Ανθρώπου”. Με βάση τα ευρήματα αυτά διετύπωσε για πρώτη φορά στην Ιστορία την επαναστατική όσο και ριζικά ανατρεπτική θεωρία περί Κοινής Καταγωγής και Εξελικτικής Συνέχειας όλων των γήινων οργανισμών τόσο του φυτικού όσον και του ζωικού βασιλείου από την εμφάνιση της Ζωής έως και σήμερα βάσει της διαδικασίας της Φυσικής Επιλογής, μέσω μιας πολυκλαδικής, πλην ενιαίας και ομοιομερούς εξελικτικής αλύσου των Ειδών, που εκκινεί από το βακτήριο και εξικνείται έως τον Άνθρωπο, που είναι ο κορυφαίος κρίκος της αλύσου αυτής. Η δαρβινική θεωρία, έκτοτε αποκληθείσα Δαρβινισμός, καθαίρεσε κάθε θεολογική και μεταφυσική ερμηνεία του Ανθρώπου θεμελιωμένη στην Βιβλική Δημιουργία, σύμφωνα με την οποία όχι μόνον ο Άνθρωπος, αλλά και κάθε Είδος επί γης δημιουργήθηκε εφ᾿  άπαξ αυτοτελώς και αναλλοιώτως από τον Θεό. Τοιουτοτρόπως, ο Δαρβινισμός απετέλεσε το θεμέλιο επί του οποίου οικοδομήθηκε η υλιστική και φυσιοκρατική επιστήμη και φιλοσοφία του ΙΘ΄ αιώνος, σύμφωνα με το κρατούν πνεύμα της εποχής, όπως αυτό κληρονομήθηκε από τους ΙΖ΄ και ΙΗ΄ αιώνες. Εν τούτοις ο Δαρβίνος, έντιμος ως προελέχθη και σχολαστικός ερευνητής, αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε ερμηνεία της Προέλευσης και Καταγωγής της Ζωής, ένεκα της πλήρους απουσίας γεωλογικών και βιολογικών δεδομένων. Όντας ο ίδιος ντεϊστής, απέδωσε την πρώτη πράξη Δημιουργίας της Ζωής στον Θεό σύμφωνα με την βιβλική αναφορά. Προς τούτο ορθώς απεκάλεσε την θεωρία του Θεωρία της Εξέλιξης και ουχί της Προέλευσης της Ζωής, διότι η εξέλιξη προϋποθέτει δίχως να ερμηνεύει την ύπαρξη της ζωής. Την επιστημονική εντιμότητα του Δαρβίνου παραβίασαν κατάφορα οι κληρονόμοι αυτού, οι οποίοι με πρωτοστατούντα τον Χάξλεϋ και εκείθεν άπαντες τους υλιστές δαρβινιστές βιολόγους συμπλήρωσαν με ιδεολογικούς κρίκους αμφίβολης επιστημονικότητος την βασισμένη σε βιολογικά και γεωλογικά ευρήματα Θεωρία της Εξέλιξης, με την κρατούσα έως σήμερα ολοτελώς ατεκμηρίωτη και έωλη Εικασία περί Καταγωγής και Προέλευσης της Ζωής απ’ ευθείας από την ανόργανη, άβια ύλη.  

Ο Δαρβινισμός ή άλλως Εξελικτική Βιολογία διακηρύττει στεντορείως, ότι όλα τα είδη της οργανικής ζωής κατάγονται από άλλα είδη και αυτά από πρότερα, ώστε όλες οι ζωικές και φυτικές μορφές, ολότελα διαφορετικές σήμερα από τις παλαιότερες, ανάγονται εν τούτοις σε μια και μόνη μορφή ζωής που υπήρξε ο κοινός τους πρόγονος και ανεφύησαν εξ αυτής δια μέσου μιας εξελικτικής διαδικασίας και της αντιστοίχου φυσικής επιλογής, που συνίσταται στην επικράτηση εκείνης της ποικιλίας των απογόνων, οι οποίοι είναι βιολογικά προδιατεθειμένοι προς την βέλτιστη περιβαλλοντική προσαρμογή. Το μοναδικό αποδεικτικό υλικό της εξελικτικής βιολογίας είναι τα ευρήματα των παλαιοντολογικών γεωλογικών κοιτασμάτων, όπου αποτυπώνονται οι κρίκοι της εξελικτικής βιολογικής αλύσου τόσο των φυτικών, όσο και των ζωικών οργανισμών. Εν τούτοις τα ευρήματα αυτά των μακρών γεωλογικών περιόδων, που δεν είναι παρά απολιθώματα φυτικών και ζωικών μορφών του απώτατου παρελθόντος, είναι τόσον ελλιπή, ώστε οι ενδιάμεσοι ελλείποντες κρίκοι της πολυκλαδικής και πολυπλόκαμης εξελικτικής αλύσου που επιχειρούν να ιχνηλατήσουν οι βιολόγοι είναι πολλαπλασίως πολλαπλάσιοι των ήδη ευρεθέντων. Η επιχειρηματολογία είναι αξιoπρόσεκτη πλην επιστημονικώς έωλη: Ο τεράστιος αριθμός των ενδιαμέσων ποικιλιών χάθηκε στα ατελή γεωλογικά χρονικά. Οι ενδιάμεσοι κρίκοι δεν δύνανται να ανακαλυφθούν και το κενό οφείλεται στην εξαφάνιση των υβριδικών μορφών δεδομένου, ότι το προτσές της φυσικής επιλογής τείνει συνεχώς να εξαλείφει τα υβρίδια. Η εξέλιξη είναι η δίχως άλματα βαθμιαία συσσώρευση μικρών γονιδιακών μεταβολών που οφείλονται σε τυχαίες μεταλλάξεις οι πλείστες των οποίων εκφυλίζονται, αλλά οι ελάχιστες επικρατούσες, κληρονομούμενες στους απογόνους, δημιουργούν διά των μεσολαβουσών μακρών γεωλογικών περιόδων τα νέα είδη. Εντός του είδους, τα μέλη συγκεκριμένων απομονωμένων πληθυσμών δεν μπορούν να ανταλλάξουν γονίδια με έτερους πληθυσμούς λόγω γεωγραφικών ηθμών και κλιματικών διαφορών. Ούτω πως η φυσική επιλογή τείνει αενάως στην δημιουργία των νέων ποικιλιών, τουτέστιν των ενδοειδικών φυλών και γενών. Τοιουτοτρόπως, άπαντες οι οργανισμοί έχουν κοινή προέλευση και εξελίσσονται στον χρόνο, ώστε διατρέχοντας την εξελικτική άλυσο στα 4 δις έτη ζωής της γης εκκινώντας από τους ιούς και τα βακτήρια των ορυκτών απολήγουν στον άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι παρά ο κορυφαίος κρίκος, που ούτω πως έχει στενή εξελικτική συγγένεια με τους μεγάλους πιθήκους, χιμπατζήδες και γορίλες. Ώστε άνθρωπος και πίθηκος έχουν ένα άγνωστο κοινό πρόγονο, ο οποίος, σύμφωνα με το ανελικτικό σχήμα της εξέλιξης, δεν ήταν και αυτός παρά πίθηκος! Ο κλάδος στον οποίο ανήκουμε ως άνθρωποι διαχωρίστηκε από τους πιθήκους 6-8 εκατομμύρια χρόνια πριν από την εποχή μας και πρωτοεμφανίστηκε πού αλλού; Στην Αφρική. Όθεν, όπως πρώτος απεφάνθη ο Χάξλεϋ, ο σημερινός άνθρωπος,  ο homo sapiens, δεν είναι παρά ένας πίθηκος δίχως τρίχωμα. Ο Χάξλεϋ και οι όμοιοι του εξελικτικοί βιολόγοι που φθάνουν έως και την εποχή μας, πιστεύοντας ότι κατάγονται από τον πίθηκο, ασφαλώς κατάγονται από τον πίθηκο. Εμείς όμως ΟΧΙ!

Μια σειρά από πολύ σοβαρά επιστημονικά ερωτήματα θέτει εν αμφιβόλω το ανωτέρω συναρπαστικό αφήγημα της εξελικτικής βιολογίας, η οποία καίτοι ένα και πλέον αιώνα έκτοτε ουδεμία πειστική απάντηση προσκομίζει, επιμένει στις έωλες βεβαιότητές της.

Το πρώτο και κρίσιμο ερώτημα είναι και το λογικά απλούστερο. Αν τα είδη κατάγονται από άλλα είδη μέσω τυχαίων σωρευτικών γενετικών αλλαγών που δημιουργούν ενδιάμεσες μεταβατικές (υβριδικές) μορφές, γιατί δεν βλέπουμε στις ημέρες μας παντού αυτές τις αναρίθμητες υβριδικές μορφές, αλλά αντιθέτως η ποικιλομορφία των φυσικών οργανισμών εξαντλείται σε αυτοτελή, σταθερά και πλήρως διαμορφωμένα είδη με ενδιάμεσες μόνον τις ενδοειδικές μορφές των φυλών και των γενών και ουχί τις εξωειδικές υβριδικές ποικιλίες; Αντίθετα διαπιστώνουμε ότι η φύση προφυλάσσει σθεναρά το είδος από τον υβριδικό εκφυλισμό του, ώστε ακόμη και τα διακριτά είδη που δύνανται να διασταυρωθούν επιτυχώς γεννούν στείρους απογόνους, όπως επί παραδείγματι ο όνος και ο ίππος.

 

Το δεύτερο αναπάντητο ερώτημα έχει σχέση με την παλαιοντολογία και αφορά την λεγόμενη έκρηξη της Καμβρίου περιόδου. Πράγματι, κατά την γεωλογική αυτή περίοδο προ 500 εκατ. ετών διαπιστώνεται από τα ευρήματα μια πραγματική έκρηξη νέων ειδών, ολόκληρων κλάδων φυτικών και ζωικών μορφών, την εμφάνιση των οποίων δια μέσου της βραδείας εξελικτικής διαδικασίας των τυχαίων σωρευτικών μεταλλάξεων απαγορεύει το σχετικά βραχύ εύρος διάρκειας της εν λόγω γεωλογικής περιόδου. Η εξελικτική βιολογία σιωπά αιδημόνως.

 

Εκεί ωστόσο όπου η εξελικτική βιολογία από επιστήμη εκπίπτει σε άγονη δοκησισοφία είναι η εξακολουθητική επίκληση του Κοινού Προγόνου ως ελλείποντος κρίκου, αντί μιας επιστημονικής ερμηνείας της Εξέλιξης ουχί μόνον από το ένα είδος στο έτερο αλλ᾿  ακόμη και της ενδοειδικής διαφοροποίησης από ένα γένος σε ένα άλλο. Ας αναφέρουμε μερικά απλά παραδείγματα. Αν ο Νεάντερταλ και ο Homo Sapiens ”έχουν κοινό πρόγονο ηλικίας τουλάχιστον 300.000 ετών”, πώς ακριβώς από αυτόν τον κοινό πρόγονο απεσχίσθησαν οι δύο κλάδοι; Γιατί ο ένας κλάδος έμεινε απολύτως ανεξέλικτος μέχρι τον αγνώστου αιτιολογίας αφανισμό του (Νεάντερταλ) πριν 30 χιλ. έτη, ενώ ο έτερος (Homo Sapiens) δημιούργησε ακριβώς τα τελευταία 30 χιλ. έτη τον πολιτισμό; Από ποιο Κοινό Πρόγονο και βάσει ποιας βιολογικής και δη γενετικής ακολουθίας απεσχίσθησαν και αποκρυσταλλώθηκαν ως ανθρώπεια γένη ο άνθρωπος του Γκριμάλντι (νεγροειδής), ο ανώτερος Τσουκουτιέν (μογγολοειδής) και ο Κρο-Μανιόν (καυκασοειδής); Πώς από ένα Κοινό Πρόγονο χρώματος καφέ ή τεφρού απόλυτα προσαρμοσμένου στην εύκρατη ζώνη του βόρειου πόλου, εξελίχθηκε η λευκή πολική άρκτος, όταν η κλιματική αλλαγή δημιούργησε στους πόλους περιβάλλον αρκτικών συνθηκών ή αντιστρόφως; Η απάντηση του Δαρβινισμού είναι στερεότυπη όσο και γενικόλογα αντι-επιστημονική: Δια μέσου τυχαίων διαφορικών σωρευτικών μεταβολών που επικράτησαν στους απογόνους μέσω της φυσικής επιλογής και των μακρών γεωλογικών περιόδων.

 

Η εξελικτική βιολογία περιέρχεται σε απόλυτο αδιέξοδο όταν επιχειρεί την ερμηνεία της ανθρώπινης νοημοσύνης και συνείδησης εν συγκρίσει προς τις εγκεφαλικές λειτουργίες των ανώτερων πρωτευόντων θηλαστικών και δη των πιθήκων. Ο Δαρβίνος υπήρξε πιο έντιμος από τους κληρονόμους του. Ας τον ακούσουμε: “Γιατί οι πίθηκοι δεν έχουν ανεπτυγμένη νοημοσύνη σαν τον άνθρωπο; Πρόκειται για ένα ερώτημα που δεν μπορούμε να του δώσουμε απάντηση παρά επικαλούμενοι γενικές αιτίες. Η άγνοιά μας πράγματι σχετικά με τις διαδοχικές φάσεις που πέρασε κάθε πλάσμα στην ανάπτυξη του είναι τόσο απόλυτη που θα ήταν παράλογο να περιμέναμε κάτι πιο συγκεκριμένο”.

Ενώ οι πραγματικές διαφορές ανάμεσα στους εγκεφάλους του ανθρώπου και των ανωτέρων πιθήκων είναι κατά τους εξελικτικούς βιολόγους πρακτικά μηδαμινές, η διαφορά ανάμεσα στην νοητική ικανότητα του ανώτατου πιθήκου και του κατώτατου αγρίου ανθρώπου είναι χαώδης. Σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία των διαφορικών σωρευτικών μεταβολών, η κλίμακα νοημοσύνης μεταξύ ανωτέρων πιθήκων και ανθρώπου θα όφειλε να είναι Συνεχής, άνευ Άλματος. Εν τούτοις είναι Ασυνεχής, με ενδιάμεσο Άλμα χαοτικών διαστάσεων! Μάλιστα οι πίθηκοι δεν εξελίσσονται κοινωνικά, διότι παραμένουν δέσμιοι του ενστίκτου.

 

Αντίθετα η εμπειρία του ανθρώπου είναι  δημιουργική και όχι ενστικτώδης: Δεν προσαρμόζεται, αλλά προσαρμόζει το περιβάλλον. Ο ίδιος ο Δαρβίνος δεν συγχέει όπως οι κληρονόμοι του τις έξεις και τις δεξιότητες με τον Λόγο. Ας τον ακούσουμε εκ νέου: “Δεν μπορούμε να μελετήσουμε όλες τις μεταμορφώσεις που μεσολαβούν μεταξύ ανώτερου ζώου και πολιτισμένου ανθρώπου. Εν τούτοις, οι έξεις, τείνουν να αποβούν κληρονομικές ωστόσο, αυτό δεν είναι συμπέρασμα αλλά υπόθεση”. Αναφορικά με τις ενδο-ανθρώπειες διαφοροποιήσεις ο Δαρβίνος διαπιστώνει: “Από όσα εκθέσαμε βγαίνει το συμπέρασμα πως οι εξωτερικές χαρακτηριστικές διαφορές ανάμεσα στις ανθρώπινες φυλές δεν μπορούν να εξηγηθούν ικανοποιητικά ούτε με την άμεση ενέργεια των συνθηκών ζωής ούτε με τα αποτελέσματα της αδιάκοπης χρήσης των μερών ούτε με την αρχή της συσχέτισης. Ώς εδώ δεν καταφέραμε να εξηγήσουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις ανθρώπινες φυλές”. Τοιουτοτρόπως αποδέχεται εκ προοιμίου την κληρονομική μεταβίβαση των νοητικών ικανοτήτων από γενεά σε γενεά, υποκείμενη εν τούτοις στην φυλετική διάκριση και διαφοροποίηση. Τέλος, υποκύπτοντας στον περιβαλλοντισμό της εποχής του καταλήγει: “Οι σημερινές γνώσεις μας δεν μας επιτρέπουν να εξηγήσουμε τις διαφορές χρώματος μεταξύ των φυλών και των φύλων από την άμεση επίδραση του κλίματος, δεν πρέπει ωστόσο να αψηφήσουμε ολότελα τον τελευταίο αυτό παράγοντα, γιατί υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε πως μπορούμε να του αποδώσουμε ορισμένα κληρονομικά αποτελέσματα”.

 

Ακριβώς στο μεταίχμιο του ΙΘ΄ προς τον Κ΄ αιώνα εμφανίστηκε ο δεύτερος επαναστάτης της βιολογίας μετά τον Μέντελ, ο ντε Βρις. Ο ντε Βρις αφ’ ενός απεκάλυψε στην παγκόσμια κοινότητα τους παραθεωρημένους νόμους του Μέντελ, αφ’ ετέρου διατύπωσε τον δικό του ομώνυμο νόμο περί Γενετικών Μεταλλάξεων. Τι λέγουν εν συνόψει οι βιολογικοί νόμοι των Μέντελ-ντε Βρις;

  • Τα κληρονομικά χαρακτηριστικά μεταβιβάζονται αποκλειστικώς διά μέσου διακριτών, ασυνεχών και απολύτως αμεταβλήτων δομικών στοιχείων του γενετικού υλικού. Τα δομικά αυτά στοιχεία απεκλήθησαν γονίδια.
  • Η μετάλλαξη δεν είναι αποτέλεσμα πολυάριθμων, διαδοχικών, μικρών σωρευτικών τροποποιήσεων αλλά ενός γενετικού άλματος, που λαμβάνει χώρα εντός του γονιδίου και ούτω πως μεταβάλλει ριζικά τα χαρακτηριστικά αυτού, τα οποία εκείθεν κληροδοτούνται αμετάβλητα στους απογόνους.

Έτσι, η επανάσταση της Βιολογίας στην αυγή του Κ΄ αιώνα έθεσε οριστική ταφόπλακα στον δαρβινισμό. Εν τούτοις οι αμετανόητοι δαρβινιστές, μη αναγνωρίζοντας την ριζική διάσταση της νέας θεωρίας προς την παλαιά, προσάρμοσαν λεκτικά το πτώμα του δαρβινισμού στα νέα συντριπτικά επιστημονικά δεδομένα, αλλάζοντας απλώς την έκφραση “τυχαίες σωρευτικές μεταβολές” με την έκφραση “τυχαίες γενετικές μεταλλάξεις” και ούτω πως συνέχισαν απτόητοι την πορεία τους μέσα από το καινοφανές αντι-επιστημονικό ρεύμα του νεο-Δαρβινισμού που κατατρύχει την επιστήμη έως τις ημέρες μας. Γεννάται όθεν το ερώτημα. Τι ωθεί τους νεο-Δαρβινιστές να επιμένουν πεισματικά στην αντι-επιστημονική ψευδαίσθησή τους; Απάντηση: Η ιδεολογική προκατάληψη. Οι εξελικτικοί βιολόγοι, πριν από επιστήμονες, είναι αμετανόητοι υλιστές. Οι νόμοι της Γενετικής και της Κληρονομικότητας, υπακούοντας στις αρχές που απεκάλυψε η Οντολογική Επανάσταση, δεν καταλύουν μόνο την εξελικτική βιολογία αλλά συλλήβδην τον υλισμό. Αυτά ο νεο-Δαρβινισμός. Και έπειτα ακολούθησε η Οντολογική Επανάσταση, στους κόλπους της οποίας η Κβαντική Βιολογία διεσκόρπισε τις ψευδαισθήσεις της Εξελικτικής Βιολογίας και του νέο-Δαρβινισμού σε κομμάτια και θρύψαλα.

 

Πριν περάσουμε στην νέα εποχή που σήμανε η Οντολογική Επανάσταση, θα διεξέλθουμε δι’ ολίγων την φιλοσοφικο-κοινωνική διάσταση της Εξελικτικής Βιολογίας, παραθέτοντας τις από αιώνος και πλέον παρωχημένες αλλά εν τούτοις σημαντικές για την ιστορία πεποιθήσεις των δύο ετέρων σημαντικών συντελεστών της, του Έρνστ Χέκκελ και του Χέρμπερτ Σπένσερ.

Ο Χέκκελ είναι ο ιδρυτής της υλιστικής φιλοσοφικής θεωρίας του Μονισμού, η οποία διατείνεται ότι αποτυπώνει την επιστημονικά ακριβή γνώση της αλήθειας. Ο Μονισμός διακηρύττει την συμπαντική κυριαρχία ενός Κλειστού Εμμενούς φιλοσοφικού Συστήματος, το οποίο περικλείει την αλήθεια του, που ταυτίζεται με την διηνεκώς κατακτώμενη επιστημονική γνώση. Ο Χέκκελ επιχειρεί μια μηχανιστική, λαπλασιανή ερμηνεία της γένεσης του Κόσμου και της Ζωής, αποδεχόμενος αξιωματικά όλες τις θέσεις της λαμαρκιανής εξελικτικής βιολογίας. Ομιλεί με θαυμασμό για την αμοιβαία επίδραση κληρονομικότητος και περιβάλλοντος, καθώς και την εξελικτική μετάβαση από την ανόργανη ύλη στην ενόργανη ζωή. Είναι εκείνος που μετονομάζει επί το φιλοσοφικότερον τον Περιβαλλοντισμό σε Μεταμορφισμό. Σύμφωνα με την υλιστική πεποίθησή του ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο, η δε συνείδηση δεν είναι παρά η λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, δηλονότι μορφή νευρικής ενέργειας. Η διατήρηση της Υλοενέργειας είναι η αθανασία της ουσίας. Το σύμπαν είναι μηχανιστικό σύμφωνα με την ουράνια μηχανική του Λαπλάς, ο μηχανισμός είναι η μοναδική εξήγηση όλων των φαινομένων. Ένας γιγάντιος μαθηματικός τύπος θα μπορούσε να ερμηνεύσει την εξέλιξη του σύμπαντος από την αρχή του μέχρι σήμερα: Τούτο αποδεικνύει την αλήθεια του Μονισμού! Εν τούτοις, μέσα στον υπερφίαλο εγωισμό της ενόρασής του, την οποία σκόρπισε σε κομμάτια και θρύψαλα η οσονούπω ελαύνουσα Οντολογική Επανάσταση, ο Χαίκκελ έχει ευαίσθητες φιλοσοφικές κεραίες: Ομιλεί για την συντριβή του ανθρωποκεντρισμού και του γεωκεντρισμού!

Σημαντικά σπουδαιότερη για τις κοινωνικές και πολιτικές της αναφορές και συνέπειες υπήρξε η πολυπλόκαμη και πολυτάλαντη μορφή του Χέρμπερτ Σπένσερ. Ο Σπένσερ δεν υπήρξε καν επιστήμονας αλλά ιδιοφυής κοινωνικός στοχαστής που συνδύασε όλες τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του. Ο Σπένσερ προηγήθηκε του Δαρβίνου, την θεωρία του οποίου εκ των υστέρων απομάστευσε, πλάθοντας ένα μεγαλειώδες θεωρητικό οικοδόμημα, άξονας του οποίου είναι ο λεγόμενος Κοινωνικός Δαρβινισμός. Η κατάρρευση της πολιτικο-κοινωνικής θεωρίας του Σπένσερ συμβολίζει ακριβώς το τέλος εποχής της Επιστημολογίας. Ένεκα της σπουδαιότητος του Σπένσερ ως κοινωνικού στοχαστή, η αναλυτική παρουσίαση της θεωρίας του εξετάζεται στο οικείο κεφάλαιο της Κοινωνιολογίας, λαμβανόμενης ως της κοινωνικής έκφανσης της Επιστημολογίας.