Τὰ βασικὰ ῥεύματα τοῦ Μαρξισμοῦ: Ἡ “Σχολὴ τῆς Φρανκφούρτης”

Βιώνοντας και παρατηρώντας την τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δυτική Ευρώπη, ένα βασικό ερώτημα που σίγουρα έχει απασχολήσει τους υγιώς σκεπτόμενους Ευρωπαίους αφορά την προέλευση του απύθμενου μίσους προς τις δυτικές κοινωνίες, τον δυτικό πολιτισμό, τον δυτικό άνθρωπο που επιδεικνύει η διαφόρων αποχρώσεων αριστερά. Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον μάλιστα το γεγονός ότι το μίσος αυτό είναι πολλαπλασίως μεγαλύτερο ανάμεσα στα διάφορα ρεύματα της “προοδευτικής” “ανανεωτικής”, γνωστής και ως “ροζ” αριστεράς, καθώς και σε αναρχικού τύπου περιθωριακές ομάδες, συγκριτικά με τα όποια λίγα κόμματα ή μεμονωμένα άτομα είναι προσκολλημένα στον ορθόδοξο μαρξισμό. Το ερώτημα σχετικά με το μίσος της αριστεράς είναι ακόμα πιο φλέγον στην χώρα μας, καθώς η παρακμή του πολιτικού συστήματος που επιταχύνθηκε ραγδαία κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης έφτασε στο σημείο μηδέν, δηλαδή στην επίσημη παράδοση της εξουσίας στην αριστερά μέσῳ “δημοκρατικών διαδικασιών”.

Είναι γεγονός ότι ο μαρξισμός από την φύση του αποτελεί μια καταστροφική δύναμη, μιας και τα δογματικά αξιώματα πάνω στα οποία έχει οικοδομηθεί η θεωρία του έρχονται σε σύγκρουση με την ίδια την φύση, οπότε οποιαδήποτε (ούτως ή άλλως ανέφικτη) προσπάθεια εφαρμογής του είναι αναπόφευκτο να οδηγήσει στην καταστροφή. Επίσης είναι γεγονός ότι τα πρωτογενή δόγματα του μαρξισμού βασίζονται στην καλλιέργεια του μίσους στις μάζες (απέναντι στην αστική τάξη, στην πλουτοκρατία, στα έθνη κ.λπ.). Τέλος είναι γεγονός ότι τα άτομα που συντάσσονται με την αριστερά είναι στην πλειονότητά τους είτε συμπλεγματικά προβληματικά άτομα χαμηλής αυτοεκτίμησης, με ένα σημαντικό ποσοστό τους να παρουσιάζει από ελαφρές έως και ιδιαίτερα βαρειές ψυχικές παθήσεις, είτε άτομα χαμηλής νοημοσύνης, που είναι εύκολο να προσηλυτισθούν σε οποιαδήποτε φανατική ιδεολογία ή θρησκεία. Αυτοί οι παράγοντες είναι αρκετοί για να δικαιολογήσουν το αρχετυπικό μίσος της αριστεράς προς τους αστούς και τους «καπιταλιστές» μεταξύ άλλων αλλά το φαινομενικώς παράδοξο είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες με ραγδαίως επιταχυνόμενο ρυθμό το μίσος της “ροζ” αριστεράς, που πλέον αποτελεί την κυρίαρχη μορφή της, στρέφεται εναντίον των ίδιων εκείνων λαϊκών στρωμάτων, τα οποία παλαιότερα αποτελούσαν το θεοποιημένο προλεταριάτο! Για να το διαπιστώσει αυτό κανείς, αρκεί να αναλογισθεί ποια είναι τα κοινωνικά στρώματα που εισπράττουν τον χλευασμό, την απαξίωση, την κατασυκοφάντηση, την εχθρότητα, το επιθετικό μίσος των αριστερών όταν τολμούν να αντιτίθενται στην “ενσωμάτωση” στις γειτονιές και στα σχολεία τους των αφηνιασμένων αφροασιατών, που η αριστερά και οι παρασκηνιακοί της συστημικοί αφέντες έχουν προσκαλέσει στην Ευρώπη με στόχο την ριζική καταστροφή της. Αρκεί επίσης κάποιος να αναρωτηθεί, γιατί πλέον η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα χαρακτηρίζονται και αντιμετωπίζονται από την νομεκλατούρα της αριστεράς ως αμόρφωτες ρατσιστικές οπισθοδρομικές μάζες, ενώ μέχρι πρόσφατα ακολουθώντας το βασικό δόγμα του ορθόδοξου μαρξισμού αποτελούσαν τον αγνό και αμόλυντο πυρήνα των κοινωνιών…  

http://provocateur.gr/prisma/16509/foniades-twn-lawn-noikokyraioi

Η εξήγηση σε αυτό το φαινόμενο παραπέμπει πρώτιστα στην ιουδαϊκή ριζοσπαστική/αντιεπιστημονική „Νέα Ανθρωπολογία“ του Franz Boas στις ΗΠΑ και στην επίσης ιουδαϊκή “Σχολή της Φρανκφούρτης”. Ο όρος “Σχολή της Φρανκφούρτης” αναφέρεται σε ένα αναθεωρητικό ρεύμα του μαρξισμού που αναδύθηκε στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και συνέχισε την ύπαρξή του μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Π.Π. Αν και πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για την  Σχολή της Φρανκφούρτης και φυσικά για τον Μαρξισμό γενικότερα, μια από τις πλέον εμπεριστατωμένες μελέτες τους συνεχίζει να είναι το μνημειώδες έργο του Λέζεκ Κολακόφσκι (Leszek Kolakowski) «Τα βασικά ρεύματα του Μαρξισμού: Η προέλευση, η ανάπτυξη, και η διάλυσή του» (Main Currents of Marxism: Its Origins, Growth and Dissolution), μία τρίτομη λεπτομερής μελέτη του μαρξισμού συνολικώς, που εκδόθηκε στα Πολωνικά το 1976 και στα Αγγλικά το 1978. Ο Κολακόφσκι ήταν πολωνικής καταγωγής φιλόσοφος και συγγραφέας ο οποίος, αν και στα νεανικά του χρόνια είχε ενταχθεί στο εργατικό/κομμουνιστικό κόμμα Πολωνίας, αργότερα  αποκήρυξε πλήρως τον Μαρξισμό και αφιερώθηκε στην κριτική εναντίον του. Στα “βασικά ρεύματα του Μαρξισμού” ο Κολακόφσκι παρουσιάζει  ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένα τις διάφορες εκφάνσεις του Μαρξισμού και αναδεικνύει με επιστημονικό τρόπο τα αδιέξοδα, τις αντιφάσεις και τον γενικό παραλογισμό της μαρξιστικής σκέψης, χωρίς να παρασύρεται από συναισθηματισμούς και τα γνωστά κλισέ της εποχής του ψυχρού πολέμου. Αν και το έργο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στο σύνολό του, το κεφάλαιο που αναφέρεται στην περιβόητη Σχολή της Φρανκφούρτης είναι ίσως το πλέον επίκαιρο, μιας και η άκρως διαβρωτική παραφυάδα του Μαρξισμού που έχει κυριαρχήσει στις ημέρες μας, ο λεγόμενος πολιτιστικός ή κοινωνικός Μαρξισμός, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η υλοποίηση σε μεγάλη κλίμακα των θεωριών της Σχολής της Φρανκφούρτης, όπως αυτές αναπτύχθηκαν από την δεκαετία του 20 ως και τις πρώτες δεκαετίες μετά την λήξη του Β’ Π.Π. . 

Το βασικό χαρακτηριστικό ρεύμα της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν η λεγόμενη “κριτική θεωρία” (critical theory), που πρακτικά παρουσιαζόταν μέσω της αμφισβήτησης έως και της πλήρους απόρριψης βασικών δογμάτων του ορθόδοξου Μαρξισμού. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Κολακόφσκι: “Αν και η σχολή της Φρανκφούρτης αποδεχόταν την θέση του Μαρξ σχετικά με την εκμετάλλευση και την αποξένωση του προλεταριάτου, δεν ταυτιζόταν με το προλεταριάτο, υπό την έννοια ότι δεν θεωρούσε την αντίληψη της ταξικής του υπόστασης και, ακόμα περισσότερο, τις προσταγές του κομμουνιστικού κόμματος ως νόρμες που υφίστανται a priori. H σχολή της Φρανκφούρτης επέδειξε έναν όλο και μεγαλύτερο σκεπτικισμό σχετικά με τον επαναστατικό και απελευθερωτικό ρόλο του προλεταριάτου, ώσπου τελικά και απέρριψε εντελώς αυτό το κομμάτι του μαρξιστικού δόγματος. Η “κριτική θεωρία” είναι μια αντιφατική προσπάθεια διατήρησης του Μαρξισμού χωρίς να αποδέχεται την ταύτισή του με το προλεταριάτο, χωρίς να αναγνωρίζει τα ταξικά ή κομματικά κριτήρια της αλήθειας αλλά και χωρίς να αναζητά μια λύση στις δυσκολίες που προκύπτουν όταν ο Μαρξισμός ψαλιδίζεται με αυτόν τον τρόπο. Είναι μια μερική μορφή Μαρξισμού χωρίς να προσφέρει τρόπο αντικατάστασης για τα μέρη που παραλείπει”.

Το σημείο εκκίνησης της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν λοιπόν η αμφισβήτηση και εν τέλει η απόρριψη της “θεϊκής” φύσης του προλεταριάτου, μιας και η αντίληψη της ταξικής υπόστασης του μαρξισμού δεν εθεωρείτο πλέον ως παγκόσμια σταθερά, πράγμα που σταδιακά οδήγησε στην πλήρη απαξίωσή του. Ήταν όμως η απόρριψη του βασικού δόγματος του μαρξισμού αποτέλεσμα υγιούς φιλοσοφικής σκέψης κι εξαγωγής συμπερασμάτων με βάση την παρατήρηση της πραγματικότητας ή μήπως οφειλόταν σε άλλους παράγοντες; Για βρεθεί η απάντηση, ας αναλογισθούμε ότι στις θετικές επιστήμες, σε περίπτωση που αποδεικνύονται ως άκυρα τα αξιώματα πάνω στα οποία βασίζεται μια θεωρία, δεν μπορούμε απλά να αφαιρέσουμε τα αξιώματα αυτά από την θεωρία και να συνεχίσουμε να την υποστηρίζουμε ως αληθή, αλλά επιβάλλεται η απόρριψη της θεωρίας στο σύνολό της, αφού είναι δομημένη επάνω σ᾿ εκείνα τα λανθασμένα αξιώματα. Οπότε η “κριτική θεωρία” θα έπρεπε, αν βασιζόταν σε κάποια στοιχειώδη επιστημονικότητα, όπως αναίσχυντα δήλωνε, να είχε οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση του μαρξισμού ως φιλοσοφικής θεωρίας, κάτι που εσκεμμένα δεν έκανε. Ποιοι όμως μπορεί να είναι οι παράγοντες που οδήγησαν στην αμφισβήτηση του πυρηνικού δόγματος του μαρξισμού σχετικά με το προλεταριάτο; Ας δούμε τι υπαινίσσεται ο Κολακόφσκι, αν και με ιδιαιτέρως μετριοπαθή τρόπο: “Η περίοδος ανάπτυξης της σχολής ήταν επίσης και η περίοδος ανόδου, επικράτησης και ήττας του “Ναζισμού” και, συνεπώς, πολλά από τα έργα της σχολής αναφερόταν στα σχετικά κοινωνικά και πολιτιστικά προβλήματα, όπως φυλετικά ζητήματα. Σχεδόν όλα τα βασικά μέλη της Σχολής ήταν Γερμανοεβραίοι μεσοαστοί, εκ των οποίων λίγοι μεν είχαν πολιτιστικούς δεσμούς με την εβραϊκή κοινότητα, όμως η καταγωγή τους χωρίς αμφιβολία είχε ισχυρή επίδραση πάνω στο εύρος και περιεχόμενο των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε η Σχολή”.

Αυτό που έμμεσα υποστηρίζει ο Κολακόφσκι είναι ότι η Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν μια προσπάθεια του εβραϊκού μαρξισμού της Γερμανίας για αναθεώρηση και αναπροσαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας στα δεδομένα της εποχής του Μεσοπολέμου, μιας εποχής στην οποία κυριάρχησε η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού στην Γερμανία και συναφών κινημάτων σε άλλα έθνη της Ευρώπης. Ποια ήταν όμως η σχέση εκείνη του εθνικοσοσιαλισμού με το προλεταριάτο, που επέβαλε την ανάγκη αναθεώρησης του βασικότερου δόγματος του μαρξισμού; Στο πρακτικό υλιστικό επίπεδο ο εθνικοσοσιαλισμός κατάφερε μέσα σε ελάχιστα χρόνια να αντιστρέψει την όντως ζοφερή πραγματικότητα που βίωνε η εργατική τάξη στον καπιταλιστικό κόσμο. Εκεί όπου ο κομμουνισμός απέτυχε παταγωδώς και, αντί να εξυψώσει την εργατική τάξη μέσω της υποτιθέμενης ανακατανομής του πλούτου, την καταβαράθρωσε στην απόλυτη εξαθλίωση, ο εθνικοσοσιαλισμός κατάφερε ταχύτατα και κυρίως με απλά πολιτικά μέτρα να ξεμπλέξει τον επιτηδευμένα περίπλοκο κόμπο των “οικονομικών θεωριών”, με τον οποίο είχε δέσει ο σιωνιστικός καπιταλισμός τις λαϊκές μάζες, και να τις προσφέρει ένα τόσον υψηλό επίπεδο διαβίωσης κι εργασιακών σχέσεων, που οι “ειδήμονες” της ψευδο-επιστήμης των οικονομικών θεωρούσαν ως ανέφικτο. Όμως το γεγονός αυτό, αν και σίγουρα πολύ σημαντικό, δεν ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι Γερμανοεβραίοι μαρξιστές εστράφησαν εναντίον του προλεταριάτου.

Ένα ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα που κατάφερε ο εθνικοσοσιαλισμός στον μαρξισμό ήταν το γκρέμισμα του μύθου της παγκόσμιας κοινής ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης, ενός μύθου που αποτελούσε το πυρηνικό δόγμα του μαρξισμού και σύμφωνα με τον οποίο η επανάσταση των εργατών θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας χωρίς τάξεις και έθνη. Η άνοδος και η επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού με την μαζική και ενθουσιώδη υποστήριξή του από τα λαϊκά στρώματα, μια μεγάλη μερίδα εκ των οποίων είχε όντως πέσει στην παγίδα του μαρξισμού στα χρόνια παρακμής και αναταραχών που ακολούθησαν την λήξη του Α’ Π.Π., καθώς και η απαράμιλλη γενναιότητα και αυτοθυσία με την οποία πολέμησαν μαζί με τους  αξιωματικούς των “ανωτέρων τάξεων” μέχρι τελικής πτώσεως στον Β’ Π.Π., απέδειξαν περίτρανα ότι, όχι μόνο δεν υφίσταται ως αιώνια νόρμα η φαιδρή ιδέα της ταξικής συνείδησης, αλλά αντιθέτως η μόνη καθολική και διαχρονική μορφή συνείδησης που υφίσταται στις λαϊκές μάζες είναι η εθνική και φυλετική συνείδηση, η οποία μέσω της κατάλληλης ηγεσίας μπορεί να οδηγήσει τα έθνη της Ευρώπης στην πραγματική εξύψωση. Ας σημειωθεί ότι την πλήρη κατάρριψη του μύθου της παγκόσμιας συνείδησης του προλεταριάτου ενίσχυσε και η στάση της εργατικής τάξης άλλων κρατών που ενεπλάκησαν στον Β’ Π.Π., με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Μ. Βρετανίας, όπου εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες βγήκαν από τα ορυχεία και πολέμησαν με γενναιότητα χωρίς καμία ταξική συνείδηση αλλ᾿ αντιθέτως πιστεύοντας ότι μαχόταν για το έθνος και την Πατρίδα τους: παρ᾿ ότι δυστυχώς στην πραγματικότητα πολεμούσαν εναντίον του έθνους και της φυλής τους, μιας και ήταν οικτρά παραπλανημένοι και προδομένοι από την παρηκμασμένη θνήσκουσα αγγλική “αριστοκρατία” και πολιτική ελίτ, που είχαν προ πολλού παραδοθεί στον έλεγχο του διεθνούς σιωνισμού…

Όπως αναλύει και ο Κολακόφσκι, οι μαρξιστές της Σχολής της Φρανκφούρτης, απογοητευμένοι καθώς ήταν από τις εξελίξεις στις κοινωνίες του Μεσοπολέμου, και ειδικώς από την στάση της εργατικής τάξης στην οποία είχαν επενδύσει τα όνειρά τους για την καταστροφή του δυτικού πολιτισμού, στράφηκαν σε μια πλήρη απόρριψη του σύγχρονου κόσμου, χωρίς αυτήν την φορά να προσφέρουν καμία παράλογη εναλλακτική ουτοπία όπως έκανε ο ορθόδοξος μαρξισμός, αλλά αντιθέτως μένοντας προσκολλημένοι σε έναν πλήρη αρνητισμό, μια ισοπεδωτική καταστροφική αντίδραση με στόχο απλά την διάλυση του δυτικού πολιτισμού, χωρίς καμία έγνοια για το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει. Συνάμα, τα κείμενα πολλών εξ αυτών, κατά μίαν πλήρη αντιστροφή του προγενέστερου μαρξισμού, είναι διανθισμένα με νοσταλγία για παλαιότερες εποχές, όπως τον παρακμιακό 19ο αιώνα, μια εποχή  στην οποία η (οικτρά ξεπεσμένη) “αριστοκρατία” και η διαβρωμένη από τον σιωνισμό “ελίτ” τους πνεύματος διατηρούσαν μια πλήρως απαξιωτική στάση απέναντι στις λαϊκές μάζες. Ο αντίκτυπος του καταστροφικού αρνητισμού της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι κάτι παραπάνω από ορατός στην σύγχρονη εποχή.

Όσοι παλαιού τύπου κομμουνιστές υπάρχουν ακόμα, έχουν στο παραπλανημένο και αρρωστημένο μυαλό τους μια παράλογη κοινωνία που υπακούει σε αφύσικους νόμους και ως εκ τούτου μπορεί να υπάρξει μόνο στη σφαίρα του φανταστικού. Οπότε κάθε προσπάθεια εφαρμογής του ορθόδοξου Μαρξισμού νομοτελειακά οδηγεί στην πλήρη εξαθλίωση, γιατί όπως υποστηρίζει και ο Κολακόφσκι “ο Σταλινισμός δεν είναι μια διαστρέβλωση του Μαρξισμού αλλά η φυσική του εξέλιξη”. Παρ᾿ όλα αυτά, όσο παράλογη και να είναι η κοινωνία που ονειρεύονται οι παλαιο-κομμουνιστές, το όνειρό τους δεν είναι το πλήρες χάος, η αναρχία και η επικράτηση του νόμου της ζούγκλας. Κατ᾿ αντίθεση όμως οι νεο-κομμουνιστές δεν έχουν ούτε καν υποτυπωδώς διαμορφωμένο στο μυαλό τους ένα κοινωνικό σχήμα, καθώς είναι αφοσιωμένοι στην καταστροφή των δυτικών κοινωνιών, χωρίς να τους απασχολεί τι έπεται αυτής της καταστροφής.

Την απλούστερη απόδειξη γι᾿ αυτό αποτελεί ο παθιασμένος τους αγώνας για την αφρικανοποίηση και τον εξισλαμισμό της Ευρώπης χωρίς καμία δεύτερη σκέψη σχετικά με το μέλλον ακόμα και των ιδίων και των οικογενειών τους, σε περίπτωση που τα σχέδιά τους επιτύχουν. Και σε αυτό το κρίσιμο σημείο η επιρροή της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι κάτι παραπάνω από έντονη. Σύμφωνα με τον Κολακόφσκι, “Με την επιμονή σε μια ασαφή προοπτική απόδρασης από τον πολιτισμό εκείνης της εποχής, ενθάρρυναν μια στάση αλόγιστης και καταστροφικής διαμαρτυρίας. Η δύναμη της σχολής της Φρανκφούρτης αποτελούνταν από πλήρη αρνητισμό, και η επικίνδυνη αμφισημία της ήταν ότι δεν παραδεχόταν ανοικτά αυτό το γεγονός, αλλά συχνά υπονοούσε το αντίστροφο. Δεν ήταν μια συνέχιση του Μαρξισμού προς οποιαδήποτε κατεύθυνση αλλά ένα απτό προϊόν της διάλυσης και της παράλυσης του”.

Πρέπει βέβαια να συμπληρώσουμε ότι, όπως κάθε θρησκευτικού τύπου ψευδο-ιδεολογία που απευθύνεται στις μάζες, έτσι και η θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης είχε ανάγκη από δόγματα. Το κενό που είχε δημιουργήσει η απόρριψη του βασικού δόγματος του μαρξισμού ήρθε να γεμίσει η μεταπολεμική γενιά της Σχολής με ακόμα πιο παράλογα και αντιεπιστημονικά δόγματα, όπως η ανυπαρξία ανθρωπίνων φυλών, ο κοινωνικός προσδιορισμός του φύλου και όλες οι συναφείς καταγέλαστες «πολιτικώς ορθές» δοξασίες περί πολυπολυτισμικότητας, ανεκτικότητας, αντιρατσισμού και άλλων σχετικών λέξεων και φράσεων χωρίς πραγματικό νόημα.

Ο Κολακόφσκι ορθότατα χαρακτήρισε τον μαρξισμό στο σύνολο του ως μια ψευδο-θρησκεία, που σε αντίθεση με τις κανονικές θρησκείες είχε επενδύσει το δόγμα της με έναν φαιδρό μανδύα ψευδο-επιστημονικότητας. Επίσης ορθότατα διέγνωσε την κατάρρευση του ορθόδοξου μαρξισμού και της κομμουνιστικής του υλοποίησης. Ταυτόχρονα όμως υποτίμησε την διαβρωτική δυναμική της Σχολής της Φρανκφούρτης και δεν αφουγκράστηκε επαρκώς τις ήδη προχωρημένες σηπτικές της επιδράσεις στην δεκαετία του 70, οι οποίες στην σημερινή εποχή έχουν καταλύσει σε τέτοιο βαθμό τις δυτικές κοινωνίες, ώστε να απειλείται άμεσα η ίδια η φυλετική επιβίωση του λευκού Ευρωπαίου.