Ἰωνικὰ ἀναλογίσματα, ὑπὸ Ἴωνος Φιλίππου[15]

ΕΝΓΚΕΛΣ, ΕΝΑΣ ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Ο άνθρωπος που τολμά να χαρακτηρίσει τσαρλατάνους ανθρώπους

σαν τον Φίχτε, τον Σέλινγκ και τον Χέγκελ,

ο  πιο μικρός των οποίων είναι γίγαντας μπροστά του, είναι πράγματι τσαρλατάνος. 

ΑΝΤΙ-ΝΤΥΡΙΝΓΚ

Ενσφηνωμένος ανάμεσα στον Μαρξ και τον Λένιν, ο Ένγκελς διακοσμεί το πάνθεον των κομμουνιστικών ειδώλων ως ένας από τους τρεις (τέσσερεις μέχρι τον αποσταλινισμό της Σοβιετικής Ένωσης…) ιδρυτές του “επιστημονικού” Υλισμού. Οξυδερκής ιστορικός παρατηρητής αλλά και συμμέτοχος υπό την σκιά του Μαρξ των κοινωνικο-πολιτικών επαναστατικών αλλαγών της εποχής του κατά την καλπάζουσα ανάπτυξη του καπιταλισμού στην διάρκεια του ΙΘ΄ αιώνα, φέρεται ως ο φιλοσοφικός θεμελιωτής του κοσμοθεωρητικού σκέλους του μαρξισμού υπό το όνομα “Διαλεκτικός Υλισμός”, όσο και ο ανάδοχος του βιοθεωρητικού σκέλους του, υπό το όνομα “Ιστορικός Υλισμός”. Την φιλοσοφική στοιχείωση του Ένγκελς, όσο και την ομόλογη θεμελίωση του Διαλεκτικού Υλισμού, θα ιχνηλατήσουμε στο παρόν δια μέσου της ιδιαίτερης εργογραφίας του, που περιλαμβάνει τα έργα “Η καταγωγή της Οικογένειας, της ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους”, “Ο Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας”, “Αντι-Ντύρινγκ” ως και το κατ’  αρχάς μετά θάνατον και εκ συλλογής αναλέκτων συντεθέν και δημοσιευθέν έργο του υπό τίτλον “Διαλεκτική της Φύσης” που, φευ!, και αποτελεί την φιλοσοφική κιβωτό του Διαλεκτικού Υλισμού, κατά την έως και σήμερα κρατούσα κομμουνιστική θεωρία. Εκ παραλλήλου θα περιτρέξουμε και θεωρίες που διατύπωσε σ᾿  άλλα έργα εν οίς και το περίφημον  “Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου(!!!).

 Ο δαίμων που κατατρύχει την ζωή και το έργο του Ένγκελς είναι η άκρως μεταβατική επιστημονική συνείδηση της εποχής του, την οποία ο εν λόγω ανήρ εξέλαβε ως μια ριζική και τελεσίδικη επιστημονική ετυμηγορία, ώστε επ’ αυτής επεζήτησε να θεμελιώσει μια αναλόγως ριζική και τελεσίδικη κοσμοθεωρία. Το επιστημονικό περιβάλλον του δευτέρου ημίσεος του ΙΘ΄ αιώνα κυριαρχείται από τα θερμοδυναμικά αξιώματα της Κλασικής Φυσικής, που οδηγούν στην αποδοχή της αφθαρσίας της ύλης και της αέναης κίνησης, την ανακάλυψη του κυττάρου και των λευκωματωδών ουσιών ως κυρίου συστατικού της Ζωής στην βιολογία και κυριότατα τον Δαρβινισμό, ως την επαναστατική εξελικτική θεωρία των ειδών. Εν μέσῳ του κρατούντος επιστημονικού κλίματος και υπό την επίδραση ενθουσιωδών θιασωτών αυτού όπως ο Χαίκκελ και ο κληρονόμος του λαμαρκικού δαρβινισμού Χάξλεϋ, ο αείποτε ημι-φιλοσοφικώς επιστημολογών Ένγκελς υιοθετεί τον Περιβαλλοντισμό, επί του οποίου και θεμελιώνει την κοσμοθεωρία του. 

 

Τι είναι ο Περιβαλλοντισμός; Είναι η πεποίθηση ότι τον χαρακτήρα και την συνείδηση του Ανθρώπου δεν καθορίζει το βιολογικό του υπόθεμα αλλά τον διαμορφώνει το ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον και μάλιστα εις τρόπον, ώστε τα επίκτητα κοινωνικά χαρακτηριστικά να κληροδοτούνται τελικώς και τελεσιδίκως στους απογόνους διά μέσου της διαδοχής των γενεών. Το απολύτως διαψευσθέν από την επιστήμη του Κ΄ αιώνος και την Οντολογική Επανάσταση αυτό αξίωμα διατρέχει κατά μήκος και πλάτος σύνολη την κομμουνιστική θεωρία δηλονότι τόσο τον Διαλεκτικό όσο και τον Ιστορικό Υλισμό, κατά τρόπον ώστε αν δεν έχει καταστεί απολύτως ορατή η σημασία του, κάθε ερμηνεία του Μαρξισμού– Λενινισμού να είναι λανθασμένη.

Τοιουτοτρόπως σε διάφορα γραπτά του ο Ένγκελς διατυπώνει ως επιστημονικά θέσφατα ισχυρισμούς, που στα όμματα της σύγχρονης επιστήμης φαντάζουν όχι απλώς αντι-επιστημονικοί αλλά ωρισμένως και παρανοϊκοί. Έτσι, στην Διαλεκτική της Φύσης ισχυρίζεται ότι: “Η εργασία δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο από μια ράτσα ανθρωποειδών πιθήκων που είχαν φτάσει σε ιδιαίτερα υψηλή ανάπτυξη. Οι πίθηκοι αυτοί άρχισαν να χάνουν την συνήθεια να χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να βαδίζουν πάνω στο επίπεδο έδαφος και αποκτούσαν όλο και πιο πολύ κατακόρυφο βάδισμα… Αλλά εδώ ακριβώς παρουσιάζεται ολόκληρο χάσμα ανάμεσα στο μη ανεπτυγμένο χέρι ακόμα και του πιο ανθρωποειδούς πιθήκου και στο χέρι του ανθρώπου που έχει τελειοποιηθεί σε υψηλό βαθμό με την εργασία χιλιάδων αιώνων. Ύστερα από χιλιάδες χρόνια αγώνων διαφοροποιήθηκε οριστικά το χέρι από το πόδι και εξασφαλίστηκε τελικά η όρθια στάση, χάρη στην οποία ο άνθρωπος ξεχώρισε από τον πίθηκο και μπήκαν οι βάσεις για την διαμόρφωση του έναρθρου λόγου και της θαυμαστής τελειοποίησης του εγκεφάλου που έκαμε σε συνέχεια αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πίθηκο. Έτσι το χέρι δεν είναι μονάχα το όργανο αλλά και το προϊόν της εργασίας! Πρώτα η εργασία κι ύστερα από αυτήν η γλώσσα είναι τα δύο ουσιαστικά ερεθίσματα που κάτω από την επίδρασή τους μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά ο πιθηκίσιος εγκέφαλος σε ανθρώπινο, προτού η ανθρώπινη κοινωνία προκύψει από το κοπάδι των αναρριχόμενων πιθήκων”.

Αλλαχού μας βεβαιώνει: “Ο σχηματισμός νέων ειδών από παλιότερες μορφές προέκυψε το πιθανότερο από τροποποίηση των όρων της ζωής. Με ένα λόγο η τροποποίηση αυτή είχε ως συνέπεια την συνεχή διαφοροποίηση της τροφής και συνεπώς και των ουσιών που εισάγονται στον οργανισμό δημιουργώντας έτσι τις χημικές προϋποθέσεις για το πέρασμα από τον πίθηκο στον άνθρωπο”! Εκείθεν, οιστρηλατούμενος από εμμονική ιδεοληψία, ο επιστημολογών τσαρλατάνος χλευάζει ακόμα και τους επιστήμονες, τους οποίους πρότερα επικαλείται: “Η αντίληψη αυτή κυριαρχεί σε τέτοιο σημείο ώστε και οι πιο υλιστές επιστήμονες της δαρβινικής σχολής δεν μπορούν πάντα να αποκτήσουν μια σαφή ιδέα για την προέλευση του ανθρώπου. Κι αυτό γιατί κάτω  από την επίδραση αυτής της ιδεολογίας, του ιδεαλισμού, δεν αναγνωρίζουν τον ρόλο που έπαιξε η εργασία σε αυτήν την εξέλιξη. Έτσι η παραγωγή καθορίζει από την αρχή την γέννηση και την ανάπτυξη των επιστημών.”

…Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ ο Ένγκελς μας λέγει, πως οι παραγωγικές σχέσεις της δουλοκτητικής κοινωνίας της ελληνίδος Πόλεως δημιούργησαν τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πυθαγόρα! Και καταλήγει: “Ένα πράγμα μένει να γίνει ακόμα εδώ. Να εξηγηθεί η προέλευση της ζωής από την ανόργανη φύση. Όπου νάναι, έρχεται. Μόλις γίνει γνωστή η σύνθεση των λευκωματωδών ουσιών, η χημεία θα μπορέσει να προχωρήσει στην παρασκευή ζωντανού λευκώματος. Έτσι, θα αναγάγουμε μια μέρα από τον δρόμο του πειράματος την σκέψη σε μοριακές και χημικές κινήσεις μέσα στον εγκέφαλο. Αναγνωρίζοντας την κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτήρων η επιστήμη πλάτυνε το θέμα της εμπειρίας από το άτομο στο γένος”.

Τρέμετε Παστέρ, Μόργκαν, Μέντελ, Βάισμαν, Ντε Βρις και Γουώτσον! Περαιτέρω, ο επιστημολογών τσαρλατάνος έχει άποψη επί όλων των επιστημών. Κατατριβόμενος ερασιτεχνικά με τα μαθηματικά, την μηχανική, την αστρονομία και την φυσική και σταχυολογώντας επιλεκτικά πειραματικά δεδομένα της εποχής του, αμπελοφιλοσοφεί αποφαινόμενος αξιωματικά επί παντός επιστητού με επιστημονικοφανή επιχειρήματα, τα οποία μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες από την είσοδο του Κ΄ αιώνα κατερρίφθησαν αμαχητί. Τριάντα μόλις έτη μετά τον θάνατο του Ένγκελς, το κύτταρο είχε υπερκερασθεί από το γονίδιο, η κλασική φυσική από την κβαντική φυσική και ο δαρβινισμός από την γενετική, η οποία απέδειξε τελεσιδίκως ότι οι επίκτητοι περιβαλλοντικοί, πολλώ δε μάλλον οι ιστορικο-κοινωνικοί χαρακτήρες των εμβίων όντων, είναι αδύνατον να κληροδοτηθούν στους απογόνους.

Η “Διαλεκτική της Φύσης” είναι ένα συμπίλημα ατάκτως ερριμμένων κεφαλαίων, επιστημονικοφανών παρατηρήσεων και συμπερασμάτων συνεραμμένων με τέτοιο βαθμό προχειρότητος, που είναι ηλίου φαεινότερο, ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας τα προόριζε για μελλοντική συστηματικότερη επεξεργασία. Τι είναι λοιπόν εκείνο που ανέδειξε ένα προδήλως αποσπασματικό, συμπιληματικό, φιλοσοφικά αστοιχείωτο και άνευ εσωτερικής συνοχής έργο σε κιβωτό του Διαλεκτικού Υλισμού; Είναι οι εις αυτό και διά του Ένγκελς πομπωδώς εξαγγελλόμενοι τρεις “αιώνιοι νόμοι της Φύσεως”: Ο Νόμος της Μετατροπής της Ποσότητας σε Ποιότητα, ο Νόμος της Πάλης και Ενότητος των Αντιθέτων και ο Νόμος της Άρνησης της Άρνησης. Άνθρακες ο θησαυρός. Ο Νόμος της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα είναι κλεμμένος από τον κυρίαρχο Δαρβινισμό της εποχής, που προέβλεπε την ποιοτική εξέλιξη στην φύση ως αποτέλεσμα μικρών σωρευτικών ποσοτικών αλλαγών. Ο Μέντελ αμέσως πριν τον Δαρβίνο και ο Ντε Βρις αμέσως μετά από αυτόν κατέστησαν τον “νόμο” αυτόν απολύτως ανυπόληπτο με την ανακάλυψη του γονιδίου, του ασυνεχούς άλματος και των νόμων της γενετικής, πριν ακόμη η Κβαντική θεωρία φιλοτεχνήσει τον τύμβο επί του τάφου του. Ο περιώνυμος νόμος της πάλης και ενότητος των αντιθέτων, που παρουσιάσθηκε από τον Ένγκελς ως ο μέγιστος νόμος της Διαλεκτικής, δεν είναι παρά η παλαιόθεν φιλοσοφικώς πασίγνωστη Εναντιοδρομία του Ηρακλείτου, την οποίαν είναι αδύνατον να αγνοούσε ακόμη και ο παντελώς ανελλήνιστος και αφιλοσόφητος Ένγκελς. Νέα συνεπώς λογοκλοπή, διά μέσου ασφαλώς και του Χέγκελ. Τέλος η άρνηση της άρνησης δεν είναι παρά η ιδιοφυής σύλληψη του Φίχτε, απολύτως παρανοημένη και διαστρεβλωμένη από τον Ένγκελς, που όντας ωχρός μιμητής του Χέγκελ την παρουσίασε ως “παγκόσμιο νόμο”. Η άρνηση της άρνησης είχε άδοξο τέλος. Αποκαθηλώθηκε εκ του βάθρου της από τον Σταλινισμό, επειδή θύμιζε εντόνως τις ιδεαλιστικές τριάδες του Χέγκελ. Τούτων ούτως εχόντων, αναδιφώντας ο σύγχρονος μελετητής την εντελώς παρωχημένη και αντι-επιστημονική “Διαλεκτική της Φύσης” είναι βέβαιο ότι απλώς χάνει τον χρόνο του.

Ο Ένγκελς παρακολουθεί την φιλοσοφικο-κοινωνική διαδρομή μιας σειράς συγχρόνων του στοχαστών, που υπό το ενιαίο όνομα εγελιανοί φέρονται ως οι στρατοκόποι της κληρονομιάς του Χέγκελ. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται ο Στράους που φιλοτέχνησε με όχημα την Βίβλο, τον Βίο του Ιησού και στην αντίπερα όχθη ο Μπρούνο Μπάουερ που απέδειξε ότι “όλη η σειρά των ιστοριών του Ευαγγελίου έχει κατασκευαστεί από τους συγγραφείς τους”. Εξαίφνης εμφανίζεται ανάμεσά τους ο Φόυερμπαχ, ο οποίος με το έργο του “Η ουσία του Χριστιανισμού”, κατά την θριαμβευτική διαπίστωση του Ένγκελς, “πετάει στην μπάντα και τις δύο όχθες, Στράους και Μπάουερ”. Έξω από την φύση δεν υπάρχουν ανώτερα όντα και η θρησκευτική μας φαντασία είναι η αντανάκλαση του Είναι μας, λέγει ο Φόυερμπαχ, εν τούτοις την φαντασία αυτή την χρειαζόμαστε, ώστε αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να την έχουμε εφεύρει. Οι ιστορικές περίοδοι φέρουν θρησκευτική σφραγίδα, διότι ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τις επισυμβάσες θρησκευτικές αλλαγές. Ο Φόυερμπαχ αναγορεύει την θρησκευτική ουσία ως την ανθρώπινη ουσία, θεωρώντας ότι οι στρεβλώσεις της ιστορικής θρησκείας μέσα από την αυθεντία του καθολικισμού και τα κανονιστικά δόγματα του προτεσταντισμού οδήγησαν τον άνθρωπο στην αυτο-αποξένωση. Η λέξη αυτή μαγεύει τόσο τον Μαρξ όσο και τον φωνογράφο του, Ένγκελς. Κατά τούτο ο μάλλον άσημος Φόυερμπαχ αναγορεύεται σε προπάτορα του μαρξισμού διότι, “αποκρυπτογραφώντας τον ρόλο της ιστορικής θρησκείας, είναι αυτός που στήνει τον υλισμό στα πόδια του, παρά το ότι παραμένει από την μέση και πάνω ιδεαλιστής”. Εκείθεν ο Ένγκελς οιστρηλατείται από την ιδεοληψία. Κομπορρημονεί ότι “ο Γκαίτε και ο Χέγκελ δεν αποτίναξαν ποτέ από πάνω τους την κοτσίδα του γερμανού Φιλισταίου” και, διεξερχόμενος ολόκληρη την ελληνική φιλοσοφία σε μισή σελίδα, αποφαίνεται μέσω ενός ανίερου αναχρονισμού πως οι Έλληνες φιλόσοφοι διαχωρίζονται σε Υλιστές (εν οίς και … ο Ηράκλειτος!) και Ιδεαλιστές, ότι ο Πλάτων είναι ο φιλόσοφος του…Κράτους, συγχέοντας απολύτως την Ελληνίδα Πόλι, που θεμελιώνεται στην εθνοφυλετική Λαϊκή Κοινότητα, με το νεωτερικό Εθνικό Κράτος, που θεμελιώνεται στο ατομοκεντρικό Κοινωνικό Συμβόλαιο, καταλήγοντας στην μαρξιστική επωδό, ότι “το πνεύμα είναι το ανώτατο προϊόν της ύλης”.

Μια ποικιλία αφορισμών ολοκληρώνει το έργο του περί του Φόυερμπαχ. “Αν η θρησκεία υπάρχει χωρίς τον θεό της, τότε υπάρχει και η αλχημεία χωρίς την φιλοσοφική λίθο της”. “Ο άνθρωπος των μονοθεϊστικών θρησκειών δεν χτίζει τον ιστορικό κόσμο, διότι η ιστορία κυριαρχείται από εσωτερικούς νόμους, που δεν αλλάζει η συνείδηση. Οι νόμοι αυτοί, που είναι οι κινητήριες δυνάμεις των αιώνων, πρέπει να ανακαλυφθούν”. Τέλος, αφορίζοντας την λουθηρανική Μεταρρύθμιση, διότι ανέπτυξε την γερμανική εθνική συνείδηση, ο Ένγκελς αποθεώνει τον αγγλοσαξονικό Καλβινισμό ως προάγγελο της αστικής επανάστασης και καταλήγει με το εξής ανιστόρητο φληνάφημα: “Κληρονόμος της γερμανικής φιλοσοφίας είναι το γερμανικό εργατικό κίνημα!”.

Η καταγωγή της Οικογένειας, της ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους” είναι ένα έργο, του οποίου ο τίτλος μετά τον θάνατο του Ένγκελς κολοβώθηκε από τους μαρξιστές-λενινιστές. Ο υπότιτλος του έργου αυτού, τον οποίο ο Ένγκελς είχε την εντιμότητα να παραθέσει, είναι: “… υπό το φως των ερευνών του Λιούις Χένρυ Μόργκαν”. Συνελόντι ειπείν, το έργο αυτό αποτελεί μια εκτεταμένη παράθεση των συμπερασμάτων του σπουδαίου Αμερικανού ανθρωπολόγου και εθνολόγου Λούις Μόργκαν, συγχρόνου των Μαρξ και Ένγκελς, τον οποίο αμφότεροι θαύμαζαν απεριόριστα. Ο Μόργκαν, καίτοι ερασιτέχνης, υπήρξε σπουδαίος μελετητής του παραδοσιακού πολιτισμού των αυτοχθόνων της Αμερικής και δη της φυλής των Τσερόκι. Με τα συμπεράσματά του διεμόρφωσε μια συνολική θεωρία της εξέλιξης των ανθρώπειων πολιτισμών, προάγγελο εκείνων των Σπένγκλερ και Τόυνμπη, η οποία εντυπωσίασε τόσο τους Μαρξ-Ένγκελς, ώστε ο καθένας διακριτά άρχισε να συγγράφει περί αυτής αντίστοιχο έργο. Το έργο του Μαρξ έμεινε ανολοκλήρωτο αλλά το ομόλογο του Ένγκελς εξεδόθη τελικά με τον ανωτέρω τίτλο. Ποίο είναι το ιστορικό παράδοξο; Ότι ο Μόργκαν ήταν ρατσιστής και τα εθνολογικά συμπεράσματά του αποτελούσαν την απόλυτη διάψευση της μαρξιστικής θεωρίας!

Ο Μόργκαν διακρίνει τρεις εποχές της εξέλιξης του Ανθρώπου: Την Άγρια, την Βάρβαρη και τον Πολιτισμό. Κατά την πρώτη οι άνθρωποι ήσαν τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί, κατά την δεύτερη κτηνοτρόφοι και γεωργοί και κατά την τρίτη τεχνίτες και δημιουργοί. Στην Άγρια εποχή δεσπόζει η μητριαρχία, διότι η αγέλη και η οικογένεια βρίσκονται ακόμη σε ανταγωνισμό. Το ανυπεράσπιστο θήλυ έχει μεγαλύτερη δύναμη έναντι του άρπαγος άρρενος, διότι κατέχει την μητρότητα του τέκνου, η πατρότητα του οποίου είναι άγνωστη. Βαθμιαία και καθώς η ιστορία προχωρά προς την βάρβαρη εποχή, οπότε εμφανίζεται η εξημέρωση και εκτροφή των ζώων, επικρατεί το γένος και η φυλή, εντός των οποίων τα γαμικά έθιμα προσδιορίζουν την ταυτότητα του τέκνου, μεταβάλλοντας την μητριαρχική πρωτόγονη δομή σε κοινοτική πατριαρχική. Την υψηλότερη άνθιση της βαρβαρότητας περιγράφουν τα Ομηρικά Έπη και κυρίως η Ιλιάδα, όπου η φυλή, το γένος και οι δεσμοί τους ήσαν ιεροί και απαραβίαστοι. Εντός της φυλής επικρατούν οι γάμοι ανάμεσα σε γένη που δεν είναι συγγενή εξ αίματος και ούτω πως με την αποφυγή της ενδογαμίας δημιουργείται μια βιολογικά και πνευματικά δυνατότερη ράτσα. Το βιολογικό ανακάτεμα των φυλών δημιούργησε δύο ανώτερες φυλές, την Αρία και την Σημιτική, η αδιαμφισβήτητη υπεροχή των οποίων ίσως να οφείλεται σε διατροφικούς παράγοντες και κυρίως στην άφθονη τροφή σε κρέας και γάλα! Η διαφορά στην εξέλιξη των φυλών είναι καταφανής, διότι το γένος των Ινδιάνων Τσερόκι ευρίσκεται εθνολογικά στην βαθμίδα της βαρβαρότητας όπου οι Έλληνες ευρέθησαν τρεις χιλιετίες πριν και ενδεχομένως να μη εξήρχετο ποτέ από αυτήν παραμένοντας ανεξέλικτο, αν δεν συναντούσε τους εισβολείς και κατακτητές Αρίους.

Εκείθεν οι φυλές συγχωνεύονται και, καθώς τα έθιμα τους ριζώνουν στον μύθο και τους θεούς, δημιουργούν τα έθνη και τους λαούς, όπου οι αρχηγοί των γενών αναδεικνύονται ως εξ αίματος Βασιλείς (βασιλεύς = βάσις λαού). Ιδού πώς το γένος των Ελλήνων δημιούργησε την ελληνίδα Πόλι. Η ελληνίς Πόλις, παρά την οικονομική διαίρεση των τάξεων από τον Σόλωνα, δεν είναι αστική και ταξική παρά λαϊκή και κοινοτική: Ο σκοπός της είναι κοινωφελής και όχι ωφελιμιστικός. Στην Πόλιν οι πλούσιοι έχουν καθήκοντα πολλαπλάσια των ακτημόνων και κάθε οικονομική τάξη συνεισφέρει αναλόγως του πλούτου της. Κάθε πολίτης είναι πολίτης-οπλίτης στην υπηρεσία της Πατρίδος, εντεταγμένος απόλυτα στην συλλογική ζωή της Λαϊκής Κοινότητος. Στο  στράτευμα οι δύο ανώτερες τάξεις συμμετέχουν ως Ιππείς, η Τρίτη υπηρετεί στο βαρύ πεζικό και η Τέταρτη επανδρώνει το σώμα των πελταστών και των ναυτών. Δεν υπάρχουν αυτόνομα κοινωνικά ή ατομικά δικαιώματα, κάθε δικαίωμα πηγάζει από ένα ομόλογο πολιτικό καθήκον, ερήμην του οποίου θα ήταν προνόμιο ενός ιδιώτη εις βάρος της Πόλεως. Στους λοιπούς Αρίους Λαούς, τους Κέλτες, τους Γαλάτες αλλά και εν συνεχεία στην δημοκρατική και την αυτοκρατορική Ρώμη, το πνεύμα της Κοινότητος είναι ανάλογο της ελληνίδος Πόλεως. Οι πολίτες διακρίνονται σε πατρικίους και πληβείους, την πολιτική και κοινωνική ισορροπία εξασφαλίζουν οι αριστοκρατικοί ομού και οι δημοκρατικοί θεσμοί, η αριστοκρατική Σύγκλητος, οι αγροτικές φρατρίες, οι δημοκρατικοί δήμαρχοι – ακόμη και ο δικτάτωρ, οψέ ποτε απαιτηθεί. Οι μέτοικοι είναι επήλυδες εκτός πολιτικής τάξεως.

 

Το Πνεύμα της Κοινότητος υπάρχει αυτούσιο, εγγεγραμμένο στο φυλετικό αρχέτυπο των Αρίων, ώστε αναδύεται και στα νέα γερμανικά φύλα που εισβάλλουν στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον Ε΄ αιώνα. Άλλωστε το πνεύμα αυτό των Γερμανών το έχει υμνήσει ο Τάκιτος.

Όταν ο ρωμαϊσμός παρήκμαζε και δεν εξέφραζε πιά καμιά εθνικότητα αλλά ακριβώς την έλλειψή της, τότε η Ηγεσία εκφυλίστηκε σε Εξουσία. Η Ρώμη κατακλύσθηκε από τους Φράγκους και τους Νορμανδούς. Οι Γερμανοί συλλήβδην αναζωογόνησαν το γηρασμένο αίμα της παλαιάς Ευρώπης, διότι ήταν μια προικισμένη Αρία φυλή: Ο Μόργκαν υμνεί και εκθεώνει το Volk!

 

Στο τελευταίο κεφάλαιο ο Ένγκελς ξεχνά τον Μόργκαν και τον Γερμανό και θυμάται τον Μαρξ και τον Ιουδαίο. Αρνείται τον Πρωσικό σοσιαλισμό, όπως τον οραματίστηκε ο Λίστ με τον εθνικό προστατευτισμό και το κράτος πρόνοιας και τον εφάρμοσε ο Μπίσκμαρκ, και αποθεώνει τον Αγγλοσαξονικό καπιταλισμό με τις ταξικές αντιθέσεις και τις επίκαιρες κοινωνικές αντιφάσεις του, επειδή συνταιριάζει πρόσκαιρα  με την μαρξιστική ουτοπία. Μετά από ένα ολόκληρο βιβλίο το οποίο διατρέχει την ιστορία ως την απόλυτη διάψευση του μαρξισμού, ο Ένγκελς αποφαίνεται: “Μία είναι η βάση του πολιτισμού, η εκμετάλλευση μιας τάξης από την άλλη. Η αταξική κοινωνία θα βάλει το κράτος στο μουσείο των αρχαιοτήτων, διπλά στο ροδάνι και το μπρούτζινο τσεκούρι.” 

 

Ο Ντύρινγκ υπήρξε ένας από τους πολλούς κληρονόμους και κριτικούς του εγελιανισμού του δεύτερου ημίσεος του ΙΘ΄ αιώνος, που διέπραξε το σφάλμα να σταθεί κριτικά απέναντι στον Μαρξ. Το σφάλμα αυτό ήταν η σωτήρια υστεροφημία του, διότι άλλως ουδείς θα εγνώριζε την ύπαρξή του αν δεν ησχολείτο μαζί του ο Ένγκελς, του οποίου επίσης ουδείς θα εγνώριζε την ύπαρξη εάν δεν ησχολείτο μαζί του ο Μαρξ – του οποίου τέλος μόνον οι ειδικοί της πολιτικής οικονομίας θα εγνώριζαν την ύπαρξη, αν δεν τον ανάσταινε πολιτικά ο Λένιν. Σε ένα εξαιρετικά εκτεταμένο βιβλίο υπό τον τίτλο Αντι-Ντύρινγκ ο Ένγκελς, άλλοτε ενθυμούμενος και άλλοτε λησμονώντας τον ολοτελώς μέσα στις σελίδες του, επιχειρεί να αντικρούσει τον Ντύρινγκ από μαρξιστική σκοπιά. Στην πραγματικότητα, ένας τσαρλατάνος της φιλοσοφίας αποκαλύπτει ένα άλλο τσαρλατάνο της φιλοσοφίας. Ο Ντύρινγκ είναι υλιστής αλλά, κατά την μαρξιστική ορολογία, μεταφυσικός και ουχί διαλεκτικός υλιστής. Η ενότητα του κόσμου συνίσταται στην υλικότητά του, που αποδείχτηκε από την εξέλιξη των φυσικών επιστημών, μας λέγει, άρα ο κόσμος είναι κλεισμένος μέσα στα όριά του. Ο Ντύρινγκ είναι μεταφυσικός, διότι καίτοι υλιστής, πιστεύει ότι δεν φτάνουμε από το τίποτε στο κάτι δίχως δημιουργία, εκτός αν το τίποτε είναι ήδη κάτι. Είναι δηλονότι ντεϊστής, ενώ η φύση δεν είναι αέναη επανάληψη ιδίων διαδικασιών, όπως ισχυρίζεται η μεταφυσική, αλλά εξέλιξη μέσω της κίνησης της ύλης όπως αποφαίνεται ο Ένγκελς. Η κίνηση είναι αέναη ως τρόπος ύπαρξης της ύλης και για τον λόγο αυτό δεν παράγεται, αλλά μετασχηματίζεται και μεταβιβάζεται. Ζωή ονομάζεται η χημεία του λευκώματος, αλλά ο αγώνας για την ύπαρξη δεν χρειάζεται μαλθουσιανά γυαλιά σαν αυτά που φόρεσε ο Δαρβίνος. Ο μεταφυσικός Ντύρινγκ διαμαρτύρεται από ηθική σκοπιά για την δαρβινική θεωρία της “επιβίωσης του ισχυροτέρου”, η οποία εν τούτοις δεν είναι δαρβινική και βιολογική, αλλά κοινωνιολογική θεωρία ανεπτυγμένη από τον Σπένσερ, τυπικό εκπρόσωπο του Αγγλοσαξονικού καπιταλισμού. Εν τούτοις μέσα στην αφέλειά του ο Ντύρινγκ λέγει μερικές αλήθειες που ενοχλούν τον Ένγκελς, εν οίς η κυριότερη: “Η μέθοδος του Μαρξ συνίσταται στο να εκτελεί διαλεκτικά θαύματα για τους πιστούς του”. Επίσης, κάπου απορεί: “Το ζώο έχει εξελιχθεί από το φυτό;” Ο περιβαλλοντιστής Ένγκελς αποφεύγει επιμελώς την απάντηση. Κατά τον υποθετικό διάλογό τους εντός του βιβλίου ημι-επιστήμη και ολίγη αμπελοφιλοσοφία αποτελούν τον πενιχρό εξοπλισμό αμφοτέρων.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου υπό τον τίτλο “Φιλοσοφία” ο Ένγκελς αναγγέλλει βαρυγδούπως στην ανθρωπότητα ένα από τους τρεις “Αιώνιους Νόμους της Διαλεκτικής της Φύσης”, την περίφημη Άρνηση της Άρνησης. Εμπνευσμένος από τις νοητικές τριάδες του Χέγκελ αλλά αγνοώντας παντελώς τον Φίχτε, τον πατέρα της Άρνησης της Άρνησης, ο Ένγκελς επιχειρηματολογεί αναφορικά με την διαλεκτική αλήθεια του νόμου. Η φιλοσοφική επιχειρηματολογία του Ένγκελς προκαλεί θυμηδία. Τα παραδείγματά του είναι δύο, το φυτό και η άλγεβρα. Ο σπόρος γεννά το φυτό και αυτό νέους περισσότερους σπόρους – αλλά και …ποιοτικά βελτιωμένους! Ιδού η άρνηση της άρνησης ως εξέλιξη στην Φύση! Η άρνηση του α είναι το –α και η άρνηση της άρνησης αυτού είναι το (-α)*(-α) = α², δηλαδή το θετικό μέγεθος στην ανώτερη βαθμίδα. Ιδού η άρνηση της άρνησης ως εξέλιξη της Νόησης! Συνεπώς, “πρόκειται για ένα άκρως γενικό και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο άκρως σημαντικό νόμο της εξέλιξης της φύσης, της ιστορίας και της νόησης, με ακραία εμβέλεια”.

Με βάση αυτόν τον παγκόσμιο νόμο, η φαντασία του Ένγκελς φλέγεται. Ιδού, ο αρχαίος υλισμός είναι η θέση, ο ιδεαλισμός η άρνηση και ο διαλεκτικός υλισμός ως άρνηση της άρνησης η νέα ανώτερη θέση! Εκείθεν και, καθώς η άρνηση της άρνησης εισβάλλει στην Ιστορία, ο εγκέφαλος του “φιλοσόφου” μας πυρακτώνεται από την ιδεοληψία. Η απαλλοτρίωση του δούλου από τον αλλοτριωμένο κύριο οδηγεί εν τέλει στην απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, οι καταπιεστές καταπιέζονται. Είναι η άρνηση της άρνησης, που εν τέλει ερμηνεύει πλήρως την κοινωνική πραγματικότητα του ΙΘ΄ αιώνα, όπως αυτή περιγράφεται στο μαρξιστικό τσιτάτο: “Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας δεν συμβιβάζονται πλέον με το καπιταλιστικό περίβλημα που εκρήγνυται, δημιουργώντας τις αντικειμενικές, ιστορικές συνθήκες της προλεταριακής επανάστασης”. Η αφελής προχειρότητα της επιχειρηματολογίας του Ένγκελς υιοθετήθηκε ολοτελώς από τον εξ ίσου φιλοσοφικά αφελή και πρόχειρο Λένιν και δι’ αυτού κατεπόθη αμάσητη από όλους τους μαρξιστές-λενινιστές της υφηλίου – έως ότου, συν τη παρόδω του χρόνου, έγινε πλήρως καταληπτή από τον Στάλιν και το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών κατά την δεκαετία του 1930, όταν ήδη η μαρξιστική-λενινιστική “φιλοσοφία” και η “Διαλεκτική της Φύσης” είχαν παγκοσμίως καταστεί πλήρως ανυπόληπτες. Τοιουτοτρόπως τα φληναφήματα του Ένγκελς περί του “παγκοσμίου νόμου της άρνησης της άρνησης” αποσύρθηκαν διακριτικά από τα κομμουνιστικά εγχειρίδια, έως και την Βίβλο του Κομμουνισμού που εξέδωσε προ της αποσταλινοποίησης το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της ΕΣΣΔ το 1954, και έκτοτε δεν αναμυρηκάζονται από κανένα σοβαρό μελετητή.

 

Το δεύτερο μέρος του έργου Αντι-Ντύρινγκ είναι η “Πολιτική Οικονομία”. Ο Ντύρινγκ υποστηρίζει το αυτονόητο. Κατά την μετάβαση από την φυλετική κοινότητα στην ιστορία οι ρίζες της κοινωνίας παραμένουν φυλετικές, συμπηγνύοντας τον λαό και το έθος του δηλονότι το έθνος. Επί της κοινότητας του έθνους εγκαθιδρύεται η πολιτεία, επομένως η διαμόρφωση των πολιτικών σχέσεων είναι το ιστορικό θεμέλιο και οι οικονομικές συνθήκες το εποικοδόμημα. Ολόκληρη η “Πολιτική Οικονομία” είναι η απεγνωσμένη απόπειρα του Ένγκελς να αντιστρέψει την πρόδηλη αυτήν ιστορική ερμηνεία, βασιζόμενος στην μαρξιστική ανάλυση και δη στο αλαλάζον κύμβαλο του μαρξισμού, που ακούει στο όνομα “Θεωρία της Υπεραξίας”. Υπεραξία είναι η ιδιοποίηση της απλήρωτης εργασίας του προλετάριου από τον καπιταλιστή και αποτελεί την βασική μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το θέσφατο αυτό αποτελεί την καρδία ολόκληρου του μαρξιστικού οικοδομήματος και για την απόδειξή του ο Μαρξ δαπάνησε είκοσι έτη από την ζωή του γράφοντας τις χιλιάδες σελίδες του “Κεφαλαίου”. Η αξία ενός προϊόντος καθορίζεται από τον χρόνο της σε αυτό ενσωματωμένης εργασίας. Η εργασία είναι το μέτρο όλων των αξιών, εν όσῳ η ίδια είναι ανεκτίμητη, δηλονότι δεν έχει αξία. Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον μισθό που εμπεριέχεται σε αυτό, μέρος του οποίου καρπούται ο καπιταλιστής εις βάρος του προλετάριου. Η υπεραξία είναι το ενοίκιο που καταβάλλει ο πωλητής εργατικής δύναμης προλετάριος στον καπιταλιστή, προκειμένου να διατηρήσει την θέση που κατέχει στην αγορά εργασίας. Παράγοντας υπεραξία, το χρήμα μεταβάλλεται σε κεφάλαιο και ο κεφαλαιούχος σε κεφαλαιοκράτη. Ιδού το θεμέλιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης: Η Υπεραξία είναι το παλλάδιο του καπιταλιστή. Συνεπώς το προλεταριακό αίτημα για ισότητα είναι το αίτημα της κατάργησης των τάξεων, από την οποία θα προκύψει η απαλλοτρίωση του καπιταλιστή, διότι η ηθική είναι πάντοτε ταξική. Συμπέρασμα: Η Οικονομία, που είναι το θεμέλιο, προηγείται πάντοτε της Πολιτικής, που δεν είναι παρά το ιστορικό το εποικοδόμημα.

 

Ολόκληρη η συλλογιστική του Ένγκελς και εκείθεν του Μαρξ δεν είναι παρά μια εμμονική ιδεοληψία, η οποία έλκει την καταγωγή της από την ειδωλοποίηση της εργασίας, που για τον μαρξισμό αποτελεί την κλείδα ερμηνείας ουχί μόνο της Ιστορίας αλλά και της Φύσεως. Εν τούτοις το πρόβλημα ήταν λυμένο πριν τον Μαρξ αλλά και μετά από αυτόν. Η  μεταβολή της αξίας πηγάζει από την χρήση του εμπορεύματος. Την υπεραξία δεν την παράγει ο προλετάριος αλλά την προσδίδει ο καταναλωτής δηλονότι η Ζήτηση ως επιβράβευση στο προϊόν, που εντός της αγοράς καταναλωτών μεταπίπτει σε εμπόρευμα, όπως πρώτος ο Ρικάρντο είχε διαγνώσει.

Σε ό,τι αφορά την σχέση πολιτικής και οικονομίας, την ρύθμισε τελεσίδικα εντός του σοβιετικού κομμουνισμού ο Λένιν: Το κόμμα προηγείται της τάξης, η πολιτική προηγείται της οικονομίας και, συνεπώς, ο κομμισσάριος προηγείται του προλεταρίου.

 

Περαιτέρω ο Ένγκελς περιγράφει γλαφυρά την ιστορία του αιώνα του από τον Ναπολέοντα έως τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα, τον οποίο αντιπαραβάλλει με τον Μπίσμαρκ. Παρατηρεί ορθώς ότι η πολιτική της Ιεράς Εξέτασης μετά τον Ναπολέοντα ήταν ο κατακερματισμός της Γερμανίας και της Ιταλίας σε ανεξάρτητα ή κατεχόμενα κρατίδια αλλά και η διατήρηση της κατοχής της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, ώστε να μη διαταραχθεί η ισορροπία των Μεγάλων Δυνάμεων, Αυστρίας, Γαλλίας και Ρωσίας, στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Ένγκελς μιλά σχεδόν σαν εθνικιστής. Αναγνωρίζει ότι η Γερμανία δίχως αποικίες δεν μπορεί να αναδειχθεί σε μεγάλη δύναμη. Διερωτάται: Αυστρία ή Πρωσία; Έναντι της παρηκμασμένης δυναστείας των Αψβούργων, ο Μπίσμαρκ που φλέγεται από τον πόθο της εθνικής ενότητας είναι απείρως προτιμότερος. Αναγνωρίζει ότι το προλεταριάτο ηττάται κατά κράτος τον Ιούνιο του 1848, ώστε ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης να υφαρπάξει την εξουσία. Ο τελευταίος Βοναπάρτης αλλά και Λουδοβίκος, κατατροπώνεται από τον Μπίσμαρκ το 1870. Το επαναστατημένο Παρίσι του 1871 εξωθείται στην Κομμούνα, η οποία πνίγεται στο αίμα. Στο Στρασβούργο στιχουργήθηκε η Μασσαλιώτις, ώστε η Αλσατία και η Λωρραίνη που προσαρτήθηκαν βιαίως στην νέα Γερμανία ενάντια στο εθνικό τους φρόνημα, παραμένουν στην ψυχή τους γαλλικές.

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του έργου επιγράφεται “Σοσιαλισμός” και είναι μια τετριμμένη συνοπτική παρουσίαση του προ-μαρξικού ρομαντικού σοσιαλιστικού κινήματος από τον Όουεν έως τον Φουριέ. Ο Όουεν είναι σπουδαίος όσο ασκεί το επιχειρείν, δηλαδή όσο είναι ο ηγέτης του κομμουνιστικού μοντέλου που εφαρμόζει στις επιχειρήσεις του. Όταν επιχειρεί τον εκδημοκρατισμό και την ισότητα, γινόμενος αντί της Κεφαλής μέλος του Σώματος των εργατών του, το ρομαντικό κοινωνικό μοντέλο του καταρρέει ολοσχερώς με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Σισμοντί είναι ο σημαντικότερος όλων αλλά προηγείται της εποχής του, ο Φουριέ ενορατικός και πολυγραφότατος αλλά ανεπανόρθωτα ρομαντικός. Ο Ένγκελς παρατηρεί ορθά ότι οι ρομαντικοί σοσιαλιστές θέλουν να απελευθερώσουν όχι μιαν ορισμένη τάξη, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα, σκοπό τον οποίο θεωρεί μαρξιστικά ανέφικτο. Εν συνεχείᾳ, αγκυλωμένος στο  μαρξιστικό δόγμα, προβαίνει σε ποικίλους, κατά τεκμήριο άστοχους αφορισμούς. Τοιουτοτρόπως για να υποστηρίξει το ταξικό θεμέλιο της ιστορικής εξέλιξης μας λέγει πως “χωρίς δουλεία δεν θα υπήρχε ελληνική τέχνη και επιστήμη”. Ενδεχομένως, αλλά εκείνο που είναι απολύτως βέβαιο, είναι ότι δεν δημιούργησε την ελληνική τέχνη και επιστήμη η δουλεία.

 

 Στην Ελλάδα η εργασία παρήγαγε πράγματα αλλά η αεργία δημιούργησε έργα. Ο πολιτισμός συνεπώς δεν είναι το αποτέλεσμα της Πάλης των Τάξεων αλλά της Πόλης των Υπάρξεων. Αναφερόμενος στην εποχή του, ο Ένγκελς διαβλέπει ότι ο μεν εργάτης είναι παρίας καθώς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει τον παλαιό καταμερισμό εργασίας με τις αποστεωμένες ιδιαιτερότητες, υπερβαίνοντας την μανιφακτούρα που αλυσοδένει τον εργάτη σε ένα συγκεκριμένο εργαλείο και μια μοναδική εργασία, ενώ οι μηχανές τον υποβαθμίζουν σε απλό εξάρτημα δια μέσου της ομοιόμορφης επανάληψης μιας και μοναδικής πράξης, όμως η ίδια η τεχνική βάση της βιομηχανίας είναι επαναστατική. Διότι ενώ η Μηχανή είναι το όπλο του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη, οι ίδιες οι Μηχανές επαναστατούν ενάντια σε αυτόν τον αναχρονισμό, δια μέσου του εκσυγχρονισμού τους. Τοιουτοτρόπως, διαλεκτικώς ειπείν, μέσω της αναχρονιστικής υποδούλωσης, η Μηχανή με τον εκσυγχρονισμό της, εν τέλει [ἐννοεῖται, εἰς τὸ δέον Ἐθνοκοινοτικὸν πλαίσιον καὶ ἐκτὸς τῶν ἀβυσσαλέων στρεβλώσεων τοῦ ἰσχύοντος παρασιτικοῦ χρηματοπιστωτικοῦ Συστήματος!] απελευθερώνει τον προλετάριο από την δουλεία του. Όμως, ο Ένγκελς προσηλωμένος στον δογματικό μαρξισμό που θεωρεί τον καπιταλισμό νομοτελειακά ανελαστικό και ανεξέλικτο, αδυνατεί να δώσει διέξοδο στην ενόρασήτου και, τυφλωμένος από το δόγμα, δεν βλέπει αυτό που έρχεται.

Εν κατακλείδι επιλογίζοντας, ο Ένγκελς αποφαίνεται ότι ο Ντύρινγκ έχει το ακαταλόγιστο ένεκα μεγαλομανίας και συμπερασματολογώντας τον χαρακτηρίζει, όχι άδικα, τσαρλατάνο της φιλοσοφίας.

Εν τούτοις, αν μπορούσε να παρατηρήσει καταλεπτώς μέσα στο παραμορφωτικό φιλοσοφικό κάτοπτρο το οποίο επικαλείται, δίπλα στην μορφή του Ντύρινγκ θα διέκρινε και την δική του!