Ἰωνικὰ ἀναλογίσματα, ὑπὸ Ἴωνος Φιλίππου[7]

Ερχόμαστε πολύ αργά για τους θεούς και πολύ νωρίς για το Είναι!

Martin Heidegger

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΤΑΒΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ

μεσούσης τ ς ντολογικς παναστάσεως.

Αν ο Διαφωτισμός ορίζεται

ως το ιδεολογικό μωσαϊκό των ρευμάτων της Νεωτερικότητας συλλήβδην,

δηλονότι Εμπειρισμός και Ορθολογισμός, Ιδεαλισμός και Υλισμός,

Ωφελιμισμός και Θετικισμός, Φιλελευθερισμός και Σοσιαλισμός,

μετά την Οντολογική Επανάσταση

των Χάιντεγκερ, Χάιζενμπεργκ, Γκάιντελ

των ετών 39 – 43 Α.π. (1927- 1931),

ο Διαφωτισμός δεν είναι παρά ιδεολογικό σκύβαλο,

ένα περίψημα της Ιστορίας.

 

Η ιδεολογία εξωθεί προς ένα καρκινικό ιστορικό βηματισμό.

Ο ιδεολόγος είναι ο οπισθοβάτης της Ιστορίας

και τα πολιτικά κόμματα, καρκινικά ιδεολογικά αποτιτανώματα.

 

Κατά την γέννηση του Αρίου πολιτισμού και μεταξύ των ετών 1 Α. π. – 45 Α. π. (1889 – 1933) οπότε έλαβε χώρα η Αρία Επανάσταση του Ναζισμού, η καρδιά τόσο της Επιστήμης όσο και της Φιλοσοφίας χτυπά στην Γερμανία. Μαθηματικά, Φυσική, Λογική, Τεχνολογία, Επιστημολογία, Φιλοσοφία, Οντολογία, γνωρίζουν την περίοδο εκείνη στα γερμανικά πανεπιστήμια και τεχνολογικά ιδρύματα μια εκρηκτική ανάπτυξη ανώτερη κατά την ιστορική της σημασία τόσο από την θεμελίωση της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας στην Ελλάδα του Μυθικού πολιτισμού (Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Θαλής, Πλάτων, Αριστοτέλης, Ευκλείδης, Αρχιμήδης) όσο και από την αντίστοιχη Επανάσταση της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας στην Ευρώπη του Δυτικού πολιτισμού (Βάκων, Κοπέρνικος, Γαλιλαίος, Καρτέσιος, Νεύτων, Λάιμπνιτς, Καντ). Η εκρηκτική αυτή ανάπτυξη κορυφώθηκε με την Οντολογική Επανάσταση των Χάιντεγκερ, Χάιζενμπεργκ, Γκαίντελ (Godel) κατά την περίοδο 39 Α. π. – 43 Α. π. (1927 – 1931), η οποία μεταστοιχείωσε τον γαιοφυλετικό ρου της Ιστορίας σε συμπαντικό Λόγο και ούτω πως απετέλεσε τον προπομπό της Αρίας Επανάστασης του Ναζισμού. Μεσούσης της Οντολογικής Επανάστασης και στο πλαίσιο αυτής, μια κοσμοϊστορικής σημασίας αντιπαράθεση διημείφθη κατά την διάρκεια ενός Φιλοσοφικού Συνεδρίου στο Νταβός της Ελβετίας, που διεξήχθη τον Μάρτιο Απρίλιο του 1929 ή καλύτερα περί το τέλος του έτους 40 Α.π. Πρωταγωνιστές της μείζονος αυτής φιλοσοφικής διαμάχης ήσαν ο κορυφαίος Άριος στοχαστής Μάρτιν Χάιντεγκερ και ο επιφανής Εβραίος φιλόσοφος Έρνστ Κασσίρερ. Τα φιλοσοφικά μέτωπα που συγκρούσθηκαν στο Νταβός καθόρισαν τις εξελίξεις και διαμόρφωσαν τα μεθύστερα ρεύματα στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία κατά την διάρκεια του Κ΄ χριστιανικού και 1ου Αρίου αιώνα, έως τις ημέρες μας.

 

Ο Αριστοτέλης περιέγραψε με φιλοσοφική αρτιότητα και επιστημονική επάρκεια τονγεωκεντρικό κόσμο, χαρίζοντάς του ανέφελο βίο δύο χιλιετιών. Ομολόγως ο Καρτέσιος αρχικάκαι εν τέλει ο Καντ περιέγραψαν με φιλοσοφική αρτιότητα και επιστημονική επάρκεια τον εγωκεντρικό κόσμο, προσφέροντάς του ωστόσο νεφελώδη βίο μόλις τριών αιώνων. Η νευτώνεια θεωρία αποκαθήλωσε τον αριστοτελικό και πτολεμαϊκό γεωκεντρισμό, έτσι η Επιστημονική Επανάσταση του Δυτικού πολιτισμού σηματοδότησε την μετάβαση της φιλοσοφίας από τον θεολογικό γεωκεντρισμό του Μεσαίωνα στον ιδεολογικό εγωκεντρισμό της Νεωτερικότητας.

 

Εν τούτοις τρεις αιώνες μετά η κβαντική θεωρία καθαίρεσε τον καρτεσιανό και καντιανό εγωκεντρισμό, έτσι ώστε η Οντολογική Επανάσταση του Αρίου πολιτισμού να σημάνει την ανάβαση του στοχασμού από τον ιδεολογικό εγωκεντρισμό στον οντολογικό θεοκεντρισμό του Αριανισμού. Προκειμένου να κατανοηθεί η κρατούσα επιστημονική και φιλοσοφική ατμόσφαιρα κατά την ανατολή του Κ΄ χριστιανικού και 1ου Αρίου αιώνα, μια σύντομη ανασκόπηση των μεταφυσικών και φιλοσοφικών δογμάτων αλλά και επιστημονικών θεσφάτων που ανετράπησαν εκείνη την εποχή κρίνεται αναγκαία. Στην στροφή του αιώνα, η μαθηματική και φυσική τεκμηρίωση της Αρχής της Ασυνέχειας του Φωτός από τον Μαξ Πλάνκ και της Αρχής της Συνέχειας του Χωροχρόνου από τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, συμπαρομαρτούντων των προδρόμων αλλά και των διαδόχων αυτών, καθαίρεσαν οριστικά το νευτώνειο και ευκλείδειο κοσμοείδωλο. Η καινοφανής απόκριση της Φύσεως στον νέο τρόπο του ερωτάν που ήγειρε ο Άριος σήμανε την ριζική ανατροπή όχι μόνον των φυσικών και επιστημονικών θεσφάτων αλλά και των κρατούντων μεταφυσικών και φιλοσοφικών δογμάτων, που από τον ΙΣΤ΄ έως τον ΙΘ΄ αιώνα και εντός των κόλπων του Δυτικού πολιτισμού είχαν επιχειρήσει να συμφιλιώσουν, ακόμη και να συμπτύξουν σε ενιαίο σύστημα, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία.

 

Στο μεταίχμιο αυτής της μεταβατικής εποχής και ενώπιον ενός χαίνοντος αδιεξόδου εμφανίστηκε ο Χάιντεγκερ, προβάλλοντας την καινοτόμο οντολογία του ως μια ριζοσπαστική ερμηνεία της Φύσεως και της Ιστορίας, που ωστόσο αντλεί απ’ ευθείας από τις αρχαϊκές πηγές του στοχασμού. Ο πρώιμος Χάιντεγκερ αναπροσανατολίζει τον στοχασμό στον κόσμο των Ελλήνων, αρχήθεν τους προ-πλατωνικούς Ηράκλειτο, Παρμενίδη και Αναξίμανδρο, τους οποίους αναγορεύει εις στοχαστάς υψίστης οντολογικής τάξεως – και εκείθεν στον Πλάτωνα και κυρίως τον Αριστοτέλη, τον οποίο δικαίως αναγνωρίζει ως πατέρα της Μεταφυσικής. Εν τούτοις, προβαίνοντας σε μια ρηξικέλευθη ερμηνεία των έργων του Σταγειρίτη “Πρώτη Φιλοσοφία” (Μετά τα Φυσικά) και “περί Φυσικής Ακροάσεως”, στα οποία και σε αντίστιξη με τις συμβατικές μεταφυσικές ερμηνείες διακρίνει υπό μορφήν ψηγμάτων τις αποθέσεις του προ- πλατωνικού στοχασμού, ο Χάιντεγκερ ανατρέπει ριζικά την περί Μεταφυσικής κρατούσα θεώρηση σύνολης της δυτικής σκέψης. Εν αρχή αντλώντας απ’ ευθείας από τον Ηράκλειτο, “Ο κ μοῦ ἀλλτοΛόγου κούσαντας, μολογεν σοφόν τιν NΕν πάντα εναι” (50, Diels), ο Χάιντεγκερ εισάγει δια μέσου της γλώσσας μια ριζοσπαστική φιλοσοφική καινοτομία. Αποκαθιστά τον Λόγο στην κορυφή των κόλουρων εννοιών της φιλοσοφικής γλώσσας, η οποία αποδίδει συγκεχυμένα με τις γερμανικές λέξεις “Vernunft”, “Verstand” και τις λατινογενείς “ratio” “raison” το νόημα των αντιστοίχων ελληνικών λέξεων “λόγος”, “νους”, “νόησις”, “διάνοια”, ορίζοντας την γλωσσική ισοδυναμία: Λόγος ≡ Logos. Με τον τρόπο αυτό υποτάσσει την γνωσιολογική ερμηνεία των “Vernunft” ,“Verstand”,“ratio”,“raison” ως εννοιών της διανοίας στην πρότερη και υπερκείμενη οντολογική ταυτότητα του Λόγου. Η οντολογική αυτή θεμελίωση είναι κοσμοϊστορικής σημασίας, διότι αποδίδει εκ νέου την πρωτοκαθεδρία στον εγκαταλελειμμένο προ-πλατωνικό στοχασμό και ούτω πως αποκαθιστά την Φιλοσοφία, η οποία εντός του Δυτικού πολιτισμού υποβαθμίστηκε σε θεραπαινίδα της Επιστήμης στο ιστορικό βάθρο της, ως την καθ᾿ όλου Επιστήμη, δηλονότι ως τον Λόγο των επί μέρους επιστημών. Η ρηξικέλευθη αυτή επιστροφή του Χάιντεγκερ στον αυγασμό του Λόγου, ο οποίος ως ρίζωμα του όντος υπέρκειται του τρόπου της νόησης και των εννοιών της διανοίας, απετέλεσε και την βαθύτερη ουσία της φιλοσοφικής σύγκρουσης του Νταβός, που εκείθεν έσχεν ευρύτατες προεκτάσεις και συνέπειες στην φιλοσοφική και ιστορική κονίστρα του αιώνα μας.

Κατ’ ουσίαν, δια της αποσπάσεως του Λόγου από το Όν και της απονομής σε αυτόν της οντολογικής πρωτοκαθεδρίας, ο Χάιντεγκερ διακρίνει ριζικά και τελεσίδικα το Είναι καθ’ εαυτό ως μη-Είναι από το είναι του όντος και, ακόμη ριζοσπαστικότερα, αποσπά οριστικά την Γνώση ως την εντελέχεια της Επιστήμης από την Αλήθεια, που ως άρση της Λήθης του Είναι, είναι ο Λόγος της Φιλοσοφίας. Ιδού το θεμέλιο τη διαμάχης του Νταβός. Ποίος έστη εγγύτερα στην Αλήθεια, ο Άριος Χάιντεγκερ ή ο Ιουδαίος Κασσίρερ που ισχυρίζετο ότι η Αλήθεια είναι προσβάσιμη διά μέσου της γνωστικής αλύσου αιτίου-αιτιατού χορηγώντας το πρωτείο στην Επιστήμη; Διήλθαν μόνον δύο έτη από το Νταβός μέχρι την διατύπωση του “Θεωρήματος μη Πληρότητος”, δια του οποίου ο Γκαίντελ απέδειξε οριστικά και δια παντός με την χρήση των γνωσιολογικών εργαλείων της Λογικής, ότι η Αλήθεια είναι μη προσπελάσιμη από την Γνώση, δηλονότι επιβεβαίωσε την οντολογική προτεραιότητα της Αληθείας που διεκήρυξε ο Χάιντεγκερ, ολοκληρώνοντας τοιουτοτρόπως την Οντολογική Επανάσταση. Διδάσκοντας από καθέδρας το “Περί Φυσικής Ακροάσεως” ο Χάιντεγκερ διατυμπανίζει ωσαύτως την πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι ο Λόγος είναι αποσπασμένος από το Είναι των Όντων, δηλονότι από τον ανθρώπινο λόγο: Τοιουτοτρόπως η ορθότητα που αναζητεί η μεταφυσική και η βεβαιότητα που αναζητεί η επιστήμη έχουν γνωσιολογικό υπόβαθρο και ουχί οντολογικό θεμέλιο, ώστε η νεωτερική ανάδειξη της Λογικής σε ύψιστη μορφή του σκέπτεσθαι μετατρέπει απλώς τα όντα και τα πράγματα σε υποκείμενα και αντικείμενα δίχως να υπεισέρχεται στην αλήθεια τους: Αλήθεια δεν είναι η συμφωνία της γνώσης με τα πράγματα αλλά η εκκάλυψη του Είναι.

 

Δια του Καρτέσιου και εκείθεν δια του Καντ η ορθότητα εξέπεσε σε βεβαιότητα, δηλονότι η Μεταφυσική ενδιαιτήθηκε την ανάγκη της διαλεκτικής αποδείξεως και τοιουτοτρόπως εκφυλίστηκε σε Λογική, υποτάσσοντας τελεσιδίκως την Φιλοσοφία στην Επιστήμη. Ωστόσο, δύο μόλις έτη πριν το Νταβός ο Χάιντεγκερ στο “Είναι και Χρόνος” αποκαλύπτει την Αλήθεια ως άρση της Λήθης του Είναι και ουχί ως άρνηση του ψεύδους του λόγου και επιβεβαίωση της λογικής ορθότητας· ομολόγως την ίδια εποχή ο Χάιζενμπεργκ με την Αρχή της Απροσδιοριστίας καταρρίπτει ως ψευδή την φυσική και φιλοσοφική διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου και αντικαθιστά στις φυσικές διεργασίες την αποδεικτική βεβαιότητα με την πιθανοκρατική ενδεχομενικότητα: Η Φύση αποκρίνεται κατά τον τρόπο του ερωτάν. Η φιλοσοφική οδός για την Αρία Επανάσταση του Ναζισμού ήτο ούτω πως διάπλατα ανοικτή.

 

“Τι εστί ο χρόνος;” Το ερώτημα κατά τον Χάιντεγκερ είναι φιλοσοφικά εσφαλμένο και οφείλει να διατυπωθεί ως εξής. “Τις εστίν ο χρόνος;” Στο πέρασμα των αιώνων η φιλοσοφία έθεσε το ερώτημα του Χρόνου πολλαπλώς, εν τούτοις οι κυριότερες αποκρίσεις πριν την ριζοσπαστική ερμηνεία του Χάιντεγκερ είναι πέντε, εκείνες του Αριστοτέλη, του Πλωτίνου, του Αυγουστίνου, του Θωμά και του Καντ. Κατά τον Αριστοτέλη των Φυσικών (βιβλίο Δ, 219b1-2), “τούτο γαρ εστί χρόνος, αριθμός κινήσεως κατά το πρότερον και το ύστερον”. Η αριστοτελική Κίνησις σε αντίθεση με την νεωτερική κινητική του Χώρου είναι μεταφυσικά εντελής, διότι περιλαμβάνει πλην της εν τω χώρω μεταβολής, “την αύξηση και την φθίση” (ποσόν) καθώς και την “αλλοίωση” (ποιόν) της γέννησης και του θανάτου, είναι τουτέστιν οντική και ουχί κοσμολογική. Εν τούτοις, η αριθμητική αποτίμηση στον ανωτέρω ορισμό απωθεί τον Χάιντεγκερ, που διαβλέπει σε αυτόν τον οντικό και μη οντολογικό χαρακτήρα του χρόνου: Όσο δεν υπάρχει όν που να μπορεί να αριθμεί, δεν υπάρχει χρόνος άρα ο ορισμός του Αριστοτέλη αμαρτάνει οντολογικά. Ο Πλωτίνος ορίζει τον χρόνο ως την κινητή εικόνα της αιωνιότητος. Ούτε αυτός ο ορισμός ικανοποιεί τον Χάιντεγκερ, διότι θέτει τον χρόνο ως το όριο ανάμεσα στα κινούμενα όντα και το αιώνιο Είναι. Ο Αυγουστίνος, ο ιδρυτής του Υποκειμένου, είναι ο πρώτος που συνδέει απ’ ευθείας τον χρόνο με το Όν, θεωρώντας τον ως το εντατικό βίωμα της ψυχής. Ο Θωμάς ενοποιώντας την Πρώτη φιλοσοφία ως μεταφυσική ομού και θεολογία ήγουν οντοθεολογία, συνδέει τον χρόνο με την Ύπαρξη δηλονότι τον προσλαμβάνει ομού ως εντατικό και εκτατικό, σύνδεσμο του Υποκειμένου και του Αντικειμένου. Τέλος ο Καντ θεωρώντας τον Χρόνο ως μια από τις τρεις a priori μορφές της εποπτείας μαζί με τον Χώρο και την Αιτία, τον εγκαθιστά ως βίωμα του Εγώ. Η φιλοσοφική πρόσληψη του χρόνου από τον Καντ είναι σύμφωνη με τα πρότυπα της νευτώνειας επιστήμης του καιρού του. Ήδη όμως κατά την περίοδο 28-39 Α.π. (1917-1927) ο Χάιντεγκερ αφομοιώνει τις επαναστατικές ανατροπές της Επιστήμης του Κ΄ αιώνα, την Γενική Σχετικότητα της καμπυλότητας του ενιαίου και συνεχούς Χωροχρόνου και την Κβαντική Μηχανική των ασυνεχών δονήσεων της σωματοκυματιδιακής φύσης του Φωτός. Μάλιστα μεταξύ 1922-1927 ο Χάιντεγκερ παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις επιστημονικές εξελίξεις όντας σε στενή επαφή με τον ιδιοφυή φυσικό Βέρνερ Χάιζεμπεργκ, πατέρα της κβαντομηχανικής των μητρών και συνδημιουργό της Οντολογικής Επανάστασης του 39-43 Α.π., η οποία απετέλεσε τον πρόδρομο της Αρίας Επανάστασης του Ναζισμού.

 

Το χωροχρονικό συνεχές, η διπλόη Ύλης και Δόνησης και η ασυνέχεια των κβαντικών δονήσεων αποκαλύπτουν την φενάκη του Γεω-Εγώ, δηλονότι ότι το Εγώ δεν είναι παρά το γαιοφυλετικό όστρακο του Όντος, ένα γεωκεντρικό έρμα το οποίο ο Άριος οφείλει να αποτινάξει στον αγώνα του να κοινωνήσει τον Ουρανό. Ο Χάιζεμπεργκ αποκαλύπτοντας την Αρχή της Αβεβαιότητας το έτος 43 Α.π. (1927) ταυτόχρονα με την παρουσίαση του “Είναι και Χρόνος”, αποδεικνύει ότι η φιλοσοφική και μεταφυσική διάκριση της νεωτερικότητας μεταξύ Υποκειμένου-Αντικειμένου είναι ψευδής.

 

Είναι ο Χάιντεγκερ που κατανοεί οντολογικά την μείζονα σημασία της αποκάλυψης του Χάιζενμπεργκ: Στην Φύση και την Ιστορία δεν υπάρχουν υποκείμενα και αντικείμενα αλλά μόνον τα Όντα και τα Πράγματα που φανερώνονται στον ορίζοντα του Είναι και τα γεγονότα που τα συνδέουν μεταξύ τους.

 

Οντολογική θέαση είναι εκείνη όπου το όν θεάται τα όντα ομού με τον εαυτό του, η θέαση της θέασης, ιδού ο Πλωτίνος!

Το Εγώ ως έσοπτρο της σύντηξης υποκειμένου-αντικειμένου εντός της συνείδησης έχει οντολογικά υπερβαθεί, συνεπώς η επί του Εγώ θεμελιωμένη καντιανή ερμηνεία του Χρόνου είναι εσφαλμένη. Το οντολογικό αισθητήριο του Χάιντεγκερ τελεί εν εγρηγόρσει και ιδού η μεγαλειώδης υπέρβαση: Προβαίνει στην φιλοσοφική αποκαθήλωση του εκπεσμένου Εγώ (Ego) και στην ενθρόνιση του εκστατικού Εδώ (Da) ως του μοναδικού επί γαίας τόπου φανέρωσης του Όντος. Στην θέση του Εγώ της Συνείδησης ο Χάιντεγκερ δια μέσου της Μέριμνας (Sorge) του ενθάδε Είναι (Dasein) τοποθετεί το Εδώ της Πόλεως και στην θέση του Ανθρώπου της Φύσεως, ορθώνει το ουράνιο Όν που κατανοεί τον Κόσμο κατά τον τρόπο του Είναι, δηλονότι τον Άριο της Ιστορίας. Ούτω πως το Da-sein δεν είναι παρά ο Άριος στο ενθάδε της Πόλεως! Ιδού γιατί ο Χάιντεγκερ δεν είναι ναζιστής αλλά ο κρυπτικός αινικτής του ναζισμού. Δια του Εδώ της Πόλεως ο Χάιντεγκερ επιστρέφει στις καταβολές του στοχασμού και τις πηγές της φιλοσοφίας, τους προ-πλατωνικούς Οντολόγους και την Ελλάδα του Μυθικού πολιτισμού. Το Da-sein είναι ομού ο Αχιλλεύς της Ιλιάδος στην Τροία, ο Προμηθεύς του Αισχύλου στην Αθήνα, η Αντιγόνη του Σοφοκλή στην Θήβα, ο Λεωνίδας των Θερμοπυλών στην Σπάρτη. Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Αναξίμανδρος είναι οι πνευματικοί ταγοί στους οποίους οφείλουμε να επιστρέψουμε για να εμβαπτιστούμε εκ νέου στα ζώπυρα του Στοχασμού.

 

Η επιστροφή αυτή δεν είναι οπισθοβασία αλλά ανάβαση, ανάταση και ανάσταση της φιλοσοφίας: Η επιστροφή αυτή προσημαίνει τον Άριο πολιτισμό. Ανάμεσα στα όντα και τα πράγματα, τον Άριο και την Πόλι του, ο χρόνος είναι το εκστατικό νόημα του Είναι όπου ο Άριος συναντά το πεπρωμένο του, το φωτοστέφανο του Είναι, το Παρὠν που παραστέκεται το Όν στο ξέφωτο του Είναι, δηλονότι στο Εδώ της Πόλεως. Ο χρόνος δεν είναι “τί” αλλά “ποιος”, δεν μετρείται αλλά υπάρχει. Ο Άριος δεν είναι “Ζώον λόγον έχον” όπως ο άνθρωπος αλλά ο ποιμένας του Είναι.

 

Ο Χάιζενμπεργκ με την Αρχή της Αβεβαιότητος κατέστρεψε το Εγώ αποδεικνύοντας ότι το ερωτών υποκείμενο περιέχεται στην διερώτηση. Ο ερωτών δια μέσου του ερωτάν καθίσταται ο ίδιος αντικείμενο απορίας. Η Οντολογία είναι ένα ερωτάν, όπου ερωτούμε την ολότητα του όντος με τέτοιον τρόπο, ώστε εμείς οι ίδιοι να συμπεριλαμβανόμαστε στο ερώτημα. Το Εγώ ερωτά, ως υποκείμενο του ερωτάν: Ούτω πως η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου εκλείπει οριστικά από τον Κόσμο και συνεπώς ο Χρόνος την υπερβαίνει, υποστασιοποιούμενος στο Εδώ της Πόλεως. Στον ορίζοντα της Πόλεως το Είναι δεν είναι αλλά ουσιούται και ο χρόνος είναι η διανοικτότητα, το αναφαίνεσθαι από την κρυπτότητα, το εκφύεσθαι και ίστασθαι στην ακρυπτότητα του παρόντος. Η Πόλις είναι ομού η χρονικότητα και η ιστορικότητα του Είναι. Χρονικότητα είναι η ουσία δηλονότι ο Λόγος της Πόλεως. Ιστορικότητα είναι η ύπαρξη δηλονότι ο Κόσμος της Πόλεως.

 

Ο Χάιντεγκερ βοά. Η κληρονομημένη έννοια της μεταφυσικής είναι τετριμμένη, διότι έχει ως αντικείμενο την απόδειξη της ύπαρξης θεού και της αθανασίας της ψυχής. Η διπλόη του Αριστοτέλη είναι η φύσις του όντος καθ’ εαυτόν και ομού το είναι του όντος τουτέστιν το διπλό ερωτάν, ήτοι για το όν καθ όλου και για το τιμιότατον γένος. Εν τούτοις ᾿ η οντοθεολογία η οποία προέκυψε από τον σχηματισμό των κλάδων και εκείθεν των σχολών μεταφυσικής αντικατοπτρίζει την παρακμή του φιλοσοφείν. Μόνο τότε διαθέτουμε τον πυρσό να φωτίσουμε τα κεκρυμμένα θεμέλια της φιλοσοφίας, όταν διαφύγουμε από την πεπλανημένη βάσανο της απόδειξης. Ο Λόγος παραλαμβάνει το ατάκτως ερριμμένο, το ά-ρπαγμα της Φύσεως ως λεία και το καθιστά πράγμα της Ιστορίας. Εκείθεν το πράγμα παραλαμβάνει η Τέχνη, η οποία το καθιστά ύ-παργμα του Κόσμου, δηλονότι του χαρίζει την ύπαρξη, προσφέροντάς του την διά μέσου της θέας δηλονότι του φωτοστεφάνου του Είναι απτική (και ουχί οπτική…) επαφή με το όν. Υπαρκτό είναι το παρακτό, η εμφάνιση του όντος στο έργο τέχνης συνιστά το ίδιο το είναι. Η μορφή είναι η ουσίωση της Φύσεως, το πρότερο του κάθε είδους όντων, φύω σημαίνει τίκτω, το όν φύεται δηλονότι γεννάται. Η Φύσις είναι αρχή κινήσεως και είναι αναπόδεικτη, διότι έχει ήδη φανερωθεί. Στα φυόμενα ενεδρεύει η εντελέχεια, λέγω σημαίνει δηλώ ήτοι φανερώνω λος = φανερός) και λεχθέν είναι το εκ του λόγου φυόμενον. “Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ”, διά τούτο η Πόλις είναι ο τόπος φανέρωσης του Είναι. Ο λόγος ως λαμβάνειν από την κρυπτότητα είναι το άρχειν του όντος εν όλω. Το αντίθετο του λέγειν είναι το κρύπτειν, ενώ η πρόσληψη του άρχειν από την κρυπτότητα είναι το αποκαλύπτειν. Στον λόγο συντελείται το λαμβάνειν από την κρυπτότητα, αποκαλύπτεται το άρχειν του όντος, η Αλήθεια ως α-ρπαγή, αρπαγή προς απόσπαση από την κρυπτότητα. Φιλοσοφία είναι ο στοχασμός πάνω στο άρχειν του όντος, ο Λόγος είναι ο μίτος που άγει τον Κόσμο στην Αλήθεια.

Οι Έλληνες απέσπασαν το Όν από το Είναι που συλλέγει τα όντα και τα θέτει στην ακρυπτότητα. Καίτοι τότε το Νοείν και το Είναι βρέθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο, εν τούτοις το αντικείμενο παρέμεινε παντελώς άγνωστο. Στους Έλληνες η θέα είναι το βλέμμα και η γλώσσα είναι το ρήμα του Είναι. Το βλέμμα και το ρήμα είναι σήματα δηλονότι τρόποι της Ύπαρξης. Η ιστορία ως ιστορικότητα του Είναι, είναι μέλλον. Το θεμελιακό φαινόμενο του χρόνου είναι η έλευση άρα είναι το μέλλον μέσα στο παρελθόν. Τοιουτοτρόπως η ιστορία δεν είναι πρόοδος αλλά πόρος, διότι το αίνιγμά της είναι το ερώτημα, τι σημαίνει ιστορικώς το ενθάδε Είναι (Dasein). Η ιστορικότητα διαγιγνώσκεται οντολογικώς δια της χρονικότητας στο Εδώ της Πόλεως και καταλύει την αντικειμενικότητα. Ο ιδεατός κόσμος των ιδεών και των αξιών δηλονότι η μεταφυσική είναι εκδήλωση και εκδίπλωση της φυγής του Dasein από τον εαυτό του. Η ιστορία δεν χρήζει αναστοχασμού αλλά μυθοποίησης, διότι δεν είναι παρελθόν αλλά μέλλον. Το παρὠν είναι ιστορικό στην μελλοντικότητά του, ο μύθος είναι η καύσιμη ύλη που ωθεί την ιστορία στην ιστορικότητα: Η Πόλις συγκομίζει την Ιστορία ως ιστορικότητα και ο Άριος συγκομίζει την Πόλι ως χρονικότητα. Διανοικτότητα είναι η ανοικτότητα της Πόλεως προς τον Κόσμο, η ανοικτότητα της Πόλεως προς το Είναι φανερώνει ένα εμμενές σύστημα, το οποίο εν τούτοις είναι υπερβατικό δηλονότι ανοικτό προς την Αλήθεια. Ο αυθεντικός τρόπος του Είναι της διανοικτότητος είναι η ανεστιότητα δηλονότι το όν ως λεία, ως ά-ρπαγμα της Φύσεως, προτού γίνει ύ-παργμα της Ιστορίας. Ο Λόγος φανερώνει τα όντα στο Είναι δηλονότι τα αποκαλύπτει στον Κόσμο, μεταξύ Λόγου και Κόσμου παρεμβάλλεται η Φύσις που εντός της Πόλεως μεταποιείται σε Ιστορία. Στην Πόλη, δηλονότι στην Ιστορία, συνυφαίνεται εκ νέου ο Λόγος με τον Κόσμο.

 

Δεν υπάρχουν εξωιστορικές αιώνιες αλήθειες προσβατές από την φιλοσοφία αλλά μόνον η περατότητα του βροτού. Η διυποκειμενικότητα δεν εκκινεί από το συνειδέναι του υποκειμένου αλλά από την οντολογική δομή της γλώσσας, τοιουτοτρόπως η ερμηνευτική τίθεται στο επίκεντρο του φιλοσοφικού στοχασμού. Η ερμηνεία είναι σήμα και κλήση καθότι ο Ερμής είναι η αμφισημία κρυφού και φανερού, ούτω πως κάθε αντικειμενικότητα αποκλείεται από την ερμηνευτική κατάσταση. Καθώς το Είναι πλάθεται με τα υλικά του χρόνου, η ερμηνεία δεν είναι αντικειμενική ή υποκειμενική αλλά η εν χρόνω ύπαρξη. Η φυλή ιδρύει το είναι των όντων, η ενδοφυλετική πνευματική διάκριση είναι η γλώσσα και ο ηγέτης ενσαρκώνει την μοίρα του συλλογικού πεπρωμένου. Μόνο στο πνεύμα της Κοινότητος ελευθερώνεται η δύναμη του πεπρωμένου, εκεί όπου ο βροτός εκχωρεί την περατότητα στον λαό του και έτσι απελευθερώνεται από αυτή. Το βίωμα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως σύνδεση της ζωής με την ύπαρξη, όπου το υποκείμενο αναστοχάζεται αλλά το όν μυθολογεί αναλογιζόμενο την καταγωγή του, τον Όντα. Τόπος είναι η γωνία μεταξύ ορίζοντα και πόλου της ουράνιας σφαίρας, όπου το μηδέν που μας κυκλώνει τρέπει τον τόπο, δηλονότι την γωνία, σε αγωνία. Αγωνία είναι το ίστασθαι ενώπιον του μηδενός, το μηδέν είναι η επιστροφή στην πηγή του Είναι. Ο Άριος αντικρύζει το Μηδέν, καθότι δεν υπάρχει ενοχή στην ύπαρξη. Η χρονικότητα δημιουργεί τον χρόνο ένεκα του εκστατικού της χαρακτήρα, ο χρόνος δεν τρέχει αλλά ωριμάζει στον ορίζοντα του μέλλοντος, διότι δεν είναι τα γεγονότα που δημιουργούν την ιστορία αλλά η ιστορία που εκλύει τα γεγονότα ένεκα της ιστορικότητας του Είναι. Ιστορία είναι η ερμηνεία της ιστορίας όπου η χρονικότητα δίδει προβάδισμα στο μέλλον, ενώ η ιστορικότητα στο παρελθόν. Το πεπρωμένο είναι πεπερασμένο, είναι η ασπαίρουσα ψυχική εμπειρία του χρόνου. Στον καιρό μας, όπου η γλώσσα έχει καταστεί πληροφορία και εκπίπτει στο μηδέν, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την βεβαιότητά μας. Καθώς η ιστορικότητα του ανθρώπινου βίου δεν θεμελιώνεται στο συνειδέναι, η υπαρκτική αναλυτική της ερμηνείας του Είναι είναι η κατάλυση της μεταφυσικής που αξιώνει μια ριζική αναδιατύπωση του προβλήματος του Όντος.

 

Πριν τον Χάιντεγκερ ίσως μόνο στον Πλάτωνα ο στοχασμός και η λογοτεχνική έκφραση ευτύχησαν να έχουν συναντηθεί σε τέτοια ύψη. Εντός του βαρυτικού πεδίου της γλώσσας του Χάιντεγκερ ασκείται μια ιδιάζουσα έλξη. Σε αυτή την έλξη, την αίσθηση ιλίγγου που προξενεί η θέα ενός τοπίου από λέξεις, η καθομιλουμένη γλώσσα συνυπάρχει με την αυστηρή φιλοσοφική ορολογία συνθέτοντας ένα ιδιάζον λεξιλόγιο που δοκιμάζει να χαρτογραφήσει την εμπειρία του στοχάζεσθαι. Υπό την επίδραση ενός θάμβους που καλλιεργείται συστηματικά με ευφάνταστες ετυμολογίες, απροσδόκητες παρηχήσεις και μεταφορές, ο ακροατής βιώνει την αίσθηση αναμονής μιας επικείμενης αποκάλυψης.

 

“Η διαλεκτική είναι η σοφιστική της νεωτερικότητας”

Γκαίτε

 

“Η εβραιοποίηση των πανεπιστημίων και του πολιτισμού μας είναι τρομακτική”

Μάρτιν Χάιντεγκερ

 

Το φιλοσοφικό τοπίο της Γερμανίας κατά την ανατολή του Κ΄ αιώνα, την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και αμέσως πριν το Νταβός περιγράφεται συνοπτικά κατωτέρω. Κυρίαρχες είναι οι δύο νεο-καντιανές σχολές, αυτή του Μαρβούργου με προεξάρχοντες δασκάλους τον εβραίο Χέρμαν Κόεν, τον άριο Πάουλ Νάτορπ και τον επίσης εβραίο Έρνστ Κασσίρερ και εκείνη της Βάδης, λεγόμενη και Νοτιοδυτική. Ιδρυτής της είναι ο μεγαλύτερος νέο-καντιανός φιλόσοφος, Βίλχελμ Βίντελμπαντ. Η σχολή διαιρείται σε δύο κλάδους, τον άριο και τον εβραϊκό. Στον άριο κλάδο πρωταγωνιστεί ο διάδοχος του Βίντελμπαντ φιλόσοφος του Δικαίου Χάιντριχ Ρίκερτ και ο μαθητής του Λασκ, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Διδακτορικός και μεταδιδακτορικός φοιτητής του Ρίκερτ υπήρξε ο Χάιντεγκερ. Στην ρίζα του εβραϊκού κλάδου βρίσκεται ο Γκέοργκ Γιέλλινεκ, θεωρητικός της φιλοσοφίας του Δικαίου και νεωτερικός αναθεμελιωτής του Jus Soli (Δικαίου του Εδάφους) και των Δικαιωμάτων του Ατόμου, διάδοχος δε αυτού είναι ο επίσης εβραίος Χανς Κέλσεν, ο οποίος ομού με τον νεομαρξιστή φον Νόυρατ, τον νεοθετικιστή Κάρναπ και τον Σλικ αποτελούν συνδαιτυμόνες του επιστημολογικού Κύκλου της Βιέννης. Ο Χανς Κέλσεν υπήρξε σταθερός υπερασπιστής του δημοκρατικού Κράτους Δικαίου, αντίπαλος του Καρλ Σμιτ έως τον θάνατό του το 1973. Έναντι του νεο-καντιανού και νεο-μαρξιστικού αυτού τοπίου που υπερασπίζεται την Δημοκρατία της Βαϊμάρης ανθεί η φαινομενολογία του εβραίου Έντμουντ Χούσσερλ, που αντλεί από τον διδάσκαλό του Φραντς Μπρεντάνο και τροφοδοτεί τον πρώιμο στοχασμό του Χάιντεγκερ, η μεταφυσική του Νικολάι Χάρτμαν και ο περσοναλισμός του Μαξ Σέλερ. Ο βιταλιστικός ιστορισμός θεμελιωμένος από τον Βίλχελμ Ντίλταϋ διακονείται από μια σειρά εθνικιστών στοχαστών όπως ο Ότμαρ Σπαν, διάλεξη του οποίου στο πανεπιστήμιο του Μονάχου παρακολουθεί ο Φύρερ ένα μήνα προ της φιλοσοφικής διαμάχης του Νταβός, ο Έντβαρντ Σπράνγκερ και ο Λούντβιχ Κλάγκες. Στους εθνικιστές αισθητιστές και ποιητές που περιβάλλουν τον Στέφαν Γκεόρκε συμπεριλαμβάνεται και ο μέγιστος ιστοριοφιλόσοφος Όσβαλντ Σπένγκλερ. Τέλος στις σχολές της Βόννης και της Ιένας περιλαμβάνονται οι πρώιμοι ναζιστές Καρλ Σμίτ, μετέπειτα μέγας πολιτειολόγος του ναζισμού και αναθεμελιωτής του Jus Sanguinis (Δίκαιο του Αίματος) δηλονότι του Δικαίου της Λαϊκής Κοινότητος (Volk) και της θεωρίας του Κράτους, μέγας αντίπαλος του Κέλσεν, ο άριος νεο-καντιανός Μπρούνο Μπάουχ, διδάσκαλος του Κάρναπ στην Ιένα, και ο πατέρας της αναλυτικής λογικής Γκότλιμπ Φρέγκε. Μέσα σε αυτό το φιλοσοφικό περιβάλλον ο Χάιντεγκερ ανακάλυψε αμελητί στον πρώιμο ναζισμό, τον πολιτικό ξενιστή του στοχασμού του.

Το ερώτημα που θέτει ο Χάιντεγκερ στο Νταβός είναι καταλυτικό: Η φιλοσοφία είναι το ανιστορικό και ασηπτικό ίαμα των διανοουμένων του ασκητηρίου ή είναι δημόσιο άθλημα της Πόλεως και εκείθεν της Ιστορίας; Η αποστολή της είναι να απελευθερώσει τον στοχαστή από την υπαρξιακή του αγωνία ή να εκθέσει τον καθόλου άνθρωπο δηλονότι τον βροτό σε αυτήν κατά τρόπο ριζοσπαστικό; Εν κατακλείδι, η εισπίδυση του βροτού από την ζωή στην ύπαρξη είναι η ευδοκία του ησυχαστηρίου και του φιλοσοφικού άμβωνος ή η αγωνία του δεσμωτηρίου εντός του ιστορικού στίβου; Ο Χάιντεγκερ πιστεύει ότι η φιλοσοφία έχει το σκληρό καθήκον να ρίξει τον άνθρωπο από τα πνευματικά έργα στην σκληρότητα της μοίρας του.

 

Ο Κασσίρερ αντιθέτως εκφράζει τις διαφωτιστικές και φορμαλιστικές δυνατότητες της καντιανής φιλοσοφίας, ώστε η απάντησή του στο ερώτημα οφείλει να είναι ομολογία πίστεως: Η φιλοσοφία ελευθερώνει μόνον εκείνον που ορέγεται την ελευθερία. Επομένως, η Λαϊκή Κοινότητα (Volk) δεν είναι ο ξενιστής αλλά ο ξενηλάτης της φιλοσοφίας.

 

Το βαθύτερο ερώτημα που αναθρώσκει στο Νταβός είναι: Η Φιλοσοφία είναι κόρη, αδελφή ή μητέρα της Επιστήμης; Η Επιστημολογία επικροτεί την πρώτη θέση. Η Φαινομενολογία την δεύτερη και η Οντολογία την τρίτη.

 

Κατά τον Καντ το βασίλειο της αλήθειας των αντικειμενικά εγκύρων αληθειών είναι γνώσιμο και προσβάσιμο από τον περατό άνθρωπο, καθώς αυτός υπερβαίνει την περατότητά του. Αντίθετα ο Χάιντεγκερ πρεσβεύει ότι η αλήθεια είναι αποκαλυπτική του Dasein δηλονότι του Εδώ της Πόλεως. Δια του τρόπου αυτού ο Χάιντεγκερ αποκηρύττει τις παραδοσιακές φιλοσοφικές πλάνες και αποδέχεται την ουσιώδη περατότητα του όντος, εξεγειρόμενος κατά του ρασιοναλισμού της νεο-καντιανής παράδοσης: Η φιλοσοφία και δη η Οντολογία δεν μπορεί να αξιολογηθεί με γνώμονα την Επιστήμη. Τα αποφθέγματα του Χάιντεγκερ φέρουν ξέφτια από την εμπειρία του Είναι. Η τεχνική εκπορεύεται μεν από το Είναι, αλλά είναι ανουσίωση του Είναι και στέρηση.

 

Η ποιητική σχέση με την γλώσσα ποιμαίνει το Είναι. Η γλώσσα είναι πολυστρωματικό κειμήλιο συσσωρευμένης πολυπλοκότητας, ένα κοίτασμα ποιητικών, γραμματικών και φιλοσοφικών μόχθων αναρίθμητων γενεών. Συνεπώς η Ερμηνευτική του Dasein είναι η απείρως δημιουργική τέχνη της ερμηνείας των ερμηνειών του Είναι. Η αγωνία είναι είδος οντολογικής ναυτίας που αναρριχάται πάνω μας, κάθε φορά που προσεγγίζουμε την έμφυτη αστάθεια της ύπαρξής μας, την ανεστιότητα.

 

Η ανεστιότητα είναι η μοναδική προσαγόρευση που καλεί τους βροτούς να εισέλθουν στο χώρο του κατοικείν. Το Dasein μεταστοιχειώνει αλχημικά την Γνώση σε Αλήθεια εντός της Ιστορίας: Η αποκάλυψη/εκκάλυψη είναι είδος ύπαρξης. Η επιστήμη είναι έργο που παράγεται δια χειρός Dasein και ο θάνατος είναι το ανοίκειο μηδέν που γίνεται οικείο.

 

Ποια αφανής κατάσταση πραγμάτων λανθάνει στην ουσία της επιστήμης; Το ταξίδι προς το Αξιερώτητο είναι μια παλιννόστηση. Εντός της πλανητικής κυριαρχίας η πατρίδα δεν είναι πλέον εφικτή. Το κατοικείν είναι ο τρόπος με τον οποίο οι βροτοί είναι πάνω στην γη. Γη, ουρανός, βροτοί, θεότητες ανήκουν σε ενιαίο όλον, τον Οίκο. Οι θεότητες είναι νεύοντες αγγελιαφόροι της θειότητος. Μέσα στην ιερή επικυριαρχία της θειότητος ο θεός φανερώνεται στην παρουσία του ή αποσύρεται στην συγκάλυψή του. Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κατοικείν είναι το φείδεσθαι. Θνήσκω σημαίνει δύναμαι τον θάνατο ως θάνατο, ο βροτός θνήσκει υπό τον ουρανό και ενώπιον των θεών. Κακός ο πόλεμος αλλά χειρότερη η εκρίζωση ενός λαού και η καταδίκη του στον θόρυβο της ιστορίας. Το Είναι είναι ο αγγελιαφόρος ενός εσχάτου θεού, ο οποίος δεν κομίζει τίποτε παρά μόνο τον εαυτό του. Το Είναι είναι ο αιθέρας που εισπνέει ο βροτός.

Για το άλμα από την Λήθη προς την Αλήθεια απαιτείται φορά που θα καταστρέψει την νεωτερική Ευρώπη. Το ρήμα του Χάιντεγκερ είναι ένα κράμα προφητικού και μυθολογικού λόγου, μια θεμελιωδώς ιστορική σύλληψη της αλήθειας και υπαρξιακή σύλληψη της επιστήμης. Η ηχώ των λέξεων του υπαγορεύει τι θα πει. Ιστορώ σημαίνει μαρτυρώ, διερωτώμαι εις το τώρα. Ο μυστικισμός του είναι ατέρμονη γλωσσική λιτανεία: “Ερχόμαστε πολύ αργά για τους θεούς και πολύ νωρίς για το Είναι, η ακρόαση του Είναι γίγνεται ιδιοσυμβάν”. Ereignis.

 

Η νεο-καντιανή σχολή του Μαρβούργου περιέλαβε τα Μαθηματικά στην Λογική, οπότε η όλη ιστορική ανάπτυξη της επιστήμης συγκλίνει στην ταύτιση της αντικειμενικότητας της Νευτώνειας Φυσικής και της Ευκλείδειας Γεωμετρίας με την διυποκειμενική εγκυρότητα. Προβαίνοντας στην αντικατάσταση της υπόστασης από τον νόμο της επιστήμης στην γενική θεωρία της γνώσης, η σχολή του Μαρβούργου καταλήγει στο αίτημα περιγραφής της φύσης μέσω των καθολικών μαθηματικών νόμων, συστέλλοντας την φιλοσοφία στην Λογική και ούτω πως καθυποτάσσοντάς την στην φυσική Επιστήμη. Αντίθετα η σχολή της Βάδης διεχώρισε την μεθοδολογική πρόοδο της μαθηματικής επιστήμης από την Λογική. Το πλήρες βασίλειο της καθαρής λογικής είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα δίχως καμιά εγκυρότητα. Ο καντιανός απόλυτος χώρος απορρίπτεται άρα και οι καθαρές μορφές εποπτείας. Τοιουτοτρόπως ο Ρίκερτ οδηγείται στo αδιέξοδο σύνδεσης του υποκειμένου με την δι-υποκειμενική εγκυρότητα. Έξοδο από το αδιέξοδο αυτό αποτελεί η Φαινομενολογία του Χούσσερλ. Η προβολή της πραγματικότητος στις προθέσεις που την συνιστούν είναι η φαινομενολογική μέθοδος. Τρέποντας την ψυχή σε συνείδηση η φαινομενολογία θεάται το καθαρό φαίνεσθαι του παρόντος όντος. Θεωρία είναι η καθαρή σχέση με τις όψεις του παρόντος όντος, το φαίνεσθαι εντός του οποίου ακτινοβολεί η παρουσία των προθέσεων, όπου εδρεύει η a priori φαινομενολογική οριοθέτηση της εννοιολογικής δομής του πεδίου της συνείδησης. Ο Χούσσερλ απορρίπτει την καντιανή κοπερνίκεια επανάσταση, διότι η φιλοσοφία ως επιστήμη είναι ουσιωδώς ανιστορική. Το υποκείμενο της καθαρής συνείδησης είναι εντελώς ανιστορικό και ο φαινομενολογικός χρόνος είναι ουσιωδώς άπειρος.

 

Η Γεωμετρία του Χίλμπερτ είναι αξιωματικά θεμελιωμένη σε σχέσεις που ακτινοβολούν την σταθερότητα των μαθηματικά διατυπωμένων καθολικών νόμων. Η Λογική προβαίνει στην αντικατάσταση του Εγώ με αφηρημένες διανοητικές κατασκευές. Εν τούτοις ένα κρίσιμο ερώτημα παραμένει. Πως ενσωματώνονται εξ ολοκλήρου οι μη επιστημονικοί τρόποι αναπαράστασης – ο ηθικός, ο αισθητικός, ο μυθικός; Ο Κασσίρερ απαντά: Με συμβολικές μορφές. Μυθική συνείδηση για τον Κασσίρερ είναι η απόλυτη περιφρόνηση της διάκρισης φαινομένου και πραγματικότητας. Η υπόσταση έχει αντικατασταθεί από την σχεσιακή και λειτουργική έννοια του καθολικού νόμου. Μέσω όμως της εσωτερικής λογικής ολοκλήρωσης ο Κασσίρερ προσεγγίζει τον Κάρναπ και τον λογικό θετικισμό. Σύμφωνα με αυτόν, γνωρίζω ένα αντικείμενο σημαίνει ότι το προσδιορίζω μέσω εννοιών. Διάνοια είναι η υποκειμενική νόηση και αντιστρόφως. Ένα αυστηρό αξιωματικό σύστημα δεν είναι παρά μια λογική σχέση αντιστοίχισης, αλλά για τον Κασσίρερ δεν υπάρχουν συνθετικές a priori κρίσεις. Στον Καντ την δι-υποκειμενική επικοινωνία την διασφαλίζει το συνθετικό a priori.Αντίθετα για τον Κάρναπ το αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης δεν παραμένει ανολοκλήρωτο, διότι η τυπική λογική των Principia Mathematica της Αναλυτικής Λογικής των Russell-Whitehead λύνει άπαξ δια παντός το πρόβλημα της αντικειμενικής εγκυρότητας. Ο Κασσίρερ δεν συμμερίζεται την θέση του Κάρναπ, διότι επιφέρει τον αφανισμό των πολιτισμικών επιστημών. Αφού οι φυσικές έννοιες έχουν μετατραπεί σε έννοιες δομής, ο πολιτισμός γίνεται απρόσιτος. Η άμεση, αδιαμεσολάβητη γνώση απαιτεί μυθική συνείδηση. Εν τούτοις, ο Κάρναπ επελαύνει απτόητος με άρμα τον νεο-θετικισμό. Οι άχρονα έγκυρες αλήθειες υπάρχουν μόνο στα μαθηματικά και την λογική, τοιουτοτρόπως οι μυθικές μορφές σκέψης δεν μπορούν να έχουν καμιά φιλοσοφική αξία. Η φιλοσοφία γίνεται επιτέλους επιστήμη μέσω της λογικο-αναλυτικής μεθόδου. Ο Κάρναπ υιοθετεί με ενθουσιασμό ένα καθολικό, υπερεθνικό και υπεριστορικό σύστημα επικοινωνίας στην λογικομαθηματική γλώσσα της επιστημονικής σκέψης, ιδεώδες μιας ενιαίας ανθρωπότητας. Οραματίζεται ένα πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα αφοσιωμένο στον διεθνισμό, που εμπνέεται εξ ίσου από τον ρωσικό κομμουνισμό και την αμερικανική τεχνολογία. Περαιτέρω, μυκτηρίζει τον Χάιντεγκερ για τις ποιητικές “ψευδο-προτάσεις γνωσιολογικής αποτίμησης του μηδενός” που χρησιμοποιεί, οι οποίες κατά την κρίση του στερούνται κάθε λογικής άρα και φιλοσοφικής αξίας, όπως “ο χρόνος είναι χρονικός”, “το μηδέν μηδενεί” και άλλες.

Ο Χάιντεγκερ απαντά διαιώνια: Η σύλληψη της Αλήθειας ως βεβαιότητας της σκέψης από τον Αριστοτέλη ώς την Νεωτερικότητα οδήγησε στην βεβήλωση του Κόσμου, διότι το Μηδέν προηγείται οντολογικά της Λογικής και της Άρνησης, άρα δεν συνάγεται από αυτές – ώστε δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την βεβαιότητα μας.

Η Οντολογική Επανάσταση είναι παρούσα!

 

Έσχατος τίτλος τιμής για τον Χάιντεγκερ

είναι ο χαρακτηρισμός που του προσάπτει ο φον Νόυρατ:

“Ο Χάιντεγκερ είναι εχθρός του προλεταριάτου”.

Ο Χάιντεγκερ απαντά:

“Σήμερα ο Φύρερ αυτοπροσώπως, και μόνον Αυτός,

είναι η γερμανική πραγματικότητα και ο Λόγος της.

Heil Hitler !

Sieg Heil, Sieg Heil, Sieg Heil !

Μάρτιν Χάιντεγκερ, Λόγος Πρυτανικός 1933,

Έτος 45 Αρίου Πολιτισμού.

“Η καταιγίδα που μαίνεται στον στοχασμό του Χάιντεγκερ,

σαν κι εκείνη που εξακολουθεί να πνέει προς την μεριά μας

από τα έργα του Πλάτωνα χιλιάδες χρόνια μετά,

δεν προέρχεται από τον αιώνα στον οποίο αυτός έτυχε να ζει.

Έρχεται από το προαιώνιο Είναι

και αυτό που αφήνει πίσω της είναι κάτι τέλειο,

που σαν κάθε τι τέλειο, επιστρέφει στην πατρίδα του,

το προαιώνιο Είναι”.

Χάννα Άρεντ, Λόγος στα 80α γενέθλια του Χάιντεγκερ 1969,

Έτος 81 Αρίου Πολιτισμού