Ἐτήτυμα Ψέγματα (8)

Περὶ τῶν ἰδιωμάτων τῶν “Ἰωνικῶν Ἀναλογισμάτων” ὡς διακριτῆς ἑνότητος

Ἡ ἀνάνηψις αὕτη τῆς σειρᾶς “Ἐτήτυμα Ψέγματα” ὡς συντόμων παρατηρήσεων γίνεται ἐκ συγκεκριμένης εὐμενοῦς κι εὐχαρίστου ἀλλὰ διευκρίνισεώς τινος χρῃζούσης ἀφορμῆς. Ὀφείλω λοιπόν, καὶ μοῦ ἔχει ἄλλως τε ζητηθῆ ἐκ μέρους ἀναγνωστῶν μας, νὰ ξεκαθαρίσω ὅτι ὁ συγκεκριμένος (πράγματι συναρπαστικός, πάντως!) τρόπος ἐκθέσεως, ἐννοιακῆς ὀργανώσεως καὶ ἀφηγήσεως τῶν “Ἰωνικῶν Ἀναλογισμάτων” φέρει προσωπικὴν ἐπώνυμον ὑπογραφήν, τὴν τοῦ πολυΐστορος καὶ ἐμβριθοῦς στοχαστοῦ Ἴωνος Φιλίππου, παλαιοῦ μου φίλου ἐκ τῆς παλαιᾶς φρουρᾶς συναγωνιστῶν.

Ὁ Ἴων Φιλίππου ἔχει ἀναμφισβητήτως ὅλως ἴδιον τρόπον γραφῆς, τὸ δὲ μάλιστα προηγούμενον ἄρθρον του (Ἰωνικὰ Ἀναλογίσματα 4) κινεῖται μυθολογικῶς πως πρὸς σκιαγραφικὴν ὁριοθέτησιν μιᾶς πρωταρχαϊκῆς Ἀνελίξεως καὶ μιᾶς Καθὀδου, ἄνευ ἄρα ἀπαιτήσεων ἱστορικῆς κυριολεξίας, εἰς τῆς ὁποίας τὴν κατανόησιν ὁ πρὸς μυθολογικὴν ἀντίληψιν τοῦ οὐσιώδους καὶ Μεταφορὰν ἀδύναμος σύγχρονος ἄνθρωπος μοιραίως ναυαγεῖ ἐπιχειρῶν.

Ἐν τούτοις ὁ συγγραφεὺς τοσούτῳ μᾶλλον ἐπιμένει εἰς μυθογραφικὴν ἀποτύπωσιν, ὅσῳ ἡ ἐποχή μας ἀδυνατεῖ νὰ τὴν ἐννοήσῃ·  παρεμπιπτόντως, ἂν μοῦ ἐπέτρεπεν τὸ φιλικὸν σκῶμμα θὰ τῷ ἔλεγον πὼς ἡ ἀξιολόγησις/ἐπιλογὴ τοῦ κοινοῦ του καὶ τοῦ ἐν γένει περιγύρου οὐδέποτε ὑπῆρξε τὸ ἰσχυρόν του σημεῖον κατὰ τὸ παρελθόν!

Τὰ κείμενα λοιπὸν αὐτὰ εἶναι τοῦ Ἴωνος Φιλίππου – ὄχι δ᾿   ἀναγκαίως καὶ τοῦ Ἅρματος κατὰ τὸν τρόπον ἐκθέσεως τῶν (κοινῶν μας!) Ἰδεῶν.

Τούτου ἅπαξ ἔτι διευκρινισθέντος, πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι ἡ παροῦσα (καὶ ὄχι, φερ᾿ εἰπεῖν, ἡ πρὸ 3-4 δεκαετιῶν) ὑποκειμένη ὀντικὴ ἀντίληψίς του συνᾴδει πλήρως κι ἐναρμονίζεται πάντως πρὸς τὴν ἰδικήν μου καὶ τοῦ Ἅρματος.

Τὸ ἔμβρυον ἐντὸς τῆς ἐγκύου προοδεύει καὶ πλάθεται ὄχι βάσει τυφλῶν χημικῶν διεργασιῶν ἀλλ᾿ ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τοῦ ζῶντός του ἀρχετύπου καὶ τοῦ αἰθερικοῦ του διαμέσου, διὸ π.χ. κι ἂν ἐκκοπῇ ἕνα του ἄκρον, τοῦτο ἀναπλάθεται κατὰ τὴν ἐμβρυογένεσιν!

Περαιτέρω ἡ ἔννοια τῆς Φυλῆς εἶναι πολὺ συνθετωτέρα καὶ ἀνωτέρα τῆς στατιστικῆς της περιγραφῆς ὑπό τινος κοσμικῶς/ὀντολογικῶς πανηλιθίου ἐνδεχομένως συγχρόνου γενετιστοῦ καὶ τῆς θεοτύφλου του ὑλιστικῆς στατιστικῆς προσεγγίσεως, ἀδυνάμου κατὰ 95% νὰ μᾶς διακρίνῃ π.χ. ἐκ τοῦ βατράχου – πόσῳ μᾶλλον μεταξύ μας! Βεβαίως τὸ ὅτι κατὰ τὸ πρόσφατον παρελθὸν τῆς ἰδιοτύπου ταύτης χώρας ἐπώνυμοί τε καὶ ἀνώνυμοι ἐθνικισταὶ ἢ καὶ “ἐ/σ” ἠδυνάτουν καθ᾿ ὁλοκληρίαν νὰ διακρίνουν μεταξὺ βατράχου καὶ Ἀρίου, π.χ., οὐδόλως κολακεύει εἴτε τὸν χῶρον εἴτε τὴν θαυματουργὸν ταύτην χώραν, ἐν τῇ ὁποίᾳ πάλιν ἐπὶ παραδείγματι ἡ ἐλπὶς ἀνακάμψεώς της ἐκ τῆς ὁλικῆς της καὶ καθολικῆς χρεωκοπίας ἐναποτίθεται ὑπὸ τῶν ἰθαγενῶν εἰς ἐκείνους ἀκριβῶς ποὺ τὴν ἤγαγον ἐκεῖ – αἱ δὲ οἷαι κινήσεις ὑποτιθεμένης (ἢ προφασιζομένης…) φυλετικῆς συνειδητότητος καὶ καθαρότητος ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ τῶν θαυμάτων συνησπίσθησαν συνηθέστατα ὄπισθεν τύπων, ποὺ θὰ ἠδύναντο κάλλιστα νὰ κάμουν τὸ ἴδιο στὴν Τυνησία ἢ στὴν Αἴγυπτο… Καὶ μακάρι νὰ μποροῦσε κάποιος νὰ μοὔλεγε πὼς ὑπερβάλλω – ἀλλὰ δὲν μπορεῖ!!!

Καὶ ἡ φυλὴ λοιπὸν κέκτηται τὰ ψυχονοητικά της ζῶντα ἀρχέτυπα, τὰ ὁποῖα “πατοῦν” κι ἐκδηλοῦνται φυσικῶς ἐπὶ συγκεκριμένων τους ἐκφάνσεων, ὅπως τὸ θεῖον καὶ τὸ αἰώνιον φαίνονται κι ἐκφράζονται καὶ ὁμιλοῦν διὰ στόματος τῶν φυσικῶν τους ἐκτύπων. Ἐκεῖ βλέπει ὁ διορατικὸς καὶ ἀληθῶς νοήμων τὴν θεμελιώδη διαφορὰν καὶ διάκρισιν – ὄχι τόσον ὡς διάφορα ποσοστὰ (ἀν)ὁμοιότητος γονιδιωμάτων ἀλλ᾿ ὡς κατ᾿ ἀρχὴν καὶ κατὰ πρόπλασμα διαφόρους ἐκφάνσεις διαφορετικῶν καὶ ἀλλαχοῦσε κι ἑτέρωσε κι ἀλλοτρόπως ἐστραμμένων ὀντικῶν οὐσιῶν τῶν διαφόρων Ἀρχετύπων! Ἡ μεγίστη πολιτικὴ ἐνσάρκωσις τοῦ Ε/Σ διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ἔλεγεν: “Der Gott, der uns geschaffen hat” – ἤτοι: Ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔφτιαξε ἐμᾶς, ἤγουν ὁ Θεὸς τῶν Ἀρίων (καὶ ὄχι τῶν ἀχρείων μηδὲ τῶν … ἀφρίων!) – καὶ εἰς τὸν ὁποῖον πειθόμεθα καθ᾿ ὅσον κι ἐφ᾿ ὅσον ἐν ἐγρηγορυίᾳ Μνήμῃ (ἀ-ληθείᾳ ἀναιρούσῃ τὴν ἐντροπικῶς προβαίνουσαν ἀ-μνησίαν, ἐκ-κέντρωσίν μας κι ἐκτροπήν) εἴμεθα πιστοὶ εἰς τὸν ἀ-ληθῆ ἀνώτερον Ἑαυτόν μας, Ἑαυτὸν οἴκοθεν ἀντίθετον κι ἀντίρροπον τῶν κατωτέρων μας “ἐγώ”, ὅπως δὲν ἔχει κἂν ὑποψιασθῆ τὸ 99,9% τῶν ὡς δῆθεν (καὶ κατὰ καλπάζουσαν φαντασίαν) ἐ/σ βαυκαλιζομένων!


Εὐστοχώτατα λοιπὸν ὁ Ἴων Φ. διακρίνει μεταξὺ Γένους καὶ Εἴδους, ὅπου ὡς Εἶδος νοητέον τὸ φυσικὸν κέλυφος τοῦ Γένους/Φυλῆς ποὺ ἀπομένει, ὅταν παρ᾿ Ἀρίοις ἐξασθενήσῃ ὁ φωτοτρόπος οὐράνιος Νοῦς, ἐν ᾧ ἡ ὑπόστασις τοῦ οὐρανίου του Γένους ἀνταξίως διενεργεῖται καὶ ἐγκαθιδρύεται διὰ τοῦ διηνεκοῦς κι ἀκαταπαύστου Μεγάλου Πολέμου – ὑπὸ τὴν σταθερὰν καθοδήγησιν ὑπὸ τοῦ ἡνιόχου θεοειδοῦς Ἡγεμονικοῦ του ἐντός του: τὸ ὁποῖον ἀκριβῶς ὁ ἀρχαϊκὸς Ἡγεμών, ὁ Βασιλεὺς τῆς Χρυσῆς Ἐποχῆς κατ᾿ Ἰούλιον Ἔβολα, καὶ ἐνεσάρκωνεν ὡς ἁπτή του ὑπόστασις, ὡς γεφυροποιὸς (Pontifex) πρὸς τὸν Οὐρανόν, τὸ καθαρὸν τοῦ Νοῦ, τοῦ Ὄντος, τῶν Θεῶν μας – τοιουτοτρόπως ἐν ταὐτῷ λειτουργῶν ὡς ἡγεμὼν ἔνδοθί τε κι ἔξωθεν, ἐν μιᾷ χρυσῇ πρωταρχικῇ συμπαγεῖ ἑνότητι.

Ἐπειδὴ δὲν προτίθεμαι ἐνταῦθα νὰ ἐπεκταθῶ, λαμβάνω χακτηριστικὸν ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ τελευταίου κειμένου τοῦ Ἴωνος Φ. ποὺ ἐναρμονίζεται πλήρως πρὸς τὰ ἀνωτέρω:

“Ο άνθρωπος βαθμιαία χάνει την δύναμη να μετέχει σε όλες τις υποστατικές βαθμίδες του, να μεθίσταται από την μία στην άλλη. Η υποστασιοποίηση του νου εξασθενεί, η αείρροη κλίμακα που τον συνδέει με τον ουρανό διακόπτεται. Αρχίζει και γι’ αυτόν ο αέναος κύκλος της φθοράς. Νούς, ψυχή, πνεύμα, σώμα, ουρανός, γη. Εντροπία, ετερογένεια, επίδραση, επιλογή, γέννηση, θάνατος, ζωή. Με τη σύλληψη του τρίτου φεγγαριού το Ριζικό Γένος του ανθρώπου σβήνει. Ιδού η πτώση, ως λήθη του ουρανού. Ο άνθρωπος γίνεται είδος κρατώντας την ανάμνηση του γένους του.

Με την ανέλιξη του χρόνου η ετερογένεια κυριαρχεί. Η αδιάπτωτη υποστατική κλίμακα μεταξύ ουρανού και γης εκφυλίζεται. Ο άφυλος άνθρωπος, ακόμη ρευστός και χωρίς την εύνοια του ουρανού, μεταλλάσσεται. ”

Καθὼς δὲ κυριαρχεῖ ἡ ἑτερογένεια, ἡ ἐπιμειξία καὶ ὁ “ἐκ-Τσανταλ-ισμός” τοῦ βαθμηδὸν (καὶ σήμερον πλέον ῥαγδαίως!) ὑπανθρωπιζομένου ἀνθρώπου, ἐκλείπει διὰ παντὸς ἡ πρὸς τὸν Οὐρανόν μας εὐγονικὴ κι εὐγενικὴ γέφυρα ἔτι καὶ ὡς ἐλπιζομένη ἐντελέχεια – ἐπικρατούσης τῆς Δυσγονίας, τῆς ἐθελοτύφλου Ἀδιακρισίας, τῆς Δημοκρατίας/Πληβειακότητος, τῆς Συγχύσεως, τῆς ἐσωτερικῆς Ἀγνωσίας καὶ τῆς Κοσμικῆς Ὕβρεως καθ᾿ ὅλας της τὰς ἐκφάνσεις.

Κατὰ δὲ τὰ λοιπά τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, θὰ ἦτο ἀντάξιον τούτου νὰ διετυποῦτο ὡς συναρπαστικὸν ποίημα μετὰ τῆς πληρότητος τῶν ὑπερόχων του κοσμικῶν μεταφορῶν, ἀτρεκῶς καὶ προσηκόντως προσλαμβανομένων ὑπὸ τοῦ ἱκανοῦ ἀναγνώστου.

Στέφανος Γκέκας