Περὶ τοῦ Μίκη Θεοδωράκη…

Κηδεύτηκε προ ολίγων ημερών ο Μίκης Θεοδωράκης. Η κηδεία του εμβληματικού μουσικοσυνθέτη στάθηκε αφορμή για πολλές δημόσιες συζητήσεις αναφορικώς με την ιστορική του διαδρομή, τις πολιτικές του επιλογές, το καλλιτεχνικό του έργο, τον βίο και την πολιτεία του.

Επρόκειτο αναμφιβόλως για έναν μεγαλοφυή μουσικό, πολυσχιδή και άκρως δημιουργικό. Κι αν το συμφωνικό του έργο (το οποίο ο ίδιος θεωρούσε ως το σημαντικότερο κομμάτι του έργου του) παραμένει εν πολλοίς άγνωστο στο ευρύ κοινό, οι πάμπολλες λαϊκότροπες δημιουργίες του αναγνωρίζονται ως μεγάλης αξίας, κυρίως διότι κατάφερε να συνδέσει αρμονικά το λόγιο στοιχείο της συμφωνικής μουσικής που είχε σπουδάσει με τους λαϊκότροπους μουσικούς δρόμους – που όμως είχαν άμεση σχέση με την παραδοσιακή μουσική και όχι με την γυφτίζουσα υποκουλτούρα της μέσης Ανατολής, που είχε επίσης διεισδύσει στην ελλαδική μουσική πραγματικότητα την ίδια περίοδο, αποτελώντας τον αντί θετο πόλο.

Επίσης, με την συστηματική μελοποίηση σπουδαίων Ελλήνων ποιητών ο Θεοδωράκης κατέστησε προσιτή την ποίηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, το οποίον, αν δεν είχε συμβεί, η δεδομένη πορεία εξοριενταλισμού των μαζών στην σύγχρονη Ελλάδα θα ήταν ακόμα βαθύτερη και ταχύτερη.

Λειτούργησε λοιπόν η μουσική του Θεοδωράκη ως μία αντίρροπη δύναμη σε μία εν γένει τάση εξοριενταλισμού της νεοελληνικής κοινωνίας.

Μπορεί μάλιστα συναφώς να παρατηρήσει κανείς ότι, αφ’ ότου ο Θεοδωράκης έπαψε να δημιουργεί και έφυγε από το μουσικό προσκήνιο,  κυριάρχησε πλέον στις μάζες ολοκληρωτικώς η ερεβώδης γυφτοκουλτούρα των αθιγγανοτσιφτοσκυλάδικων, όπως τραγικά διαπιστώνουμε σήμερα.

Η μουσική του Θεοδωράκη είχε καταφανώς επικό χαρακτήρα. Πολλές μελωδίες του ήταν γραμμένες σε ρυθμό εμβατηρίου! Στο αριστουργηματικό ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ υπάρχει ακόμη και μέρος γραμμένο σε ρυθμό τσάμικου! Με την δωρική μάλιστα φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση η μουσική του Θεοδωράκη απογειώθηκε, βρίσκοντας την τέλεια εκφραστική απόδοση ενός ελληνοπρεπούς ηχοχρώματος, λιτού και αρρενωπού.

Έτερο μεγάλο κεφάλαιο της διαδρομής του Θεοδωράκη ήσαν οι πολιτικές ιδέες και ο στοχασμός του. Οι περισσότερες από αυτές, όπως τουλάχιστον αποτυπώνονται σε συνεντεύξεις και κείμενά του, ήταν αναμφιβόλως υγιείς – έστω κι αν ταυτόχρονα έκρυβαν τεράστιες αντιφάσεις. Αν είναι κάτι εντελώς ακατανόητο στα κατά καιρούς λεγόμενά του, αυτό είναι κυρίως το ότι παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός σε μία πολιτική ταυτότητα (την κομμουνιστική)  η οποία, κατά τα λοιπά, του ήταν ουσιαστικά εντελώς ξένη! Αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο μυστήριο γύρω από την προσωπικότητά του!

Ήταν όμως αυτό το παράδοξα μαζί και μέγα ιστορικό δυστύχημα, διότι στην προπαγανδιστική αξιοποίηση της μουσικής του Θεοδωράκη (σε συνδυασμό με την εκπεφρασμένη πολιτική του στράτευση) οφείλει το ΚΚΕ το μεγαλύτερο μέρος της δυνάμεως και της απηχήσεώς του διαχρονικώς! Διότι, ως γνωστόν, οι μάζες περισσότερο υποβάλλονται από την τέχνη, από την επιδραστική στον ψυχισμό δύναμη της αισθητικής παρά από λογικά επιχειρήματα. Γι’ αυτό άλλωστε είναι βέβαιον ότι πολλοί περισσότεροι Έλληνες ρυμουλκήθηκαν στην κομμουνιστική ουτοπία υπό την επιρροή των μελωδιών του Θεοδωράκη παρά από τα αντιφυσικά, άκρως ανιαρά και ακατάληπτα δογματικά κι απολιθωμένα τσιτάτα των μαρξιστών ινστρουχτόρων.

Βεβαίως οι σχέσεις του Θεοδωράκη με τις μονολιθικές ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων ήσαν κατά καιρούς από συγκρουσιακές έως απολύτως εχθρικές. Σε ανύποπτο χρόνο είχε μάλιστα εκφράσει την πλήρη απογοήτευσή του από την πορεία εφαρμογής του κομμουνισμού και από την κατεύθυνση της αριστεράς εν γένει. Δεν κατάφερε όμως να πραγματοποιήσει το μεγάλο βήμα αναγνωρίσεως και συνειδητοποιήσεως, ώστε να παραδεχθεί ανοιχτά ότι είχε κάνει μέγα λάθος!

Για πολλούς Έλληνες ακόμη και το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, αυτό το ολόφωτο μουσικο-ποιητικό αριστούργημα που αποπνέει καθαρή Ελληνικότητα, ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί ως είχε, ακριβώς διότι για πολλούς Έλληνες στεκόταν αδύνατον (και εν πολλοίς ακόμη τους είναι τούτο δυσυπέρβλητο) να αποσυνδέσουν ψυχολογικώς την πρόσληψη του έργου αυτού καθ’ αυτού από την εικόνα της αριστερίστικης πλέμπας που, ευτελίζοντάς το μάλιστα χυδαία, το οικειοποιήθηκε και συνειρμικώς ταυτίστηκε μαζί του.

Πολλοί εξ ημών, επί παραδείγματι, από νεαρά παιδική ηλικία βιώνουμε βαθύτατη υπαρξιακή σύγκρουση με την ουσία και την αισθητική του μπολσεβικισμού όπως π.χ. εκφραζόταν σε σχολικές “γιορτές πολυτεχνείου”. Τελειώνοντας κάποιοι εξ ημών το σχολείο σε εποχές οξύτατου πασοκοαριστερισμού, δεν ήταν παράξενο να νοιώθουμε διωκόμενοι και αποσυνάγωγοι των διαφόρων «γιορτών της δημοκρατίας», πάντοτε διανθισμένων με «επαναστατικά» τραγούδια του Θεοδωράκη εντός του όλου πλαισίου της κατεστημένης πληβειακής αριστερίλας. Ωστόσο, αν προσπαθήσει κανείς να αξιολογήσει την μουσική του Θεοδωράκη αντικειμενικώς, αποσυνδέοντάς την από την περιρρέουσα πληβειακότητα του αριστερισμού που την οικειοποιήθηκε, αυτή αποκαλύπτεται ως εκπροσωπούσα και ενσαρκούσα έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο!

Το πιο ενδιαφέρον όμως – και ίσως άγνωστο σε πολλούς – είναι ότι οι ιδέες του Θεοδωράκη ήσαν εντυπωσιακά πατριωτικές! Γι’ αυτό και η εμμονική ταύτισή του με το μπολσεβικικό κίνημα συνιστά μεγίστη εσωτερική του αντίφαση, που μόνο με ψυχαναλυτικούς όρους θα μπορούσε να ερμηνευθεί.

Κι όμως επρόκειτο για άτομο φιλοσοφημένο σε επίπεδο κοσμοθεάσεως, που άγγιζε την ουσία του κόσμου μέσω της μουσικής, την οποία αντιμετώπιζε μεταφυσικά ∙  δεν μπορούσε όμως – ατυχέστατα – αυτή την αντίληψη να την συνδέσει αρμονικά με την πολιτική φιλοσοφία. Εκεί έπασχε τραγικώς!

Και ο λόγος ήταν μάλλον ψυχολογικός. Έτρεφε μία βαθειά αυταπάτη, την οποία δεν κατάφερε να εγκαταλείψει ώς το τέλος της ζωής του: Ήλπιζε πως το κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδος, ίσως υπό την δική του επιρροή, θα εξελισσόταν διαφορετικά από τα υπόλοιπα.

Κατά βάθος δεν μπόρεσε, δεν τόλμησε να πραγματοποιήσει το θαρραλέο άλμα αναγνωρίσεως: της αναγνωρίσεως ότι είχε στρατεύσει ολόκληρη την ζωή και την ύπαρξή του σε έναν λανθασμένο πολιτικό στόχο. Σε κάποιες στιγμές το αναγνώριζε εν μέρει, δεν το ομολόγησε όμως ποτέ ανοικτά και ξεκάθαρα, με το θάρρος π.χ. του Τάκη Λαζαρίδη. Δεν κατάφερε να ομολογήσει δηλαδή, χωρίς περιστροφές, πρώτα στον ίδιο τον εαυτό του, αυτό που σε στιγμές διαυγείας μερικώς διέβλεπε: “ήμουν πολιτικώς λάθος!”

Πρόκειται λοιπόν για περίπτωση ανθρώπου και μουσουργού που δεν μπορεί εύκολα να ταξινομηθεί. Μια κατηγορία μόνος του! Άνθρωπος με μεγάλη εσωτερική δύναμη, πηγαία έμπνευση και έμφυτη επαναστατικότητα αλλά γεμάτος εσωτερικές αντιφάσεις, αντινομίες και συγκρούσεις. Ίσως πρόκειται για την μοναδική περίπτωση ενός “κομμουνιστή-μυστικιστή”, που επέμενε να προσβλέπει σε έναν σοσιαλισμό με εθνικά-πατριωτικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό και άπειρες φορές ήλθε σε σύγκρουση με τις ηγεσίες των αριστερών κομμάτων.

Θα ήταν επιπόλαιο λοιπόν να προβούμε σε οριστική και συνολική αποτίμηση της προσωπικότητος και του έργου του βεβιασμένα. Δεν φαίνεται να ίσχυε η κατηγορία ότι πήγαινε “όπου φυσάει ο άνεμος”. Μάλλον ήταν υπερβολικώς ρομαντικός και ευελπιστούσε να προωθήσει τα πολύ προσωπικά του οράματα, θεωρώντας ότι θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει μηχανισμούς, τους οποίους ουσιαστικά ούτε μπορούσε να ελέγξει ούτε είχε κάτι κοινό μαζί τους. Γι’ αυτό και γνώρισε πολλές απογοητεύσεις και διαψεύσεις. Ίσως έπασχε από μία μορφή δονκιχωτισμού, καθώς προσπαθούσε να συνταιριάξει μέσα του δύο ασύμβατα στην ουσία τους πράγματα: μία μεταφυσική σύλληψη της ελληνικότητος που προήρχετο από τα μύχια του ψυχισμού του αφ᾿  ενός με την πολιτική δέσμευσή του στο όραμα της κομμουνιστικής ουτοπίας αφ᾿  ετέρου, στην οποίαν είχε προσκολληθεί από νέος λόγῳ τραυματικών βιωμάτων, που τον είχαν τελικά στιγματίσει σε επίπεδο αναμνήσεων και από τις οποίες φαίνεται πως δεν μπορούσε να αποκοπεί.

Αποτολμούμε μίαν εικαασία και μία πρόβλεψη:

Εικασία: Αν είχε επικρατήσει στην Ελλάδα ο κομμουνισμός το 1949, ο Θεοδωράκης σύντομα θα έπιπτε σε δυσμένεια και ίσως να εξοντώνονταν σε κάποιο γκούλαγκ… Αρκεί κανείς να σκεφθεί πώς συμπεριφέρθηκε το σοβιετικό καθεστώς σε διαπρεπείς μουσικούς που συνέθεσαν σπουδαία έργα για να στηρίξουν την ΕΣΣΔ, όπως ο Προκόφιεφ, ο Σοστακόβιτς κ.λπ. . Οι πιο διορατικοί συνθέτες είχαν φροντίσει εγκαίρως να εγκαταλείψουν τον σοβιετικό “παράδεισο” (Σκριάμπιν, Ραχμάνινοφ, κ.λπ.).

Πρόβλεψη: Με την επιθετικά αντεθνική-εθνομηδενιστική τροπή της ελληνικής αριστεράς, σε λίγα χρόνια η μουσική του Θεοδωράκη θα καταγγέλλεται ως εθνικιστική ή και φασιστική…

Η αριστερά δεν θα αργήσει να καταγγέλλει ως “φασιστικό” κάθε τι που θα αποπνέει ίχνη έστω ελληνικότητος. Θα αποδέχεται μόνο αραβικά, νέγρικα, γυφτολαϊκά κ.ο.κ.

Συμπερασματικά μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν άτομο που διέθετε στοχαστική ευαισθησία. Επιπροσθέτως μπορούμε να διακρίνουμε ότι τα κίνητρά του ήταν αγαθά, ειλικρινή, ανιδιοτελή και αγνά. Είχε επίσης δημοσιοποιήσει πολύ ενδιαφέρουσες περιγραφές για τον μυσταγωγικό και υπερβατικό τρόπο με τον οποίο εμπνεόταν και συνέθετε τα έργα του. Τα βιώματά του αυτά τα είχε επεξεργασθεί και φιλοσοφικώς, αναπτύσσοντας την λεγόμενη από τον ίδιο θεωρία της “Συμπαντικής Αρμονίας”, με έναν τρόπο που θυμίζει έντονα τον εσωτερισμό των πυθαγορείων ή του Γκουρτζίεφ, που έδιδαν μεγάλο βάρος στην μυστικιστική υφή της μουσικής.

Επρόκειτο λοιπόν για μία άκρως αινιγματική προσωπικότητα.

Όπως συχνά τόνιζε σε κείμενά του, οι βασικοί άξονες της σκέψεως και της ζωής του ήταν τρεις ιδέες: η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ελληνικότητα. Απολύτως υγιείς και οι τρεις! Το ερώτημα είναι, πώς μπορούσε να συμβιβάζει μέσα του την προσήλωση στα τρία αυτά ιδεώδη παράλληλα με την προσήλωσή του στην αυταπάτη της εφαρμογής του αντι-φυσικού μαρξισμού, όταν μάλιστα είχε την δυνατότητα να αντιληφθεί ότι ο μαρξισμός και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» οδηγούσαν σε πλήρη καταστρατήγηση και της ελληνικότητος και της δικαιοσύνης και της ελευθερίας! Μοιάζει αφελές να πίστευε πως αν επικρατούσε π.χ. ο Ζαχαριάδης ή ο Βαφειάδης στον συμμοριτοπόλεμο, το κομμουνιστικό καθεστώς που θα προέκυπτε στην Ελλάδα θα διέφερε από τα αντίστοιχα αιμοδιψή, λαομίσητα καθεστώτα του Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία ή του Τσαουσέσκου στην Ρουμανία ή από κάποια άλλη σταλινίζουσα τυραννία…

Όπως ειπώθηκε  και πρωτύτερα, αυτή ήταν και η μεγαλύτερη τραγωδία: Ο Θεοδωράκης έθεσε το μεγάλο του ταλέντο και το θείο χάρισμα της μουσικής δημιουργικότητάς του στην υπηρεσία μίας ιδεοληψίας, που αντιπροσώπευε τον απόλυτο αντίποδα της ουσίας της μουσικής του! Κι επειδή ήταν πολύ ενεργός πολιτικώς, αυτό έγινε με μεγαλύτερη ένταση και αποτελεσματικότητα. Βαρύνεται λοιπόν ο Θεοδωράκης, δυστυχέστατα, με το άγος της ενδυναμώσεως του εγκληματικού και άκρως αντεθνικού κομμουνιστικού κινήματος μέσῳ της βαθειάς επιρροής της μουσικής του!

Ωστόσο, αν περάσουν χρόνια, αυτό που ίσως μείνει θα είναι η ίδια η μουσική του, που σαφώς διαπνέεται από ελληνικότητα, τα κείμενά του, που δεν έχουν τίποτε το συναφές με τον μαρξισμό, και κυρίως η συγκινητική, γενναία και αποφασιστική, απροσδόκητα εθνική, πρόσφατη στάση του στο Μακεδονικό, στο τέλος της ζωής του – στάση που εν μέρει τον εξιλεώνει για τις πρότερες βαρύτατες πολιτικές του αστοχίες.