Χριστιανισμός, Ελληνισμός και εθνική ταυτότητα. Μια εισαγωγική προσέγγιση. [Mέρος 2ο]

Στην  αμέσως προηγουμένη μας αναφορά στο θέμα (της οποίας συνέχεια αποτελεί το παρόν κείμενο), εξετάσαμε αδρομερώς τις πρώτες φάσεις της ιστορικής διαδρομής του Χριστιανισμού που ξεκίνησε από τον γεωγραφικό χώρο της Ιουδαίας εμφανιζόμενος ως μία τοπική αίρεση του Ιουδαϊσμού, πιθανότατα επηρεασμένη, κρίνοντας από το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού όπως αποτυπώνεται στα Ευαγγέλια, από την καθαρολογική/μυστικιστική σέκτα των Εσσαίων. Η κοινότης των Εσσαίων ερχόταν σε κάποια αντίθεση με τα άλλα δύο, ισχυρότερα τότε ρεύματα στους κόλπους του Ιουδαϊσμού, ήτοι, του κυριάρχου συντηρητικού ρεύματος των τυπολατρών Σαδδουκαίων και του ανερχομένου μεταρρυθμιστικού ρεύματος των ηθικολόγων/ηθικιστών Φαρισαίων.

Ο ιουδαϊκή αφετηρία του πρωτο-χριστιανισμού και η εξάπλωσή του από την μεσανατολική μήτρα του προς την Ευρώπη.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Ιουδαϊσμός είχε τότε – και εξακολουθεί να έχει  – αυστηρώς εθνοκεντρικό χαρακτήρα καθώς πρόκειται αναμφισβητήτως για την εθνική/φυλετική θρησκεία των Εβραίων – και μόνο των Εβραίων – κατά τρόπο ώστε ο Ιουδαϊσμός, ως θρησκεία, να ταυτίζεται απολύτως με τον Εβραϊσμό ως εθνότητα. Ειδοποιός διαφορά του Χριστιανισμού, που χωρίς αμφιβολία ξεπηδά από τους κόλπους του Ιουδαϊσμού (μια που ο Ιησούς, υπό την ιδία την χριστιανική οπτική, εμφανίζεται σαφέστατα ως ο Μεσσίας που εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραίων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όπου τίποτε το οικουμενικό ή, εν πάση περιπτώσει, μη Εβραϊκό δεν εκπέμπεται και ο Θεός είναι θεός του Ισραήλ και μόνο!), κατέστη η, συν τω χρόνω, μετάλλαξή του, σε μία θρησκεία όχι στενά εθνική αλλά οικουμενική.  Αυτό επήλθε κυρίως ως αποτέλεσμα της προσηλυτιστικής δράσεως του «Αποστόλου των Εθνών» Παύλου (Σαούλ) εντός της πολυεθνικής χοάνης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (τμήμα της οποίας, υπό Ρωμαίους διοικητές, ήταν και η περιοχή της Ιουδαίας), όπου είχε ήδη επικρατήσει πνεύμα θρησκευτικής πολυμορφίας και συγκρητισμού με έντονες τάσεις αποδοχής μυστηριακών λατρειών εσχατολογικού χαρακτήρος που έρχονταν να καλύψουν, εν είδει παραισθησιακού παυσιπόνου, τις αγωνίες ανθρώπων (που ζούσαν σε μία ταραγμένη και ασταθή εποχή) για το «επέκεινα», κομίζοντας κάποια δελεαστική και ελπιδοφόρα πρόταση-υπόσχεση περί μεταθανατίου «ζωής», λυτρωτικής από τα εγκόσμια βάσανα…

Σε ένα τέτοιο θρησκευτικό-πολιτισμικό πλαίσιο, η νέα θρησκεία, υπό τον Παύλο (ονομαζομένου, αρχικώς Σαούλ, ο οποίος κατόπιν ενός «οράματος» μετεστράφη άρδην και από πολέμιος των Χριστιανών μετεβλήθη σε κεντρική μορφή της νέας θρησκείας και βασικό συντελεστή της προωθήσεώς της!), εξαπλώθηκε, στηριζομένη σε ένα δίκτυο κοινοτήτων που είχαν ως επίκεντρο τις κατά τόπους ιουδαϊκές συναγωγές και, σε αντίθεση με ό,τι  θα ήταν αναμενόμενο με βάση το ιουδαϊκό υπόβαθρό της, άρχισε να απευθύνεται όχι μόνο (ούτε κυρίως) σε Ιουδαίους της διασποράς (όπως συνέβαινε αρχικώς) αλλά (και) σε «εθνικούς» και τελικώς …κυρίως σε «εθνικούς»! Μάλιστα, στο πρώιμο αυτό στάδιο διαμορφώσεως της φυσιογνωμίας του Χριστιανισμού, προέκυψε σοβαροτάτη διένεξη μεταξύ αφ’ ενός μεν των Εβραίων Χριστιανών, οίτινες εθεώρουν ανεπίτρεπτο και απολύτως αδιανόητο να απευθύνεται η νέα θρησκεία σε μη Εβραίους (Εθνικούς), αφ’ ετέρου δε όσων προέκριναν τον οικουμενικό χαρακτήρα της νέας θρησκείας, επιμένοντας ότι οφείλει να απευθύνεται σε όλα τα «Έθνη» (σύμφωνα με την ιδρυτική προτροπή του Ιησού προς τους μαθητές-αποστόλους: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη»). Το δεύτερο αυτό ρεύμα (το διεθνιστικό-οικουμενικό) ήταν εκείνο που τελικώς επεκράτησε. Ως προς τα προαναφερθέντα, το περιεχόμενο των αποστολικών επιστολών και δη των επιστολών του Παύλου (είτε ο ίδιος υπήρξε ο συγγραφεύς τους είτε κάποιοι επίγονοί του, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται) είναι αποκαλυπτικότατο και χρήζει ενδελεχούς μελέτης για την κατανόηση του χαρακτήρος του πρωτογενούς Χριστιανισμού.

Η νέα θρησκεία ξεκίνησε σταθερώς να διεισδύει στον ήδη τότε σαθρό κοινωνικό ιστό της παρηκμαζούσης ρωμαϊκής οικουμένης, προσεταιριζομένη αρχικώς τους κοινωνικώς παρίες (δούλους, «απελευθέρους», πληβείους, εξ ου και ο ακριβέστατος και πολύ εύστοχος, όσον αφορά τουλάχιστον εκείνο το στάδιο διαμορφώσεως του Χριστιανισμού, χαρακτηρισμός του ως «μπολσεβικισμού της αρχαιότητος»…) και σταδιακώς, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό και μέλη των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων, φθάνοντας τελικώς στον θρίαμβο που εξασφάλισε στον Χριστιανισμό ο προσεταιρισμός (ειλικρινής ή καιροσκοπικός) του ιδίου του Αυτοκράτορος ο οποίος, αφού πρώτα τον ανεγνώρισε, ως ισότιμο των λοιπόν θρησκειών, εν συνεχεία τον αναγόρευσε σε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας! Αναφερόμεθα στον Κωνσταντίνο Α’ ο οποίος, ανεξαρτήτως της ειλικρινούς ή όχι μεταστροφής του από την Εθνική Θρησκεία στον Χριστιανισμό, για τις υπηρεσίες του αυτές υπέρ του Χριστιανισμού έλαβε από την χριστιανική εκκλησία το προσωνύμιο «μέγας» και αγιοποιήθηκε (όπως άλλωστε και ο έτερος “μέγας”, ο βουτηγμένος στο αίμα 17.000 σφαγιασθέντων  στον ιππόδρομο Θεσσαλονικαίων, Θεοδόσιος Α’).

Από την υπόγεια διείσδυση στον κοινωνικό ιστό  του διαβρωμένου ρωμαϊκού κράτους στην πλήρη επικράτηση – ο ρόλος της ελληνικής γλώσσης.

Αξίζει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι ο τότε ρωμαϊκός κόσμος είχε χάσει προ πολλού το σφρίγος που διέκρινε τους ρωμαϊκούς θεσμούς και τα ρωμαϊκά ήθη κατά την πρώιμη φάση του, ήτοι κατά την λεγομένη ρεπουμπλικανική περίοδο, οπότε οι αρχέγονες αρετές του Αριοευρωπαϊκού πνεύματος (που θύμιζαν εντονότατα το πρωτόλειο δωρικό ήθος του ελληνικού κλάδου των Αρίων), ήτοι, οι αρετές της λιτότητος, της πολεμικότητος, της ανδρείας, της ακεραιότητος, της τιμής, του σεβασμού, της σεμνότητος, της πίστεως, της οικογενείας, της φιλοπατρίας, κλπ, ήταν ακόμη ζωντανές και κυρίαρχες. Κατά την ύστερη περίοδο, την λεγομένη «αυτοκρατορική περίοδο», όλες αυτές οι λαμπρές αξίες στις οποίες η Ρώμη όφειλε την κοσμοκρατορία της, είχαν πλέον αποδυναμωθεί, παραλλήλως με τον φυλετικό εκφυλισμό του πληθυσμιακού πυρήνος της, που επήλθε ως αποτέλεσμα της προοδευτικής απονομής της ιδιότητος του Ρωμαίου πολίτου αδιακρίτως, δηλαδή όχι μόνο σε Έλληνες ή, εν πάση περιπτώσει, σε Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς (Γαλάτες, Δάκες, κλπ) αλλά, όλο και περισσότερο και στις μάζες των υποταγμένων λεβαντίνων, σημιτών και μιγάδων, που κυριαρχούσαν στις ανατολικές επαρχίες.

Η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσης στην άλλοτε Ελληνιστική Ανατολή, ήδη από τους Αλεξανδρινούς χρόνους, που είχε αδιαμφισβητήτως αποκτήσει τον ρόλο της «lingua franca» της Ανατολής, συνετέλεσε αποφασιστικώς στην πραγματοποίηση αυτής της ισοπεδωτικής (διά του Χριστιανισμού) αναμίξεως, διαδραμάτισε δηλαδή, όπως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αρνητικά κρίσιμο ρόλο. Δεν είναι τυχαία η συγγραφή των Ευαγγελίων στην ελληνική γλώσσα, που κατέστη έτσι το όχημα διαδόσεως των κειμένων αυτών σε έναν τεράστιο γεωγραφικό χώρο, κατοικούμενο από μία πανσπερμία λαών, που γνώριζαν ωστόσο και χρησιμοποιούσαν, ως κοινό κώδικα της μεταξύ τους επικοινωνίας, την απλοποιημένη ελληνική (Ελληνιστική Κοινή). Δίχως αυτό το γλωσσικό όχημα, η διάδοση του Χριστιανισμού –  στην κλίμακα στην οποία αυτή συνέβη – θα ήταν αδύνατη. Από το γεγονός της χρήσεως της ελληνικής γλώσσης στην πρωτοχριστιανική γραμματεία ξεκινά ίσως η σύγχρονη παρανόηση πολλών Ελλήνων να θεωρούν (εσφαλμένως) τον Χριστιανισμό ως μία ελληνική υπόθεση. Ελληνοφωνία όμως δεν σημαίνει Ελληνικότητα! Ας μην λησμονούμε ότι ο ίδιος ο Ιησούς μιλούσε την Αραμαϊκή γλώσσα, μία σημιτική γλώσσα συγγενή της Εβραϊκής. (Δεν αποκλείεται βεβαίως να γνώριζε ή να καταλάβαινε και τα Ελληνικά, όπως ίσχυε για πάρα πολλούς, μορφωμένους κυρίως, Ρωμαίους υπηκόους στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας).

Καθώς λοιπόν στα χρόνια εξαπλώσεως του πρωτοχριστιανισμού η άλλοτε «Ρωμαίων Πολιτεία» είχε καταστεί προσωποπαγής αυτοκρατορία, υποβαθμιζομένου του παραδοσιακού ρόλου της ρωμαϊκής Συγκλήτου ως θεσμού-θεματοφύλακος της ρωμαϊκής παραδόσεως και αποδυναμουμένης της τάξεως των Πατρικίων ως πυλώνος της, το ανθρωπογεωγραφικό τοπίο κατέστη γόνιμο για την ευδοκίμηση μίας οικουμενικής θρησκείας, όπως ο Χριστιανισμός, μίας θρησκείας που εξέπεμπε έντονο εσχατολογικό/μεσσιανικό μήνυμα, καθισταμένη φορεύς κοινωνικής ανόδου της πληβειακότητος (με όλες τις ανθρωπολογικές και ψυχολογικές συμπαραδηλώσεις), κηρύσσοντας και ευνοώντας τον κοινωνικό εξισωτισμό, ήγουν, την ανατροπή της παραδοσιακής κοινωνικής ιεραρχήσεως, έστω σε επίπεδο μεταφυσικής προοπτικής, στοιχείο που είχε καίριο ψυχολογικό/ανθρωπολογικό και κοινωνικό/πολιτικό αντίκτυπο, οδηγώντας σε ριζικές μεταβολές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας.

Καθοριστική ασφαλώς υπήρξε η μεταβολή που συνετελέσθη επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Α’, η οποία είχε καταλυτική σημασία για την μετέπειτα εξέλιξη τόσο του ιδίου του Χριστιανισμού όσο και της Αυτοκρατορίας, εν συνόλω, διαφοροποιώντας άρδην τον χαρακτήρα αμφοτέρων. Από θρησκεία των δούλων, των πληβείων και γενικώς των αποκλήρων και των κάθε λογής καταφρονημένων των ανατολικών επαρχιών της ρωμαϊκής οικουμένης, ο Χριστιανισμός ανεβιβάσθη σε επίσημη κρατική θρησκεία μίας αυτοκρατορίας που, έως τότε τουλάχιστον, αποτελούσε κληρονόμο του ελληνορωμαϊκού κόσμου και πολιτισμού, άρα κληρονόμο και της θρησκευτικότητος που χαρακτήριζε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο! Τελεία, δηλαδή, πολιτισμική ανατροπή και εκτροχιασμός!

Η τελευταίες μάχες των Εθνικών του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Το «καπέλωμα» των παγανιστικών εθίμων.

Έως εκείνη την εποχή, η χριστιανική θρησκεία και θεολογία έφεραν εμφανώς τα ιουδαϊκά καταγωγικά χαρακτηριστικά τους. Καθώς όμως ο Χριστιανισμός απέκτησε το status της επισήμου και κυριάρχου θρησκείας της αυτοκρατορίας, εξασφαλίζοντας κρατική εύνοια και υποστήριξη, εξελίχθηκε σε συμπλήρωμα της αυτοκρατορικής εξουσίας, προσλαμβάνοντας, τοιουτοτρόπως, εξουσιαστικά χαρακτηριστικά, οδηγώντας συντόμως στην οργάνωση και παγίωση ενός ακάμπτου ιερατείου που δεν ήταν παρά ένα πανίσχυρος πολιτικός μηχανισμός παρα-εξουσίας.

Κατά την σφοδρή αντιπαράθεσή του με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο (από θέσεως πολιτικής ισχύος πλέον, λόγω της αυτοκρατορικής υποστηρίξεως), ο Χριστιανισμός αναγκάστηκε να εμπλουτισθή θεολογικώς, δανειζόμενος άφθονα στοιχεία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας – κατά βάσιν του ακμαίου τότε Νεοπλατωνισμού  – άνευ των οποίων, έχοντας ως μόνη έως τότε κοσμοθεωρητική αποσκευή του τις απλοϊκές και φιλοσοφικώς παιδαριώδεις ιουδαϊκές δοξασίες (όπως χαρακτηριστικώς αποτυπώνονται στην Παλαιά Διαθήκη), δεν θα είχε καμία τύχη στην αντιπαράθεσή του με την Εθνική Θρησκευτικότητα. Αυτό το έργο, το έργο δηλαδή του φιλοσοφικού εμπλουτισμού της χριστιανικής θεολογίας με στοιχεία (νεο-)Πλατωνικά και αργότερα, Αριστοτελικά, το ανέλαβαν κάποιοι Χριστιανοί θεολόγοι («Πατέρες») που διέθεταν το πλεονέκτημα, καίτοι Χριστιανοί οι ίδιοι, να έχουν μελετήσει την αρχαία ελληνική γραμματεία και φιλοσοφία, έχοντας φοιτήσει σε ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, ως μαθητές Εθνικών διδασκάλων. Τέτοιοι ήταν π.χ. οι “Τρείς Ιεράρχες” που είχαν διδάσκαλο των πολυγραφότατο (Εθνικό) Λιβάνιο! Ο θεολογικός εμπλουτισμός του (κρατικώς υποστηριζομένου) Χριστιανισμού με Νεοπλατωνικά και Αριστοτελικά στοιχεία, σε επίπεδο όρων-εννοιών, συνέβαλε στην ριζική μετάλλαξη του πρωτογενούς Χριστιανισμού προς μίαν υβριδική υπόσταση που δικαιολογεί εν μέρει την, κατ’ αρχήν οξύμωρη έκφραση «Ελληνοχριστιανισμός»,  ενός ετεροκλήτου δηλαδή και αντιφατικού αμαλγάματος, ενός μίγματος ιουδαϊζόντων και ελληνιζόντων στοιχείων.

Παραλλήλως, η χριστιανική εκκλησία υιοθέτησε την πονηρή στρατηγική της συστηματικής ενσωματώσεως ατόφιων παγανιστικών στοιχείων στην λατρευτική της πρακτική, στις τελετουργίες, στο εκκλησιαστικό τυπικό, στην αισθητική των ναών, κλπ. Στην ναοδομία, επί παραδείγματι, ο αρχιτεκτονικός τύπος της Βασιλικής καθίσταται η μετεξέλιξη του αρχαιοελληνικού Μεγάρου-Ναού. Έργα τέχνης, εικόνες, γλυπτά και αγάλματα, αρχίζουν όλο και περισσότερο να κοσμούν (σε αντίθεση με την ανεικονική παράδοση της Μέσης Ανατολής-μήτρας του πρωτογενούς ιουδαιοχριστιανισμού) τους ναούς, οι οποίοι συνηθέστατα κτίζονται επί των ερειπίων αρχαιοελληνικών ναών (!) που βαναύσως κατεστράφησαν, βεβηλώθησαν και λεηλατήθησαν, με τα μέρη τους να χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά υλικά για την ανέγερση χριστιανικών ναών! Ανάλογη κατάληψη και απαλλοτρίωση υπέστη σε μεταγενέστερο χρόνο και ο Χριστιανισμός, βλέποντας τις χριστιανικές εκκλησίες να μετατρέπονται σε τζαμιά κατά την ισλαμική κατάκτηση – έχει ο καιρός γυρίσματα…

[Σημείωση: Χαρακτηριστική, ως προς το τελευταίο, είναι η περίπτωση της μνημειώδους και εμβληματικής “Ροτόντας” στην Θεσσαλονίκη, ενός από τα σπουδαιότερα ρωμαϊκά μνημεία που παραμένουν όρθια. Έχουν ενδιαφέρον οι περιπέτειες της χρήσεώς της. Κτίστηκε από τον παγανιστή και χριστιανομάχο αυτοκράτορα Γαλέριο, κατά την περίοδο της Τετραρχίας, με σκοπό να καταστεί το μαυσωλείο του, λειτούργησε ως παγανιστικός ναός (πιθανώς αφιερωμένος στον δημοφιλή στα ρωμαϊκά στρατεύματα, Μίθρα, ή στον Δία-Jupiter (με τον οποίο ο Μίθρας περίπου εταυτίζετο), άλλαξε όμως χρήση μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού μετατρεπόμενος σε “Ι. Ναό των Αρχαγγέλων”, για να μετατραπεί ξανά και να λειτουργήσει ως ισλαμικό τέμενος μερικούς αιώνες αργότερα, μετά δηλαδή την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, ώσπου να επιστρέψει στην χριστιανική λατρεία ως Ναός αφιερωμένος στο Αγ. Γεώργιο, μετά την απελευθέρωση της πόλεως και να καταλήξει σήμερα μουσειακός, ενίοτε δε και συναυλιακός χώρος, που σποραδικώς λειτουργεί και ως χριστιανικός ναός, κατόπιν συμφωνίας που απετέλεσε συμβιβαστική λύση μετά από μακρές και εντονότατες διαμάχες μεταξύ της Εκκλησίας και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας… ]

Επιπλέον, τα χριστιανικά εκκλησιαστικά μυστήρια ενσωματώνουν, υιοθετούν ή μιμούνται, πρακτικές των αποκρύφων τελετών των αρχαιοελληνικών μυστηρίων. Η ίδια η τελετή της Θείας Ευχαριστίας (καθώς και της βαπτίσεως, του χρίσματος, κλπ), τα ταφικά έθιμα αλλά και η χρήση κεριών, θυμιάματος, η πληθωρική συνοδεία μουσικής στις εκκλησιαστικές τελετές, κλπ, καθίστανται ειδοποιά στοιχεία ενός σταδιακού εξευρωπαϊσμού του Χριστιανισμού μέσω της τέχνης και της ιεροτελεστίας, σε συμβολικό και βιωματικό επίπεδο. Έτσι, το βιωματικό-υπερβατικό στοιχείο της Εθνικής θρησκείας καταφέρνει να επιβιώνει εντός της νέας θρησκείας καμουφλαρισμένο ωστόσο υπό χριστιανικό “ένδυμα”, με νέα ορολογία και σημειολόγηση. Οι λιτανείες υποκαθιστούν τις παγανιστικές πομπές, αγιάσματα τοποθετούνται σε ιερές πηγές που οικειοποιούνται προηγούμενα παγανιστικά ιερά, το χριστιανικό εορτολόγιο οικειοποιείται και «καπελώνει» πανάρχαιες, βαθιά ριζωμένες προχριστιανικές-παγανιστικές εορτές του ενιαυσίου κύκλου, αλλάζοντάς τους όνομα (π.χ. Χειμερινό Ηλιοστάσιο-Μιθρούγεννα-Χριστούγεννα) και ούτω καθ’ εξής. Ακόμα και το δόγμα περί  της «Τριαδικότητος» του Θεού σε συνδυασμό με την αναγνώριση πλειάδος Αγίων, Οσίων, Αποστόλων, Μαρτύρων, κλπ, παραπέμπουν σε μία εικόνα υποκαταστήσεως (ή και αναβιώσεως) ενός ιδιοτύπου πολυθεϊσμού υπό χριστιανικό “μανδύα”. Ο Ουράνιος Θεός-Πατήρ υποκαθιστά τον Δία-Jupiter, η Υπεραγία Θεοτόκος την Αθηνά-Minerva, ο Αγ. Νικόλαος τον Ποσειδώνα-Neptunus, ο Αγ. Γεώργιος τον δρακοκτόνο Απόλλωνα και ούτω καθ’ εξής… Κάπως έτσι, για τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου (αδυνάμους, ούτως ή άλλως, για φιλοσοφική πρόσληψη ή επεξεργασία των θρησκευτικών-θεολογικών εννοιών και δογμάτων) η ομοιότης των τελετών και των θρησκευτικών πρακτικών με τα προαιωνίως παγιωμένα παγανιστικά έθιμά τους, άμβλυνε τις αντιστάσεις και οδήγησε σε μία μετάβαση που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ήταν και σχετικά ομαλή, σε άλλες όμως αρκετά βιαία, διότι, όπου ο εκχριστιανισμός δεν προχωρούσε, προκειμένου να καμφθούν οι αντιστάσεις, υιοθετούνταν σκληρότατα μέτρα εναντίον όσων ανθίσταντο, επιμένοντας στην προσήλωσή τους στις προχριστιανικές εθνικές παραδόσεις. Ο διαδικασία του εκχριστιανισμού των Ελλήνων και σταδιακώς όλων των Ευρωπαίων, φαίνεται ότι δεν διέφερε, κατ’  ουσίαν, από την μεταγενεστέρα διαδικασία εξισλαμισμού των Περσών και των λοιπών λαών της Ανατολής υπό το βάρος της αραβοϊσλαμικής εξαπλώσεως ή αργότερα, του εξισλαμισμού των Μικρασιατικών λαών υπό το βάρος της σελτζουκικής και κατόπιν της οθωμανικής εξαπλώσεως. Ο εκχριστιανισμός των Ελλήνων ήταν δηλαδή μία διαδικασία κρατικώς καθοδηγουμένη που μετήλθε ποικίλα μέσα, προπαγανδιστικά, πειθαναγκαστικά έως και άσκηση στυγνής κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής, αποδεικνύοντας (για να θυμηθούμε όσα γράφει ο σπουδαίος J. Burckhardt στο σημαντικότατο έργο του «Σκέψεις για την Ιστορία») ότι ένα κράτος είναι δυνατόν να επιβάλει μία νέα θρησκεία – έστω και σε εξωτερικό επίπεδο, θα προσθέταμε.

Έχει τεράστιο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την φιλοσοφική-θεολογική αντιπαράθεση εκείνης της εποχής μεταξύ χριστιανών θεολόγων και  νεοπλατωνικών (Εθνικών) φιλοσόφων που έδωσαν την φιλοσοφική μάχη (η οποία βεβαίως στο  κοινωνικό αρχικώς και κατόπιν και στο πολιτικό πεδίο είχε ήδη χαθεί…) υπέρ του ελληνικού Πνεύματος, απέναντι στον επελαύνοντα θρησκευτικό οριενταλισμό, ο οποίος, ραφιναρισμένος από τους ελληνομαθείς χριστιανούς Πατέρες και οικειοποιούμενος και εργαλειοποιώντας την προϋπάρχουσα ελληνική φιλοσοφική ορολογία, αντιμετώπιζε τον Ελληνισμό από θέσεως πολιτικής ισχύος μεν, φιλοσοφικής ενδείας δε…

Αν και το σύνολο σχεδόν των κειμένων των Ελλήνων φιλοσόφων κατεστράφησαν και δεν μας έχουν σωθεί παρά ελάχιστα μόνο σπαράγματα από τον εξαιρετικό πνευματικό θησαυρό των Εθνικών λογίων εκείνης της εποχής, εν τούτοις, ακόμα και μέσα από τις απαντήσεις των πολεμίων τους, μπορεί κανείς να ανασυνθέσει την γλώσσα, την συνείδηση και τα επιχειρήματα των εκπροσώπων της πνευματικής και φιλοσοφικής παραδόσεως της Εθνικής θρησκευτικότητος, οι οποίοι έδιδαν την μάχη της τιμής υπέρ του καταρρέοντος ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Μιλάμε για το έργο και τον στοχασμό συγγραφέων όπως ο Κέλσος, ο Πορφύριος, ο Λιβάνιος, ο Ιουλιανός, κλπ, που σήμερα γνωρίζουμε ως επί το πλείστον όχι από τα αυθεντικά τους κείμενα (που κατεστράφησαν από την χριστιανική μανία!) αλλά διά μέσου κειμένων των πολεμίων τους που προσεπάθησαν να τους «αντικρούσουν», τα οποία ασφαλώς είχαν καλύτερη τύχη επιβιώσεως…

Αποκρυστάλλωση ενός αντιφατικού αμαλγάματος και η πορεία κατακερματισμού.

Τελικώς, όπως προανεφέρθη, αποκρυσταλλώθηκε ένας Χριστιανισμός σύμμεικτος, ως προς την ουσία του φιλοσοφικού υποστρώματος της θεολογίας του, ένας Χριστιανισμός αρκετά διαφορετικός από ό,τι αντιπροσώπευε στις απαρχές του. Επρόκειτο για σύμπλεγμα εσχατολογικών δογμάτων ιουδαϊκής προελεύσεως, συνδυασμένο με ένα αντιφατικό εποικοδόμημα πλατωνιζούσης και αργότερα αριστοτελιζούσης θεολογίας που πλαισιώνετο από λατρευτικές πρακτικές ανομολόγητα κρυπτοπαγανιστικής προσαρμογής, ήτοι, παγανισμός με χριστιανική μετεμφίεση!

Αυτός ο κραταιός Χριστιανισμός του εκχριστιανισμένου Ρωμαϊκού κράτους (που αργότερα θα χωριστεί σε Δυτικό και Ανατολικό) με νέα πρωτεύουσα την «Νέα Ρώμη» – Κωνσταντινούπολη, θα γνωρίσει, έκτοτε, πάμπολλες περαιτέρω μεταλλάξεις και παραλλαγές, στο υπόβαθρο των οποίων μπορεί κανείς να διακρίνει την φυσική τάση εντελώς διαφορετικών λαών, με διαφορετική φυλετική καταγωγή και πνευματική-φιλοσοφική παράδοση, να «κόψουν και να ράψουν» μία αφύσικα οικουμενική θρησκεία στα μέτρα των μυχίως, εθνοπολιτισμικώς ριζωμένων, χαρακτηριστικών της λαϊκής τους ψυχής. Προϊόντα αυτής της εγγενούς αντιφάσεως (της προσπαθείας, δηλαδή, για επιβολή μίας ενιαίας θρησκείας σε ολότελα διαφορετικούς λαούς) ήταν τελικώς η εμφάνιση αλλεπαλλήλων αιρέσεων, δογμάτων, ομολογιών, κινημάτων, ρευμάτων και ούτω καθ’ εξής, για να φθάσουμε σήμερα σε έναν αλλόκοτο Χριστιανισμό κατακερματισμένο σε απείρους τύπους και παραλλαγές, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους (συχνά μισούμενες και αλληλοσυγκρουόμενες μέχρι θανάτου!) ώστε, επί της ουσίας, να πρόκειται για διαφορετικές θρησκείες, με μόνο κοινό μεταξύ τους το όνομα ή/και κάποιο κείμενο αναφοράς (Βίβλος) ερμηνευόμενο κι αυτό εν τούτοις με τελείως διαφορετικούς τρόπους, με τις εξελισσόμενες παραδόσεις (λατρευτικές, ερμηνευτικές, κλπ) να καθίστανται όλο και περισσότερες!

[Σε επομένη αναφορά μας θα σκιαγραφήσουμε την ποικιλότητα των χριστιανικών μεταμορφώσεων, μεταλλάξεων και παραλλαγών, ανιχνεύοντας τον βαθμό στον οποίο αυτές φέρουν ή αντιπροσωπεύουν, σε φιλοσοφικό και λατρευτικό επίπεδο, στοιχεία εξωευρωπαϊκά (σημιτικά-ιουδαϊκά) ή ελληνικά-ευρωπαϊκά (ή και άλλα), εξετάζοντας εκ παραλλήλου και ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έκφραση της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικότητος που απέχει πολύ από την απλουστευτική οπτική διαφόρων οψίμων (ψευδο-)νεοαρχαιοθρήσκων.]

(Συνεχίζεται)