Ἕνα μονάχα θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλο κανένα – μεθῦστε μὲ τ᾿ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ ᾿21! [#5]

5ον ἔνθεμα τῆς  σειρᾶς ἀφιερωμάτων στὴν ἀθάνατη Ἐθνεγερσίαν τῶν Ἑλλήνων κατὰ τοῦ ἀλλοφύλου ζυγοῦ ἐπὶ τῇ ἐπετείῳ διακοσίων ἐτῶν.

 

 

 

Γιάννος Μπουκουβάλας καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀρματολισμοῦ: τὸ  Ἀρματολίκι τῶν Ἀγράφων.

Ὄρη Ἄγραφα

μέγας ἀρματολὸς Γιάννος Μπουκουβάλας ἀπὸ τὸ Σακαρέτσι (σημερινὸ Περδικάκι) τοῦ Βάλτου (1715 – 1780) ἦταν γιὸς τοῦ γερο-Δήμου καὶ ἱδρυτής τῆς δυναστείας  ἀρματολῶν τῶν Μπουκουβαλαίων (γνωστοὶ ἐπίσης εἶναι ὁ Στέργιος, ὁ Κώστας Μπουκουβάλας κ.ἄ.). Ὑπῆρξε πρωτοπαλλήκαρο τοῦ μεγάλου Κλέφτη Δήμου Σταθᾶ.

Μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν Γεροδήμου Σταθᾶ, Ἀλ. Καρακίτσου καὶ Β. Κουτουγιάννη ἀνέλαβε τὸ μεγάλο ἀρματολίκι Ἀγράφων ὡς καπετάνιος, ὅπου εἶχαν προηγηθῆ τὸ Μικρὸ Χορμόπουλο τῶν Ἀγράφων ἀπὸ τὸ 1684 (ποὺ ξεκίνησαν ὡς «Στρατιῶται» μὲ τὴν βοήθεια τῶν Βενετῶν, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν διαμάχην τῶν τελευταίων μὲ τοὺς Τούρκους):

  «Εἶν᾿   ὁ Σουμήλας πὤρχεται μαζί μὲ τὸν Μεϊντάνη 

   καὶ τὸ Μικρό Χορμόπουλο, τὸ χιλιοπαινεμένο 

    ποὖναι καμάρι τῶν Κλεφτῶν, καμάρι τῶν Ἀγράφων ·

 Φέρουν τὰ φλάμπουρα ἀνοιχτὰ μὲ τὸν Σταυρὸ στὴν μέση.» 

 –  κατόπιν δὲ ὁ Λιβίνης  (ποὺ τὸ 1684 κατήγαγε περιφανῆ νίκην στὴν Χόλιανη) καὶ ἀπὸ τὸ 1690 ὁ θρυλικὸς (καὶ πρώην ληστής) Μεϊντάνης, ποὺ ἐδολοφονήθη τῷ 1714 σὲ σπήλαιο ἐγγὺς τοῦ Μυροφύλλου Τρικκάλων. 

Στὰ Ἠπειρώτικα Χρονικὰ διαβάζουμε:

«Στὶς 15 Ἰούλη 1684, μετὰ ἀπὸ συμφωνία ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ πρωτοβουλία του πάπα Ἰνοκέντιου ΙΑ΄ και ὑπεγράφη ἀπὸ τὴν Βενετσιάνικη Δημοκρατία, τὴν Αὐστρία καὶ τὴν Πολωνία γιὰ πόλεμο ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν, ὡρίσθη ἀρχιστράτηγος ὁ Φραγκῖσκος Μοροζίνης καὶ μὲ στόλο ἔφθασαν στὴν Κέρκυρα, ὅπου ἑνώθηκαν μὲ τοὺς στόλους τῶν νησιῶν Κεφαλλονιᾶς καὶ Ζακύνθου. Στὰ Δέματα τῆς Ἠπείρου ἀπεβίβασε τὸν Γιαννιώτη Ἀγγέλη Σουμέλα ἢ Βλάχο, τὸν Πᾶνο Μεϊντάνη ἀπ᾿   τὴν Κατούνα καὶ τὸ Μικρό Χορμόπουλο ἀπὸ τ᾿    Ἄγραφα. Αὐτοὶ θὰ προετοίμαζαν τοὺς ἀρματολοὺς τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Στερεᾶς πρὸς ἐξέγερση.»

Ὁ Ἀγραφιώτης ἱστοριοδίφης Θωμᾶς Θεολόγης ἀναφέρει περὶ τῆς προελεύσεως τοῦ ὅρου «Ἀρματολὸς» εἰς ἄρθρον του («Ὁ Ἀρματολισμὸς στὰ Ἄγραφα καὶ τὸ θερμοκήπιο τῆς Ἐπαναστάσεως») στὰ “Θεσσαλικὰ Χρονικά”:

«Ε.  Στὴν ἐποχὴ τῆς Φραγκοκρατίας ἀπὸ τὸ federati καὶ τὸ præsidia armata μεταπηδήσαμε στὸ φράγκικο armatores γιὰ νὰ καταλήξουμε στὸ armatuli τῶν Ἐνετῶν. Νὰ λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ προέλευση τοῦ ὅρου Ἀρματολοί. Πολλοὶ συμπατριῶτές μας παρετυμολογοῦν τὸν ὅρον ἐκ τοῦ “ἀρματώνω ” – καί,  … γιὰ νὰ μὴ τεθῇ ἡ ὀρθοδοξία τους ἐν ἀμφιβόλῳ, τὸν γράφουν μὲ ω… Δυστυχῶς ἡ ἐτυμολογία τους εἶναι μᾶλλον ἁμαρτωλή…»

 

 Γιὰ νὰ μεταφερθοῦμε ἀρκετὰ μετέπειτα, ὁ Βενετὸς πρόξενος στὴν Θεσσαλονίκη γράφει τὴν 19η Ἰουνίου 1759: 

«Πρὸς τὰ μέρη τῆς Λαρίσης διώρισαν δερβέναγαν ἕναν Ἕλληνα, Κλέφτην τὸ ἐπάγγελμα, ὀνόματι Μπουκουβάλα, ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε 700 ὀπαδοὺς καὶ ἐξετόπισεν ἐκεῖθεν τοὺς Ἀλβανούς». 

Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ πιο φημισμένος ἀπ᾿   τοὺς Μπουκουβαλαίους καὶ πιὸ τραγουδισμένος ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Λαό: ὁ Γιάννης Μπουκουβάλας, γεννημένος τὸ 1710.

Ὁ ὁποῖος τὸ 1766 κατετρόπωσε τὸν Μέτσιο Χούσιο, παπποὺ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, καὶ τὸν κατεδίωξε ἀπὸ τὸ Κεράσοβο ὣς τὸ Τεπελένι, γεγονός ποὺ ἐξιστορεῖται σὲ διάφορα δημοτικά τραγούδια, ὅπως τὸ “Νἄμουνα πετροπέρδικα στ πλάγια το Πετρίλου”, (Κλειστό) ἐδῶ σὲ ἐξόχως αὐθεντικὴν ἐκτέλεσιν ὑπὸ τοῦ θρυλικοῦ τραγουδιστοῦ τῆς Ἀργιθέας Ἀγράφων Στέργιου Βλαχογιάννη καὶ χοροῦ γυναικῶν

 

 

 

 

 

 

 

 

καὶ σὲ μιὰν ἀκόμη ἔξοχη ἐκτέλεσι ἀπὸ τὴν σπουδαίαν

      ργιθεάτικη Ζυγιά-“Νμουνα πετροπέρδικα στ πλάγια το Πετρίλου”  (Ἀγραφιώτικος Κλειστὸς χορός)                                        

 

   Νἄμουν ἀηδόνι στὴν Ὀξυά, τρυγόνα στὸ Τροβᾶτο

Νἄμουνα πετροπέρδικα στὰ πλάγια τοῦ Πετρίλου

Στὰ πλάγια καὶ στὰ πετρωτὰ καὶ στὶς κοντοραχοῦλες
Νὰ σ᾿κώνομαν τ᾿   ἀπὸ ταχὺ προτοῦ νὰ ξημερώσῃ,

Ν᾿   ἀκούρμαινα τὸν πόλεμο μὲσ᾿   στῆς Ὀξυᾶς τὴν ῥάχη
Ν᾿   ἀγνάντευα πῶς πολεμᾶν οἱ κλέφτες μὲ τοὺς Τούρκους·
Ὁ Μπουκουβάλας πολεμάει μὲ τούρκικο ἀσκέρι

– τὸν Μέτσο Χοῦσο κυνηγᾷ στὴν μέση τοῦ Πετρίλου

 στὸν πᾶτο στὰ Κουμπουριανά, μέσα στὴν Κάτω Χώρα. 

Ὁ Μέτσο Χοῦσο κλείστηκε μέσα στὴν Παναγία·

 Γιῶργος Χαϊντούτης χούγιαξε τ᾿   Ἀλέξη Τραγουδάκη:

 – Βάλτε φωτιὰ στὴν ἐκκλησιά, κάψτε τοὺς Τούρκους μέσα 

χίλια φλουριὰ νὰ τῆς χρωστῶ, καινούργια νὰ τῆς φτιάσω.

ἤ,

 … Ν᾿    ἀκούρμαινα τὸν πόλεμο, πῶς πολεμοῦν οἱ Κλέφτες
 οἱ Κλέφτες κι οἱ Ἀρματολοί κι ὁ Γιάννης Μπουκουβάλας·

τὸν Μέτσο Χοῦσο κυνηγοῦν στὴν μέση τοῦ Πετρίλου

 στὸν πᾶτο στὰ Κουμπουριανά, μέσα στὴν Κάτω Χώρα. 

Ὁ Μέτσο Χοῦσο κλείστηκε μέσα στὴν Παναγία

 Γιῶργος Χαϊντούτης χούγιαξε τ᾿    Ἀλέξη Τραγουδάκη:

 – Βάλτε φωτιὰ στὴν ἐκκλησιά, κάψτε τοὺς Τούρκους μέσα 

χίλια φλουριὰ νὰ τῆς χρωστῶ, καινούργια νὰ τῆς φτιάσω…

   

 

Ἄλλο σχετικὸ τραγοῦδι, ἐδῶ σὲ ἀπόδοσι τοῦ Βασίλη Κολοβοῦ, εἶναι:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  « Τὶ νἆν᾿    ὁ ἀχὸς ποὺ γίνεται κι ἡ ταραχὴ ἡ μεγάλη;

 Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριὰ μαλώνουν; 

Μηδὲ  βουβάλια σφάζονται, μηδὲ θεριὰ μαλώνουν

Ὁ Μπουκουβάλας πολεμάει μὲ χίλιους πεντακόσιους 

στὴν μέση στὸ Κεράσοβο καὶ στὴν ἀπάνω χώρα.

 Ξανθὴ κόρη ἐχούγιαξεν ἀπὸ τὸ παραθύρι, 

– Πᾶψε Γιάννη μ᾿ τὸν πόλεμο, πᾶψε καὶ τὸ ντουφέκι, 

 νὰ κατακάτσῃ ὁ κουρνιαχτός, νὰ σηκωθῇ ἡ ἀντάρα, 

 νὰ μετρηθῇ ν᾿ ἡ Κλεφτουριά, νὰ μετρηθῇ τ᾿    ἀσκέρι.

Μετρῶνται οἱ Τοῦρκοι τρεῖς βολὲς καὶ λείπουν πεντακόσιοι,

μετρῶνται τὰ Κλεφτόπουλα καὶ λείπουν τρεῖς νομᾶτοι.

  Κ᾿ ἄνε σὲ γάμο πήγανε, κ᾿ ἄνε σὲ πανηγῦρι; 

Μηδὲ σὲ γάμο πήγανε μηδὲ σὲ πανηγῦρι:

 Ὁ ἕνας λείπει στὸ νερὸ κι ὁ ἄλλος πάει στὸ σπίτι·

νὰ κι ὁ Γιαννάκης πὤρχεται, καβάλα στ᾿   ἄλογό του, 

μέσ᾿    στὰ λειβάδια τρέχοντας μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι».  

Κατ᾿   ἄλλην δὲ παραλλαγήν: 

 …Μετριοῦντ᾿   οἱ Τοῦρκοι τρεῖς φοραῖς καὶ λείπουν πεντακόσιοι.

Μετριοῦνται τὰ κλεφτόπουλα καὶ λείπουν τρεῖς λεβέντες·
Ὥνας ἐπῆγε ᾿στὸ νερὸ κι ἄλλος ψωμὶ νὰ φέρῃ,
Ὁ τρίτος ὁ καλλίτερος στέκεται ᾿στὸ τουφέκι.

   

Κλέφτικος Χορός.

Ὁ Γιάννος Μπουκουβάλας πέθανε τὸ 1769 «στὴν Φραγκιά», ὅπου εἶχε μεταβῆ πρὸς συνάντησιν τῶν ἀδελφῶν Ὀρλώφ. Κατόπιν τούτου ὁ ἀδελφός του μὲ 300 παλληκάρια πηγαίνει καὶ πυρπολεῖ τὰ Κουμπουριανὰ τῶν Ἀγράφων, πυροδοτώντας σειρὰ συγκρούσεων.

Τὸ 1807 κατόπιν ἐνεργειῶν τοῦ προεστοῦ τῆς Ῥεντίνας Ἀγράφων (ποὺ ἦτο καὶ ἡ ἕδρα τοῦ ἀρματολικίου Ἀγράφων – προηγουμένως ἡ ἕδρα ἦτο στὴν Νεβρόπολι, ὅπου δηλαδὴ ὑπάγεται καὶ ἡ σημερινὴ λίμνη τοῦ φράγματος) Τσολάκογλου (προγόνου τοῦ γνωστοῦ ἥρωος στρατηγοῦ) οἱ Μπουκουβαλαῖοι ἔχασαν τὸ ἀρματολίκι καὶ κατέφυγαν στὴν Λευκάδα.

Λίγο ἀργότερα τὸ ἀρματολίκι Ἀγράφων ἀνέλαβαν “οἱ Κατσαντωναῖοι”, δηλαδὴ ὁ Ἀντώνης Κατσαντώνης μὲ τὸ σῶμά του καί, μετὰ τὴν προδοτικήν του σύλληψιν καὶ θανάτωσιν ὑπὸ τοῦ Ἀλήπασα τῷ 1809, οἱ διάδοχοί του ὑπὸ τὸν ἀδελφό του Λεπενιώτη – μέχρις ὅτου οὗτος ἐδολοφονήθη πρὸ τοῦ πύργου τοῦ (συνενόχου) προεστοῦ Κωσταρᾶ στὰ Φουρνὰ ὑπὸ τοῦ Νίκου Θέου καὶ τῶν Γκαβοστεργαίων.

Ὑπογραμμίζουμε ὅτι ἡ «ἀρματολαρχία» τῶν Ἀγράφων ὑπῆρχεν ἤδη ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν εἰκονομαχιῶν, πολὺ πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας, καθὼς τὰ Ἄγραφα ἤδη ἀπὸ τότε εἶχον κατακτήσει (πολεμικῶς) καὶ κατοχυρώσει αὐτονομίαν ἐκ τοῦ Βυζαντινοῦ κέντρου – γράφει οὕτω ὁ Κ. Παπαρηγόπουλος: 

Φυλετικές περιοχές των Αγράφων στην αρχαιότητα.

 «Εἰς τὰ ὄρη τῆς ἀρχαίας Δολοπίας ἦρχέν τις πολέμαρχος, περὶ οὗ πλειότερα δὲν γνωρίζομεν». Πάντως ὅταν ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ὁ Κοπρώνυμος ἀπέστειλεν ἑξάρχους εἰς τὰ Ἄγραφα, προκειμένου νὰ πιστοποιήσουν τὴν ἐφαρμογὴν τῆς ὑπὸ τοῦ ίδίου περὶ ἀπομακρύνσεως τῶν εἰκόνων διαταγῆς, ἐσφάγησαν ἅπαντες!

Οἱ δὲ ἀρματολάρχαι μόνον εἰς τὰ Ἄγραφα (καὶ τὸν Βάλτον) δὲν διωρίζοντο ὅπως ἀλλοῦ ὑπὸ ἀξιωματούχων Τούρκων ἀλλ᾿, ἀπεναντίας,  ὑπὸ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ὁμοσπονδίας τῶν δώδεκα “Πρωτάτων” – ποὺ τὸ 1881 μετηλλάγησαν εἰς τοὺς ἑξῆς δώδεκα δήμους τῶν Ἀγράφων:

  Ἀγραίων, Γόμφων, Κτημενίων, Ἀγράφων, Δολόπων, Μενελαϊδος, Ἀπεραντίων, Ἰθώμης, Νεβροπόλεως, Ἀργιθέας, Ἰτάμου καὶ Ταμασίου.

Νομός Ἀγράφων

 

 

Ταμάσιον εἶναι ἡ σημερινὴ Ἀνάβρα, στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Κατάχλωρον, ὅπου καὶ τὴν 10ην Μαϊου 1525 ὁ ἀρχιστράτηγος Θεσσαλίας τοῦ Σουλτάνου Σουλεϊμὰν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς (1520-1566) καὶ κατόπιν πολλῶν ἀτυχῶν ἐκστρατειῶν καθυποτάξεως τῶν Ἀγραφιωτῶν ὑπέγραψε τὸ σύμφωνον νεξαρτησίας τς περιοχς γράφων, ἡ ὁποία σημειωτέον περιελάμβανε καὶ ἡμιορεινὲς ἀλλὰ καὶ σχεδὸν πεδινὲς ἐπίσης περιοχὲς στοὺς πρόποδες.

 

                                                                                                                                                         Στέφανος Γκέκας