ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ


Ἦταν ἡμέρα βροχερή καὶ νύχτα χιονισμένη,
Ὅταν γιὰ τὴν Τριπολιτσὰν ᾿κίνησεν ὁ Κιαμίλης.
Νύχτα σελλώνει τ᾿ ἄλογον, νύχτα τὸ καλιγώνει·
Καὶ εἰς τὸν δρόμον τὸν Θεὸν παρακαλεῖ καὶ λέγει·
« Θεέ μ᾿, ἐκεῖ τοὺς προεστούς, ἐκεῖ τοὺς δεσποτάδαις
» Νὰ εὕρω, ᾿στὸ κεφάλι τους νὰ πάρουν τοὺς ῥαϊάδαις,
» Νὰ μὴ σηκώσουν ἅρματα καὶ πάγουν μὲ τοὺς κλέφταις.»
Σὰν ἔφθασε, καὶ οἱ Γραικοί ἐπλάκωσαν τὸ κάστρον·
Τοὺς Τούρκους ἔκλεισαν στενά, βαρεὰ τοὺς πολεμοῦσαν·
Κολοκοτρώνης φώναξεν ἀπὸ τὸ μετερίζι·
« Προσκύνησε, Κιαμίλμπεη, ᾿στοὺς Κολοκοτωναίους,
» Νὰ σὲ χαρίσω τὴν ζωήν, ἐσὲ καὶ τὰ παιδιά σου,
» Ἐσὲ καὶ τὰ χαρέμια σου κι ὅλην τὴν γενεάν σου.»-
«Μετὰ χαρᾶς σας, Ἕλληνες, κι ἐσεῖς καπεταναῖοι,
» Εὐθὺς νὰ προσκυνήσωμεν ᾿στοὺς Κολοκοτρωναίους.»
Μπουλούκμπασης ἐφώναξεν ἀπάν᾿ ἀπὸ τὴν τάμπιαν·
« Δὲν προσκυνοῦμεν, ἄπιστοι, ᾿σ ᾿ ἐσᾶς βρωμοραϊάδαις·
» Ἔχομεν κάστρα δυνατά, καὶ βασιλεᾶν ᾿ς τὴν πόλιν·
» Ἔχομ᾿ ἀνδρεῖον στράτευμα, καὶ Τούρκους παλληκάρια·
» Τρώγουνε πέντε ᾿στὸ σπαθί καὶ δέκα ᾿στὸ τουφέκι,
» Καὶ δεκαπέντε στὸ ἄλογον, διπλοῦς στὸ μετερίζι.»-
» Τώρα νὰ ἰδῆτε, φώναξε τότ᾿ ὁ Κολοκοτρώνης,
» Νὰ ἰδῆτε Ἑλληνικὰ σπαθιά καὶ κλέφτικα τουφέκια·
» Πῶς πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες, πῶς πελεκοῦν τοὺς Τούρκους.»
Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευὴ ξημέρωσε (ποτὲ νὰ μή εἶχε φέξει! )
Ἔβαλαν οἱ Γραικοὶ βουλὴν τὸ κάστρον νὰ πατήσουν·
Σὰν ἀετοὶ ἐπήδησαν, ἐμβῆκαν σὰν πετρίτες,
Κι ἄδειασαν τὰ τουφέκια τους, τὴν λιανομπαταρίαν.
Κολοκοτρώνης ᾿φώναξεν ἀπ᾿ τ᾿ Ἁϊγεωργιοῦ τὴν πόρτα·
» Μολᾶτε τὰ τουφέκια σας, σύρετε τὰ σπαθιά σας·
» Βάλετε τὴν Τουρκιὰν ἐμπρός, σὰν πρόβατα στὴν μάνδραν.»
Τοὺς πῆγαν καὶ τοὺς ἔκλεισαν εἰς τὴν μεγάλην τάμπιαν.
Ἀπελογᾶτ᾿ ὁ Κεχαϊᾶς πρὸς τὸν Κολοκοτρώνην•
« Κάμε ἰνσάφι ᾿στὴν Τουρκιάν, κόψε, πλὴν ἄφσε κι ὅλας.»-
« Τί φλυαρεῖς, βρωμότουρκε; τὶ λὲς παλαιομουρτάτη;
» Ἰνσάφι ἔκαμες ἐσὺ εἰς τὴν πικρὴν Βοστίτσαν,
» Ὅπ᾿ ἔσφαξες τ᾿ ἀδέλφια μας καὶ ὅλους τοὺς δικούς μας;»