Παγκόσμια ἡμέρα ποιήσεως καὶ …”ἀντιρατσισμοῦ”!!!

Για όσους δεν το γνωρίζουν – καθώς έχει επικρατήσει η μάλλον ηλίθια τάση, κάθε μέρα του έτους να είναι παγκοσμίως αφιερωμένη σε κάτι – σας πληροφορούμε ότι η σημερινή ημέρα (21 Μαρτίου) είναι αφιερωμένη: στην οικιακή οικονομία, στην ποίηση, στον ύπνο και στην καταπολέμηση του «ρατσισμού» και των διακρίσεων. Και αν για τα πρώτα τρία είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν έχετε ακούσει απολύτως τίποτε, για το τελευταίο είναι βέβαιο ότι έχετε βαρεθεί να ακούτε σήμερα σχετικές αναφορές στα μ.μ.ε., για εκδηλώσεις, αφιερώματα, δράσεις, «χάπενινγκς» κλπ, κλπ. Διόλου τυχαία όλα αυτά, στην εποχή της επιβεβλημένης, δια της καταιγιστικής προπαγανδίσεως του τεχνητού ψευδοδοϊεολογήματος του «αντιρατσισμού», διαδικασίας γενοκτονίας και αφανισμού των ευρωπαϊκών εθνών… Η ψευδοέννοια του «ρατσισμού» αναγορεύεται σε κάτι σημαντικότερο από την ποίηση, κάτι για το οποίο σφυροκοπούμεθα με συνεχή αφιερώματα, ενώ για την ποιητική δημιουργία ούτε καν αναφορά! O Tempora, O Mores!! !
Εμείς, ευκαιρίας δοθείσης και σε πείσμα του γενικού προπαγανδιστικού κατακλυσμού, νιώθουμε την ανάγκη να αναδημοσιεύσουμε, τιμής ένεκεν, το συγκλονιστικό, άκρως προφητικό (και πάντοτε επίκαιρο) απόσπασμα (Λόγος, 8ος, ο «Προφητικός») από το συγκλονιστικό έργο «Ο δωδεκάλογος του γύφτου», του εθνικού μας βάρδου Κωστή Παλαμά, του αθανάτου αυτού ποιητού που εξέφρασε τόσο μοναδικά και αυθεντικά το αληθινό πνεύμα της Αιωνίου Ελλάδος!





Ο 8ος Λόγος ο «Προφητικός»

Μέσ’ στις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θάρθη κι η ώρα,
και θα πέσης, κι από σέν’ απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμα της θα σαλπίση
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.
Θάρθη κι η ώρα· εσένα είταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου- γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίση.
Και θα σβύσης καθώς σβύνουνε λιβάδια
από μάϊσσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν’ τα κλαψοπούλια σταχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή
της χυτής σου της φωτιάς το θαμα·
και στο κάστρο σου σπρωγμέν’ η Ανατολή
λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα.
Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα,
κι ορθός κι άσειστος της δύναμης σου ο κάβος·
λιγισμένοι κι άσειστος της δύναμης σου ο κάβος·
λιγισμένοι ομπρός σου
να κι ο Τούρκος, να κι ο Φράγκος, να κι ο Σλάβος.
Στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! Τι μοίρα!
Καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου·
στη χυτή σου τη φωτιά, ώ! Τι μοίρα!
Μόνη σου θα πέσης να καής,
τρισαπελπισμένη της ζωής.
Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν
με βιολιά και με ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,
και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν,
και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
και ταγόρια σου τ’ αγνά θα τα μολέψουν
με ταγκάλιασμά τους οι σουλτάνοι,
και τα λείψανα σου θα στα κλέψουν
οι ζητιάνοι.
Χώρα τρισκαταρατη, απ’ τ’ ύψη
σε ποια βύθη, χώρα αμαρτωλή!
Και κανένας να σου δώση δε θα σκύψη
του θανάτου το στερνό φιλί.
Και στο πέρασμα σου θα βροντήξη
κι ένα μυρολόϊ σου θα ουρλιάση,
και το μοιρολόι σου θα το πνίξη
από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.
Μια καινούργια πλάση, μια γεννήτρα
θα φούντωση απ’ τα χαλάσματα σου,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη μ’ εσέ και ξένη,
κι άς την έχεις με το γάλα σου ποτίσει,
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε αναβρύζει μια μία βρύση.
Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία
κολασμένη από την αρμαρτία,
νεκρή αφίνοντας εσένα
θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα.
Σάμπως να είναι πουλημένη σε διαμόνους
θα σπαράζη και θα πλέη μέσ’ στα σκοτάδια,
και ίσκιος θα είναι μέσα στάδεια,
μέσ’ στην άβυσσο μια βάρκα·
κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνη σάρκα
κι η βάρκα ύστερα θα φτάνη
σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι.
Και θα ζης ξανά στους τόπους και στους χρόνους
και στις ιστορίες των εθνών
και στους κύκλους των αιώνων
θα μαυρολογάς, των ξεπεσμών
ω Ψυχή και των αδόξαστων αγώνων.
Κι η Ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη,
δε θα βγη ναναπαυτή·
του Κακού τη σκάλα από σκαλί
σε σκαλί θα τήνε κατεβαίνη.

Κι όπου πάη κι όπου σταθή
σε κορμί χειρότερο θα μπαίνη.
Και θαρθή μια μέρα, μαύρη μέρα
Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία,
θα κατασταλάξη πέρα, πέρα
στην καμαρωμένη Γη,
στου ήλιου τη χαρά, σταπρίλη τον αέρα.
Και στο φως θα βγη,
και ξαφνίζοντας τον ήλιο,
σά θρεμμένο απ’ το δικό σου αίμα,
ένα γέλιο, ένα παράλλαμμα, ένα ψέμα,
ένα κλάμα, ένα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.
Ο δικέφαλος αϊτός σου να! μακριά
μακριά πέταξε με τάξια και με τ’ άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.
Προς τη Δύση και προς το Βοριά
την κορώνα φέρνει και κρατά
-και τα νύχια του είν’ αρπάγια-
και τη δόξα και τη δύναμη κρατά
και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο
που γεννήθηκε από σένα μέσ’ στον ήλιο,
κοίτα, Θεέ! Θα σέρνεται μπροστά
σε μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.
Μ’ όλα σου θα ζη τα χαμηλά,
με καμιά σου δε θα ζη μεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά,
νάνοι και αρλεκίνοι.
Και σοφοί του και κριτάδες
του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
και διαφεντευτάδες
κυβερνήτες του οι ευνούχοι.
Και θα φύγης κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θαβρη το κορμί μια σπιθαμή
μέσ’ στη γη για να την κάμη μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνη το ψοφήμι,
να το φάνε τα σκυλλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθή
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώση μιάν αυγή,
και να σε καλέση ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θακούσης τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθής της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή
θα σαλέψης σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μη έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλίσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, –
για τανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθής να σου φυτρώνουν, ω χαρά !
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!