20 Ιουλίου 1974: επέτειος εθνικής προδοσίας – ατιμώρητοι παραμένουν οι θλιβεροί αυτουργοί…

Ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974. Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, με τις ευλογίες και την επίνευση των αμερικανοσιωνιστών (π.χ. Χένρι Κίσινγκερ) επιχειρούν στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο, η οποία δείχνει μάλλον απροετοίμαστη, από στρατιωτικής και ψυχολογικής απόψεως, για την απόκρουση μίας τέτοιας εισβολής.
Τα αίτια και οι υπεύθυνοι που οδήγησαν στην γνωστή τραγική κατάληξη της εισβολής, η οποία διήρκησε μέχρι τα μέσα Αυγούστου του ιδίου έτους με αποτέλεσμα την κατάληψη του 37% του νησιού από τους Τούρκους, έχουν επιμελώς αποσιωπηθεί και συγκαλυφθεί από το ένοχο καθεστώς της μεταπολιτεύσεως που πολύ βολικά έσπευσε να φορτώσει όλη την ευθύνη στο στρατιωτικό καθεστώς, φροντίζοντας παράλληλα να κρατά ερμητικά κλειστό – επί 39 έτη – τον περίφημο «φάκελο της Κύπρου» (γιατί άραγε;;;).
Η ακολουθία των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτήν την εθνική τραγωδία ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από την εισβολή του 1974, δηλαδή πολύ προτού υποπέσει στην αντίληψη των ελλήνων αξιωματικών η τελευταία φάση των προετοιμασιών του Τουρκικού στρατού. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, το δυσμενές πλαίσιο είχε προδιαγραφεί με την αρνητικότατη για τα ελληνικά συμφέροντα συνθήκη ιδρύσεως της «Κυπριακής Δημοκρατίας» (συνθήκη της Ζυρίχης) την οποία από ελληνικής πλευράς είχαν υπογράψει οι Κ. Καραμανλής (ως πρωθυπουργός) και Ευ. Αβέρωφ (ως υπ. Εξωτερικών), διά της οποίας ο τουρκικός παράγων καθίστατο (με την Τουρκία να αποκτά το καθεστώς της εγγυητρίας δυνάμεως) ρυθμιστής των πραγμάτων κατά τρόπο κραυγαλέα δυσανάλογο των «δικαιωμάτων» που φυσιολογικά θα της επέτρεπαν τα τότε (προ εποικισμού) ισχνά πληθυσμιακά ερείσματα. Φαίνεται όμως ότι και στον ελλαδικό πολιτικό κόσμο, που έψαχνε κάποια αφορμή για να ανακαταλάβει την εξουσία, υπήρχαν παράγοντες που ήδη τότε γνώριζαν ότι κάτι προετοίμαζε ο τουρκικός στρατός…
Την κυρία ευθύνη για την δυσμενέστατη για τον ελληνισμό εξέλιξη της τουρκικής εισβολης, φέρουν αναμφιβόλως δύο υποτιθέμενοι ”Εθνάρχες”:
Ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της “Κυπριακής Δημοκρατίας” Μακάριος, ο οποίος όσο εβρίσκετο στην κεφαλή της Κυπριακής Προεδρίας υπενόμευε σταθερά την ελπίδα των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων για την πολυπόθητη ένωση της μεγαλονήσου με την μητέρα πατρίδα, Ελλάδα, φοβούμενος ίσως την απώλεια του (δικού του) προεδρικού θώκου. Αυτό το επιτύγχανε με διαφόρους τρόπους, όπως π.χ. με το να αγνοεί δημοψήφισμα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του οποίου, σχεδόν άπαντες οι κάτοικοι της Μεγαλονήσου επιθυμούσαν την ένωση με την Ελλάδα ή με το να παρουσιάζει ψευδώς στους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων την υποτιθέμενη “θέληση” του Ελληνοκυπριακού λαού για αυτοδιάθεση, προπαγανδίζοντας και προωθώντας σχέδια αυτοδιαθέσεως της Κύπρου, προβαίνοντας επίσης σε δηλώσεις οι οποίες παρουσίαζαν τους υπηρετούντες στην Κύπρο Έλληνες αξιωματικούς ως τάχα υπονομευτές των αληθινών επιδιώξεων των Ελληνοκυπρίων για ανεξαρτησία και επομένως ως δήθεν προδότες της εμπιστοσύνης τους. Οι ψευδείς κατηγορίες του Μακαρίου προς τους Έλληνες αξιωματικούς είχαν ως κυρία αιτία την δράση της ΕΟΚΑ Β’ καθώς και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μακάριος φαίνεται ότι σε τελική ανάλυση δεν επιθυμούσε την ένωση, η οποία ήταν το εθνικό όραμα του πρωτεργάτη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος του κυπριακού ελληνισμού, στρατηγού Γρίβα και των αγνών πατριωτών που συμμεριζονταν το όραμά του. Ο Μακάριος, παρά την επιρροή που ασκούσε λόγω της ιδιότητος και του διττού αξιώματός του (ως προέδρου και ως αρχιεπισκόπου της Κύπρου) είναι βέβαιον ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τους «γριβικούς», δηλαδή τους ελληνοκύπριους πατριώτες που παρέμεναν πιστοί στην ιδέα της ενώσεως και στον γνήσιο εκφραστή της, στρατηγό Γεώργιο Γρίβα (Διγενή). Δυστυχώς πολλοί Ελληνοκύπριοι στην πορεία επηρεάστηκαν από την μακαριακή προπαγάνδα με αποτέλεσμα, από το 1958 μέχρι και το 1974 να έχουμε πολλούς «εμπίστους» του Μακαρίου οι οποίοι προέβαιναν σε ξυλοδαρμούς, απαγωγές ακόμα και δολοφονίες υπερμάχων της ενώσεως (οι οποίες παρέμειναν ανεξιχνίαστες) και σε κάθε άλλο ανέντιμο μέσο εναντίον της προοπτικής της ενώσεως και των υποστηρικτών της. Πέραν αυτών όμως, ο ίδιος ο Μακάριος με διαταγή του επέβαλλε στις 2 Ιουλίου 1974 την μείωση της στρατιωτικής θητείας των Ελλήνων αξιωματικών και εφέδρων και την εκκένωση της νήσου από αυτούς με όριο τις 20 Ιουλίου 1974, ημερομηνία κατά την οποία εκδηλώθηκε η επίθεση των Τούρκων στην Κύπρο, γεγονός που αναμφιβόλως αποτελεί, αν μη τι άλλο, σκανδαλώδη σύμπτωση! Το συγκεκριμένο γεγονός οδήγησε τους Έλληνες αξιωματικούς στην Κύπρο σε εύλογη ανησυχία, οδηγώντας τους μοιραία στην αναζήτηση τρόπων αποτροπής των προδοτικών μακαριακών επιδιώξεων με τελικό επακόλουθο την διοργάνωση του μετέπειτα εναντίον του Μακαρίου πραξικοπήματος. Ο Μακάριος έχοντας αντιληφθεί την κατάσταση έστειλε επιστολή στον Έλληνα «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» (του στρατιωτικού καθεστώτος) Φαίδωνα Γκιζίκη, αναφέροντας ότι οι Έλληνες αξιωματικοί ετοιμάζονταν να τον ανατρέψουν. Αυτή η επιστολή έφερε τον Μακάριο σε ανοικτή αντιπαράθεση με το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα. Στις 15 Ιουλίου εκδηλώθηκε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β’. Το πραξικόπημα εκείνο της 15ης Ιουλίου πέτυχε να ανατρέψει την κυπριακή κυβέρνηση και να θέσει το κυπριακό κράτος υπό τον έλεγχο της Εθνοφρουράς. Δεν κατάφερε όμως να εξουδετερώσει τον Μακάριο και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προβληθεί από τον Μακάριο τάχα ως εκδήλωση εξωτερικής στρατιωτικής επεμβάσεως της Ελλάδος στο νησί, εξέλιξη που αν και δεν ήταν στις προθέσεις των ελλήνων στρατιωτικών, απετέλεσε την αφορμή για την πραγματοποίηση της τουρκικής εισβολής.
O Μακάριος στις 19 Ιουλίου 1974 σε λόγο του στον ΟΗΕ, δηλαδή ενώπιον της διεθνούς κοινότητος, ενοχοποιούσε ως υπεύθυνη της ανατροπής του την ελληνική στρατιωτική παρουσία και επιπροσθέτως παρέσχε στο Τουρκικό καθεστώς ηθική και θεσμική νομιμοποίηση και επίσης άριστη αφορμή για την πραγματοποίηση της εισβολής την οποία προφανώς η Τουρκία είχε ήδη τότε στα σκαριά καθώς η ίδια ως χώρα, αποτελούσε, βάσει των συνθηκών ιδρύσεως της «Κυπριακής Δημοκρατίας», συνεγγυήτρια δύναμη (από κοινού με την Ελλάδα και την Μ.Βρετανία) και επομένως κάθε μεταβολή στο καθεστώς διοικήσεως της νήσου την αφορούσε, πόσω μάλλον όταν ο επίσημος πρόεδρος (Μακάριος) την καλούσε για προστασία!!!
Η εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο (την οποία οι Τούρκοι προετοίμαζαν επί μακρόν) ξεκίνησε τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου του 1974 με μεγάλη οργάνωση και ορμητικότητα. Πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις εισέβαλλαν από αέρα, θάλασσα και ξηρά σε αντίθεση με την ολιγομελή Εθνική Φρουρά Κύπρου και την ΕΛΔΥΚ οι οποίες ήταν εξοπλισμένες κυρίως με όπλα της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (π.χ άρματα Τ34, Σοβιετικής προελεύσεως) και με λιγοστά πυρομαχικά. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις αντιστάθηκαν γενναία και έγραψαν σελίδες δόξης και ηρωισμού. Στο τέλος όμως όπως είναι φυσικό σε έναν πόλεμο φθοράς, υπερτέρησαν οι τουρκικές δυνάμεις. Με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε διετάχθη παύση πυρός στις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου, γεγονός που έδωσε την δυνατότητα στους Τούρκους να ενισχύσουν το προγεφύρωμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων τους (μόλις 2% του εδάφους του νησιού), πραγματοποιώντας εν συνεχεία τον ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ με αποτέλεσμα να κατακτήσουν και την περιοχή της Κερύνειας, να κυκλώσουν το αεροδρόμιο Λευκωσίας και έτσι να μεγαλώσουν την ζώνη κατοχής τους, αφού προφανώς δεν υπήκουσαν στην εντολή κατάπαυσης του πυρός… Στις 24 Ιουλίου επισήμως έπεσε στην Ελλάδα το στρατιωτικό καθεστώς και ορίσθηκε «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος» με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Παράλληλα στην Κύπρο τα γεγονότα υποχρέωσαν τον πρωτεργάτη της επιχειρήσεως ανατροπής του Μακαρίου (και παλαιό συνεργάτη του Γρίβα) Νικόλαο Σαμψών, ο οποίος είχε διοριστεί Πρόεδρος μετά το πραξικόπημα, να παραιτηθεί. Νέος πρόεδρος ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης.
Μετά τα γεγονότα αυτά, ακολούθησε η ιστορική φράση: «Η Κύπρος κείται μακράν». Πρόκειται για την περίφημη ατάκα του «εθνάρχου» Κ. Καραμανλή (του πρεσβυτέρου), του πρώτου «δημοκράτη ηγέτη» της μεταπολιτεύσεως, η οποία ελέχθη για να δικαιολογήσει την σκόπιμη, όλως προδοτική και εξόχως προκλητική, αδράνεια της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβερνήσεως να υπερασπίσει ως όφειλε την Κύπρο, καίτοι διέθετε τα στρατιωτικά μέσα για να το επιτύχει (νέα αεριωθούμενα μαχητικά αεροσκάφη – νέα εξελιγμένα υποβρύχια, κλπ). Ενώ όμως έχει ευρέως επικρατήσει η συγκεχυμένη αντίληψη ότι το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς πρόδωσε την Κύπρο, κανείς δεν αναφέρει τον ρόλο που διεδραμάτισε στην πορεία των γεγονότων το «κοινοβουλευτικό» καθεστώς της μεταπολιτεύσεως και ιδίως η στάση των επιτελών (Μπονάνου, Αραπάκη, κλπ) οι οποίοι, κατά τρόπο απίστευτο, δεν επέτρεψαν (!) να αξιοποιηθούν τα υπερσύγχρονα αεροναυτικά μέσα στα οποία ο ελληνικός στρατός υπερείχε τότε συντριπτικώς έναντι της Τουρκίας και μέσω των οποίων θα μπορούσε να εκμηδενίσει το τουρκικό αποβατικό σώμα.
Όλα συγκλίνουν στην πεποίθηση ότι την κυρία ευθύνη της προδοσίας κατά την τελευταία φάση έφεραν οι επιτελείς η οποίοι έψαχναν τρόπο για να συντείνουν την κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος, προσδοκώντας θέση στην νέα κατάσταση (όπερ και εγένετο αφού, παρά την αλλαγή του καθεστώτος, διετήρησαν τις θέσεις τους !)
Η προδοσία για την Κύπρο ήταν πολυεπίπεδη . Η Ελλάδα εντέλει δεν επενέβη στρατιωτικώς, αν και τις μέρες μετά το πραξικόπημα τις 15ης Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε γενική επιστράτευση, η οποία όμως έπεσε σε αδράνεια λόγω διακοπής της ροής των προβλεπομένων διαταγών, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα χάος που έδωσε έδαφος για την αποθάρρυνση των Ελληνοκυπρίων μαχητών και των εν Κύπρω Ελλήνων αξιωματικών, γεγονός που ίσως αποτελεί ένδειξη για την ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών όπως Μοssad και CIA που όπως όλα δείχνουν, εμπλέκονταν στην όλη κατάσταση (http://www.youtube.com/watch?v=X5s2QlTq-AA).
Οι Τούρκοι μέχρι και σήμερα ισχυρίζονται ότι η επέμβασή τους είχε την μορφή ειρηνευτικής επιχείρησης (!) και γι’ αυτό φυσικά όταν έφτασαν στην Αμμόχωστο προέβησαν σε τελείως απάνθρωπες ωμότητες κατά αιχμαλώτων Ε/Κ στρατιωτικών αλλά και αμάχων, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου (δικαιολογώντας έτσι τα υπανθρώπινα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προγόνων τους!) Ωστόσο και η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων (Βρετανία, Σοβιετική Ένωση, Η.Π.Α) κάθε άλλο παρά φιλική ήταν. Μάλλον ήταν εχθρική προς τους Έλληνοκύπριους και ιδιαιτέρως προς το όραμα της ενώσεως Ελλάδος-Κύπρου. Καθόλου η επίσημη Ελλάς δεν υπερασπίστηκε την ελληνοκυπριακή πλευρά, παρά μόνον τις τουρκικές δυνάμεις και ίσως εμφανώς κατά την διάρκεια της εισβολής – τουλάχιστον σύμφωνα με τον ΑΤΤΙΛΑ Ι! Ιδιαιτέρως οι Βρετανοί ήταν αυτοί που σε όποια ευκαιρία έβρισκαν υποβοηθούσαν την Τουρκική προέλαση ασχέτως αν υπεδείκνυαν το αντίθετο στα διεθνή μέσα. Ειδικότερα η στάση Αμερικής και Σοβιετικής Ενώσεως δείχνουν να συμπλέουν ομαλώς επί του ζητήματος αγνοώντας εμφανώς την ανυπακοή των Τούρκων στο διεθνές δίκαιο. Κάποιος που θα μπορούσε με ευκρίνεια να δει την κατάσταση σε ένα άλλο επίπεδο θα μπορούσε να πει πως για άλλη μια φορά μπολσεβίκοι και σιωνιστές στέκονται μαζί ενάντια σε οιανδήποτε εθνική επιδίωξη έχει ο Ευρωπαίος Άνθρωπος, στην προκειμένη περίπτωση ο Ελληνισμός της Κύπρου και της Ελλάδος, οι οποίοι επιθυμούσαν την Ένωση.
Δυστυχώς η φυσική και υγιής εθνική επιδίωξη του Ελληνισμού μετετράπη σε εθνική τραγωδία λόγω σφαλμάτων και κυρίως λόγω εσωτερικών και εξωτερικών προδοσιών. Όμως ποτέ δεν θα ξεχάσουμε όλους τους ηρωικούς μαχητές που έπεσαν μαχόμενοι τον ”βάρβαρο” κατακτητή και οι οποίοι θα μείνουν γραμμένοι με χρυσά γράμματα στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας.