Ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ τῆς σημαδιακῆς γιὰ τὸν Ἐθνοκοινοτισμὸν μας ἐπετείου τῆς 20ῆς Ἀπριλίου, ἀνασύρω κι ἀναπλάθω ἐκ τῶν παλαιῶν μου σημειωμάτων τὸν πυρῆνα ἑνὸς ποιήματος, ποὺ εἶχα γράψει πρὸ 25ετίας περίπου καὶ ἐξ ἀφορμῆς τότε τῶν πρώτων πυρπολήσεων Ἑλληνικῶν Σημαιῶν ὑπὸ τῶν ἀνόων καὶ ἀλόγων ἀναρχικῶν ἀνδραπόδων τοῦ Συστήματος.
ΤΟ ΛΑΒΑΡΟΝ
Σ᾿ εἶδα μέσ᾿ στῶν δαιμόνων τῆς Ἀσίας νὰ ὑποστέλλεσαι τὰ οὐρλιαχτά,
ἀφιονισμένων ὑπὸ τῆς Σιὼν τῶν τέκνων, γιὰ αἷμ᾿ Ἀρίων διψασμένων
– ὣς τοῦ Ehrenburg τὴν λύσσα οἱ ὁμόφυλοί του μπολσεβῖκοι κομισάριοι μπολιάζαν
ὡσὰν ὀχιὲς πεντάλφαδες τὸ σὰν τὸ αἷμά τους κοινὸ φαρμάκι Μαμμονᾶ ξεχύνοντας
ἐχίδνης ὥσπερ ἰοβόλον παρακέντρισμα γιὰ τῆς Ἀσίας τὸν πανάρχαιο φθόνο
πρὸς τοῦ Ἀρίου τοῦ ἀνωτρόπου πνεύματος τὴν ἡλιόστροφον ὑπεροχήν
– ψηλὰ σ᾿ ἐσένα, ὦ Ἡλιακοῦ Σταυροῦ Λάβαρο θεϊκό, τὴν ἀΰλως σαρκωμένην,
στὴν δώρειον τοῦ προπυργίου μετόπην ὡς τῆς Εὐρώπης κέαρ παλλομένην…
[ΣΥΝΕΧΕΙΑ]