Η Ανάβασις του Όρους και ο Συμβολισμός της Αναλήψεως

«Οι φοράδες οι οποίες μέ σύρουν μέ τό Άρμα μέ μετέφεραν εκεί όπου φθάνει η εσωτερική ορμή τής ψυχής μου καθώς, οδηγώντας με, οι θεές μ’ έβαλαν στήν πολυφημισμένη οδό, η οποία φέρει τόν προικισμένο μέ σοφία άνδρα διά μέσου όλου τού κόσμου.
Σ’αυτόν εδώ τόν δρόμο οδηγούμην, γιατί εδώ μ’ έφεραν τά μέ φρόνηση προικισμένα άλογα, σύροντας τό Άρμα μ’ όλην τους τήν δύναμη, καί οι θυγατέρες τού Ηλίου έδειχναν τόν δρόμο, ο δέ άξων στά περιαξόνια τών τροχών εσύριζε καταξεόμενος (γιατί τό Άρμα, μέ δύο στροβιλιζόμενους τροχούς καί στά δύο άκρα τού άξονος, ραγδαίως εφώρμει), τήν στιγμήν κατά τήν οποίαν τού Ηλίου αι θυγατέρες έσπευδον νά μέ φέρουν πρός τό Φώς, αφού εγκατέλειψαν προηγουμένως τά ανάκτορα τής Νυκτός καί από τίς κεφαλές τους αφήρεσαν (ετράβηξαν) τά καλύμματα.

Εκεί είναι οι πύλες τών δρόμων καί της Ημέρας και της Νυκτός καί αυτές περιβάλλει υπέρθυρο καί λίθινο κατώφλι, υψώνονται δέ στόν αιθέρα καί καλύπτονται εξ ολοκλήρου από μεγάλα θυρόφυλλα, ενώ αυτών η πολύποινος Δίκη κρατεί τίς εναλλασσόμενες κλείδες… … … Αυτήν δε πείσασαι αι κόραι (αι θυγατέρες του Ηλίου), μας άνοιξε τα αλλεπαλλήλως διηρμοσμένα θυρόφυλλα των πυλών, … , όθεν συν Άρματι και φοράσι διελθών, τοιούσδε η θεά μοι λόγους φιλοξένως προσηύδα (ούτω με προσηγόρευεν):

– Ω νέε, σύντροφε τών αθανάτων ηνιόχων, σύ πού καταφθάνεις συντροφευμένος από τίς φοράδες πού σέ ανελκύουν ώς τό δικό μου ανάκτορο, χαίρε – διότι ασφαλώς δεν σ’ έφερε κακή μοίρα ν’ ακολουθήσης αυτόν τόν Δρόμο ( αληθινά, αυτός ό Δρόμος ευρίσκεται μακρυά από δρόμους πατημένους από ανθρώπους), αλλ’ η Θέμις καί η Δίκη.

Είναι ανάγκη τά πάντα νά μάθης – τόσο τήν ατρόμητη κι ακλόνητη καρδιά τής ολοστρόγγυλης Αλήθειας, όσο καί τίς δόξες (δοξασίες) τών ανθρώπων, στίς οποίες δέν υπάρχει καμμία αληθινή βεβαιότης.
Αλλ’ όμως καί αυτό θά μάθης, ότι όλες οί δόξες θά εχρειάζετο νά δοκιμάζωνται εξαντλητικώς κι εξ ολοκλήρου διά μέσου των πάντων….

Θά γνωρίσης δέ τήν φύσιν τού αιθέρος. Καί όλα τά εντός τού αιθέρος σημεία τών άστρων καί τά πάντοτε αόρατα έργα τής καθαρής, αμιάντου λάμψεως τού Ηλίου, καί από πού έγιναν, θά πληροφορηθής και τα περί τής περιφορικής κινήσεως τής, πρός κυκλώπειον όμμα ομοιαζούσης, σελήνης και ως πρός τήν φύσιν της, ακόμη θά μάθης γιά τόν Ουρανόν ο οποίος περιβάλλει τό πάν, από πού εδημιουργήθη καί πώς αυτόν οδηγώντας η Ανάγκη υπεχρέωσε νά τηρή τά όρια τών άστρων.

Πώς η γή καί η σελήνη καί ο κοινός αιθήρ καί ό ουράνιος γαλαξίας καί ό έσχατος Ολυμπος καί τό θερμό τών άστρων μέρος ώρμησαν πρός τήν Γέννησιν».

Τό ΟΡΟΣ λοιπόν, επειδή, λόγω τού ύψους του, ευρίσκεται εγγύτερα προς τόν ουρανό, αποκτά διπλή ιερότητα. Αφ’ ενός μεν συμμετέχει στόν χωρικό συμβολισμό τής υπερβατικότητος (ως «υψηλό», «κάθετο», «ανώτερο») ενώ αφ’ ετέρου είναι τό κατ’ εξοχήν βασίλειον τών ατμοσφαιρικών ιεροφανειών και, επομένως, η κατοικία τών θεών.

Κάθε μυθολογία έχει ένα ιερό βουνό, λιγότερο ή περισσότερο γνωστήν παραλλαγήν τού ελληνικού Ολύμπου.
Ολοι οι ουράνιοι θεοί έχουν επί υψωμάτων τοποθεσίες αφιερωμένες στήν λατρεία τους. Οι συμβολικές καί θρησκευτικές αξίες τών βουνών είναι πάμπολλες. Τό βουνό θεωρείται συχνά ως σημείον επαφής/συναντήσεως τού ουρανού καί τής γής, άρα ΚΕΝΤΡΟΝ, σημείον που διαπερνάει ό Αξονας τού Κόσμου, περιοχή φορτισμένη από ιερότητα, τοποθεσία όπου μπορούν νά πραγματοποιηθούν τά περάσματα μεταξύ των διαφόρων κοσμικών ζωνών.
Τό ΟΡΟΣ, λοιπόν, αποτελώντας τό σημείον συναντήσεως ουρανού καί γής, τοποθετείται στό κέντρο τού κόσμου καί είναι αναμφισβητήτως και πολυσήμως τό πιό ψηλό σημείο τής γής. Γι’ αυτό οί καθαγιασμένες περιοχές όπως καί τόποι ιεροί, ναοί, ανάκτορα, ιερές πόλεις μέ βουνό εξομοιώνονται καί ανάγονται κι αυτές σέ κέντρα.

Ενώνονται δηλαδή κατά μαγικό τρόπο μέ τήν κορυφήν τού κοσμικού όρους. Η κορυφή τού κοσμικού βουνού δέν είναι μόνον τό υψηλότερο σημείο τής γής, είναι επίσης ο ομφαλός της, τό σημείο στό οποίον άρχισε ή Δημιουργία.

Οι ανώτερες περιοχές είναι κατάφορτες από ιερές δυνάμεις. Κάθε τί πού βρίσκεται εγγύτερα στόν ουρανό συμμετέχει, μέ μεταβλητή ένταση, στήν υπερβατικότητα.Τό ύψος ή τό ανώτερο ταυτίζονται μέ τό υπερβατικό, τό υπεράνθρωπο.

Η ιερότητα τού ύψους τού βουνού αποκτάει μεγαλύτερη αξία μέ την ιερότητα τών ανωτέρων ατμοσφαιρικών περιοχών καί επομένως μέ την ιερότητα τού Ουρανού.

Τό ΟΡΟΣ, ο Ναός, ή Πόλις είναι καθαγιασμένα γιατί έχουν κατακλυσθή από το άφθιτον κλέος του Αρχικού ΚΕΝΤΡΟΥ, δηλαδή, της πρωτογενούς προελεύσεως, μιάς κι έχουν αφομοιωθή από τήν πιό υψηλή κορυφή τού Σύμπαντος καί βρίσκονται στό σημείο συναντήσεως Ουρανού καί Γής. Επομένως η καθαγίαση μέ τά τυπικά τής αναλήψεως καί τής αναρριχήσεως τού βουνού οφείλει το δυναμικό της στην αμεσότητα του γεγονότος ότι εισάγει τόν άνθρωπο σέ μία ανώτερη ουράνια περιοχή. Η απλή ενατένισις τού θόλου προκαλεί εντός τής παναρχαίας συνειδήσεως ένα θρησκευτικό βίωμα. Ο Ουρανός αποκαλύπτεται όπως είναι στήν δική του πραγματικότητα – υπερπροσωπικός, απόλυτος, άπειρος, υπερβατικός.
Η ανάβασις τού κοσμικού βουνού συμβολίζει καί τήν αναζήτησιν τού Κέντρου!

Τό Κέντρον είναι η κατ’εξοχήν ζώνη τού ιερού, η ζώνη δηλαδή τής απολύτου πραγματικότητος, υπεράνω περιοριστικού χρόνου και χώρου. Ο δρόμος πού οδηγεί στό Κέντρο είναι δύσκολος – καί αυτό επαληθεύεται σέ κάθε επίπεδο τής πραγματικότητος, όπως επικίνδυνα ταξείδια ηρωικών εκστρατειών γιά τήν ανεύρεση τού Χρυσομάλλου Δέρατος, τών Χρυσών Μήλων, τού Βοτάνου τής Ζωής, τίς περιπλανήσεις μέσα σέ λαβυρίνθους καί γενικά όλες τίς δυσκολίες αυτού, τού Ηρωος, πού ψάχνει τόν δρόμο πρός τόν Εαυτό του, δηλαδή πρός τό Κέντρο τής υπάρξεώς του. Η κυρία αποστολή τού ήρωος είναι, με το της «Αληθείης ατρεμές ήτορ» (την ατρόμητη Καρδιά της Αληθείας), κατά την Παρμενίδειο έκφραση στο κοσμικό του ποίημα ανωτέρω, νά νικήση την Διαρραγήν, την Σύγχυσιν και την Εντροπίαν – τό πραγματικόν, δηλαδή, και εν τη συνεπομένη του παθογενεία απτόν τέρας τού Σκοταδιού. Ειναι η αιωνίως προσδοκωμένη καί αναμενομένη νίκη του Φωτός τής συνειδήσεως επί του ερεβώδους ασυνειδήτου.
Είναι ένα είδος αυθεντικής κι εναργούς εμβυθίσεως μέσα εις τόν εαυτόν μας, η οποία, και μόνη, οδηγεί στόν ζωντανό πρότυπο σπόρο τής ολότητός μας!

Η εφαρμογή αυτής τής εμβυθίσεως είναι τό μυθολογικό θεμέλιο – το δε αποτέλεσμα αυτής είναι ότι, ξαφνικά, αντιλαβανόμαστε ότι έχουμε επιστρέψει σ’ εκείνον τόν χώρο, όπου οι δύο αρχές – η απόλυτη, από όπου οντολογικώς ξεκινά κανείς, καί η σχετική, όπου επισυμβαίνει η συνέχεια τών προγόνων – συμπίπτουν. Τότε η Αρχή τού σπόρου αποκαλύπτεται – κι έτσι νοιώθουμε ότι εκεί βρίσκεται τό Κέντρο, πέριξ πλέον του οποίου η όλη ύπαρξίς μας οργανώνεται.

Μέ τήν επιστροφή στά βάθη τού εαυτού μας καί τήν εξέταση τού σημείου αυτού, βιώνουμε καί επιβεβαιώνουμε τίς ίδιες τίς ρίζες τής υπάρξεώς μας, δηλαδή ριζώνουμε. Πράγμα εγγενώς προϋποθέτον την υπέρβασιν και εκμηδενισμόν όλων των εγκαθιδρυμένων φοβιών, σκιωδών δοξασιών και, εν γένει, εντροπιακών συμπήξεων και συμβιβαστικών καταστάσεων.

Γι’ αυτό κι ο Δρόμος είναι επίπονος, γεμάτος κινδύνους, αφού στήν πραγματικότητα πρόκειται για μια δρώσα τελετουργία μεταβάσεως από τό ανίερο στό ιερό, από τό εφήμερο καί απατηλό στήν αιωνιότητα, από τόν θάνατο στήν ζωή, από τόν άνθρωπο στήν θεότητα!
Η προσέγγιση στό Κέντρο είναι ισοδύναμη μ’ έναν καθαγιασμό, μέ μία μύηση. Η χθεσινή ανίερη καί απατηλή ύπαρξις παραχωρεί τήν θέση της σέ μία νέα, μίαν βιουμένην αλήθεια δια της οποίας η προτέρα εκείνη ύπαρξις αναδεικνύεται κήβδιλος και ψευδής – μίαν ζωή σ’ ένα ανώτερο πιά επίπεδο πραγματικότητος, διαρκείας καί αποτελεσματικότητος.

Οπότε και εν τη πράξει τό Σύμπαν μάς εμφαίνεται, ολιστικώς και υπερβατικώς και ουσιαστικώς συλλαμβανόμενον, ως μία απέραντος καί ακτινοβόλος συμφωνία, πού υπερβαίνει τίς μέτριες δυνάμεις της λογικής μας νοήσεως-συμφωνία πού, καθώς δέν είναι πλασμένη βάσει της περιωρισμένης κλίμακος τής κατανοήσεώς μας, διαφυλάττει, για εκείνους πού τήν διακρίνουν, νοιώθουν κι εκκαλύπτουν, όλα τά ανεκτίμητα θέλγητρα τής εκστάσεως καί όλες τίς ανέκφραστες ηδονές τής εν τέλει αποκαθιστωμένης συνεχούσης ΕΝΟΤΗΤΟΣ! Ώστε η εσωτερική και η συμπαντική συνέχεια κι ενότης να ενατενίζονται, καθάπτονται και βιώνονται εν ταυτώ – και αδιαχωρίστως…

Επομένως, η ανάβασις τού Ορους συμβολίζει τήν Αλήθεια ως ολικόν βίωμα, μεγαλυτέρας ή μικροτέρας πληρότητος βεβαίως, τήν Ιερότητα καί τήν Ζωή ως αλληλένδετες και συγ-κεντρωμένες σε μία θαυμαστή εμπειρία, απρόσιτη γιά τούς πολλούς.
Έναν α-ληθή Κόσμο που μόνον οί εκλεκτοί δύνανται ν’ απολαύσουν!!!