Μπιγκμπραδερισμός με μηντιοκρατία (mediacracy): αυτή είναι η “δημοκρατία”!

 

1Μετά από μία πρωτοφανή διαδικασία αδειοδοτήσεως τηλεοπτικών σταθμών που αυθαιρέτως θεσμοθέτησε ο θίασος των ΣΥΡΙΖΑΝ(Θ)ΕΛ, εν μέσω βαρυγδούπων τυμπανοκρουσιών και υποκριτικών μεγαλοστομιών περί «πατάξεως της διαπλοκής των νταβαντήδων» (οι έως τώρα λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί διέθεταν επί δεκαετίες …προσωρινές άδειες), διαδικασία η οποία θύμιζε μάλλον παρτίδα πόκερ παρά σοβαρή διαδικασία ευνομούμενης χώρας, επήλθε μερική αντικατάσταση καπιταλιστών καναλαρχών από άλλους – του ιδίου φυράματος. Αποτέλεσμα; Τέσσερις μεγαλοκεφαλαιοκράτες, εκ των οποίων τρεις εφοπλιστές (εις εκ των οποίων πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας, βεβαρυμμένος με σωρεία σκανδάλων) και ο τέταρτος μεγαλοεργολάβος (και εργολήπτης του δημοσίου – ο ορισμός της «διαπλοκής»), καταβάλλοντας εξωφρενικά υψηλό τίμημα πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ (στοιχείο που ασφαλώς από μόνο του αποδεικνύει πόσο ισχυρά είναι τα συμφέροντα σε επίπεδο ελέγχου ασφαλώς της κοινής γνώμης, αφού με αυστηρά οικονομικά κριτήρια τα μ.μ.ε. είναι μάλλον ασύμφορες επιχειρήσεις), διαμορφώνουν το νέο – ολιγοπωλιακό – σύμπλεγμα ιδιοκτητών των ισχυρών και επιδραστικών μ.μ.ε.
Τα μ.μ.ε έχουν προ πολλού χαρακτηριστεί ως η 4η (άτυπη) εξουσία, αν και στην πραγματικότητα, σε καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αποτελούν την 1η πανίσχυρη εξουσία η οποία επικαλύπτοντας τις υπόλοιπες θεσμικές μορφές εξουσίας (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) κυριαρχεί στο, και κατ’ ουσίαν καθορίζει το, πολιτικό status quo, δεδομένου ότι τα μ.μ.ε. (και δη τα μεγάλης τηλεθεάσεως τηλεοπτικά κανάλια, διαμορφώνουν με καθοριστικό τρόπο τις στάσεις και της απόψεις της «κοινής γνώμης» που, σε καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα το οποίο, δια της – υπαγορευμένης και κατευθυνόμενης από τα μ.μ.ε. και την έμμεση πολιτική τους διαφήμιση – ψήφου) αναδεικνύουν, καθιερώνουν και επιβάλλουν, κατά το δοκούν, κόμματα, πολιτευτές και κυβερνήσεις…

Μόνον πολιτικώς ηλίθιοι (η συντριπτική πλειονότης των ψηφοφόρων ούτως ή άλλως…) δεν αντιλαμβάνονται το απολύτως προφανές: ότι το πολυδιαφημισμένο πολίτευμα με τον φανταχτερό και ελκυστικό για τις άβουλες μάζες τίτλο: «αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία» δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά η δικτατορία των βαρώνων των μ.μ.ε., μία ιδιότυπη μηντιοκρατία (mediacracy) όπου η ολιγαρχία του πλούτου ελέγχοντας, διά μέσου συγκεκριμένων κεντρικών εκπροσώπων της,  την αποκλειστική ροή της (παρα-)πληροφορήσεως, διαμορφώνει και καθορίζει το πολιτικό τοπίο και, κατ’ επέκτασιν, τις ασκούμενες υπέρ της πλουτοκρατίας πολιτικές, αφού οι, κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαρτημένοι (διαπλεκόμενοι με τους ισχυρούς των μ.μ.ε.) πολιτικοί, ως πειθήνιες μαριονέτες, σπεύδουν μετεκλογικώς να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες-εντολές των πραγματικών αφεντικών τους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν φανεί ότι δεν είναι αρκούντως εξυπηρετικοί, πολύ σύντομα διαπιστώνουν ότι πίπτουν στην αφάνεια και την λήθη, μένοντας αποκλεισμένοι από την δημοσιότητα ή, ακόμα χειρότερα, υφίστανται ιδιότυπο δυσφημιστικό πογκρόμ που τους οδηγεί στον εκλογικό εκμηδενισμό.

3Το κυβερνητικό τσίρκο των Συριζαν(θ)ελ, έχοντας σχετικώς εχθρικά απέναντί της τα έως πρότινος κραταιά μ.μ.ε., επιχείρησε με έναν άκρως «σοβιετικό» τρόπο να περιορίσει τάχα την επιρροή τους, προσπαθώντας να αντικαταστήσει τους παραδοσιακούς καναλάρχες με νέους, πιο φιλικούς προς αυτήν. Εν μέρει το πέτυχε, κυρίως με την είσοδο στο παιχνίδι του «ερυθρού» – λόγω κομμουνιστικής προελεύσεως – μεγαλοεργολάβου Καλογρίτσα, ο οποίος είχε μια παλαιά, μικρή αλλά σημαντική, παρουσία στα μ.μ.ε., καθώς υπήρξε εκδότης (την δεκαετία του ’80) της αριστερής φυλλάδας «Πρώτη», που απετέλεσε φυτώριο εκκολάψεως πολλών (εμετικών) νυν «τηλεαστέρων» της ελλαδικής «δημοσιογραφίας» όπως, ενδεικτικώς, του Ευαγγελάτου, του Τέλλογλου, του Θεοδωράκη, της Καλογεροπούλου, κλπ.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα υγιές εθνικό καθεστώς προφανώς θα όφειλε να ασκήσει ολοκληρωτικό έλεγχο στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία προκειμένου να διασφαλίσει τον αποκλεισμό από την δημόσια ζωή των παραγόντων εκείνων που συντελούν στην ψυχική και αισθητική αλλοτρίωση του λαού, παραγόντων που εξυπηρετούν ξένα, αντεθνικά συμφέροντα και των παραγόντων που αποσκοπούν στην ιδεολογική χειραγώγηση των πολιτών εις βάρος των εθνικών συμφερόντων.

Στην εποχή μας, το θεμελιακώς αντεθνικό καθεστώς της νυν κυβερνώσας ροζ αριστεράς, στηριζόμενο σε σταλινικά και μαοϊκά πρότυπα, ήταν αναμενόμενο ότι αργά ή γρήγορα θα επεδίωκε τον ολοκληρωτικό έλεγχο των μ.μ.ε., πράγμα που εξ αρχής εφήρμοσε στην καθεστωτική ΕΡΤ. Ως προς τον πρόσφατο μπιγκμπραδερικό πλειστηριασμό των ιδιωτικών τηλεοπτικών αδειών θα περίμενε κανείς ότι μία εμπνεόμενη από παλαιοκομμουνιστικά πρότυπα κυβέρνηση είτε θα απέκλειε εξ ολοκλήρου την παρουσία ιδιωτών στην ενημέρωση επιβάλλοντας κρατικό μονοπώλιο στην «ενημέρωση», είτε, εφόσον επέλεγε να συνδυάσει τις κομμουνιστικές της εμμονές με ένα επίχρισμα ψευτοδημοκρατίας (για να είναι αποδεκτή από το παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα εξουσίας), θα «άνοιγε» τόσο πολύ το «παιχνίδι» ώστε να μην υπάρχουν λίγοι κυρίαρχοι βαρόνοι των media αλλά πάρα πολλοί, μικροί, αδύναμοι και εξαρτημένοι από την κυβέρνηση. Έπραξε το ακριβώς αντίθετο. Δημιούργησε ένα ολιγοπώλιο καπιταλιστών που ελέγχοντας από κοινού το τηλεοπτικό τοπίο προφανώς θα καταστούν ένα τηλεοπτικό κράτος εν κράτει, ακόμα ισχυρότερο από το προηγούμενο. Ενδέχεται δε και όσοι τέως καναλάρχες μετά την διαδικασία, έμειναν εκτός, να πλασαριστούν ξανά στο νέο τοπίο ως μέτοχοι – συνεργαζόμενοι των νέων «εκλεκτών»!

6