ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ

Έχουμε συχνά επισημάνει τον εκφυλισμό και την φυλετική υποβάθμιση του έθνους ως καθοριστικό παράγοντα της πολύχρονης καταπτώσεως που υφίσταται, τόσον πολλαπλώς έκδηλης σήμερα, καθώς και την ανάγκη ασκήσεως μιας γενναίας ευγονικής πολιτικής, που αρχικώς θα επουλώσει τα βαρύτατα φυλετικά τραύματα των περασμένων αιώνων – ώστε εν συνεχείᾳ το, αποκαθηρμένον και ολονέν αναβαθμιζόμενον, πλέον, γένος να ξαναβρεί τον απωλεσθέντα δρόμο του ιστορικού του πεπρωμένου.
Καίτοι γνωρίζοντες τις αντιδράσεις πάνω στο ζήτημα αυτό ακόμη και από ανθρώπους που εμφορούνται από αγνά για την Πατρίδα αισθήματα, όμως οφείλουμε ν᾿ ανοίξουμε επί τέλους τα μάτια μας μπροστά στο εμφανέστατο πρόβλημα, μη εθελοτυφλούντες άλλο πλέον αλλ᾿, απεναντίας, εμπνεόμενοι αληθώς από την θεμελιώδη ρήση του εθνικού μας ποιητού: «Τὸ Ἔθνος πρέπει νὰ μάθῃ νὰ θεωρῇ ἐθνικὸν ὅ,τι εἶναι ἀληθές».
Αρκετοί Έλληνες διανοούμενοι στις αρχές του προηγουμένου αιώνος, διακρινόμενοι για το στοιχειώδες φυλετικό αισθητήριο, έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου. Προσπερνώντας τις αποσπασματικές (αν και ενδεικτικές) αναφορές των Παλαμά και Καζαντζάκη, ο Παύλος Νιρβάνας υπαινίσσεται σαφώς την ευγονική, ενώ ο Πέτρος Βλαστός γίνεται αναλυτικότερος και οξύτερος, επηρεασμένος από τις διδαχές και διαλευκάνσεις του Nietzsche και του Chamberlain.
Παρακάτω παραθέτουμε τον πρόλογο του βιβλίου με τίτλο «Επιστροφή στις ρίζες» του Αριστοβούλου Βώκου, όπου γίνεται σαφής η αναγκαιότητα της στροφής προς τον κλασικισμό για την αποβυζαντινοποίηση και τον εξελληνισμό της ρωμιοσύνης. Εκεί θα γνωρίσουμε άλλον έναν φυλετιστή διανοούμενο, τον Κρητικό φιλόσοφο Μιχάλη Χάλκη. Διατηρώντας κάποιες επί μέρους επιφυλάξεις και κριτική στάση απέναντι σε μερικά από τα παρακάτω γραφόμενα, ωστόσο η κεντρική ιδέα παραμένει αναλλοίωτη.

«Μνημονεύω σ᾿ ἄλλες σελίδες τὶς ὅσες ξέρω ἐξέχουσες πνευματικὲς προσωπικότητες τοῦ τόπου μας, ποὺ διεῖδαν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐπιστροφῆς στὶς ῥίζες τοῦ λαοῦ μας, ὡς μέσο γιὰ τὴν ἄντληση δυνάμεων ἀπὸ τὸν προγονικὸ χῶρο, καὶ ποὺ τὴν ἐπεσήμαναν μὲ ἄρθρα καὶ συνεντεύξεις τους στὸν ἀθηναϊκὸ τύπο.
Θὰ ἦταν ὅμως ἀσυγχώρητη παράλειψη γιὰ ᾿μένα, ἂν δὲν ἐμνημόνευα τὸν πρῶτο Ἕλληνα διανοητή, ποὺ συνέλαβε σὰν ἐθνικὸ αἴτημα τὴν ἰδέα τοῦ ”ἐξελληνισμοῦ τῆς Ρωμιοσύνης” καὶ τὴν διεκήρυξε στὸν στενό του φιλολογικὸ κύκλο, ἤδη ἀπό τοῦ 1935. Αὐτὸς ὁ Ἕλληνας εἶναι ὁ φίλος μου, ὁ Κρητικὸς φιλόσοφος Μιχάλης Χάλκης. Κατὰ τὸν χρόνο ποὺ ανέφερα, εἶχε μόλις ἐπιστρέψει ἀπὸ τὸ δεύτερο ταξίδι-διαμονή του στὸ Παρίσι, ὅπου παρακολουθοῦσε μαθήματα φιλοσοφίας στὴν Σορβόνη, συζητώντας τὰ καυτὰ θέματα τῆς φιλοσοφίας μὲ τὶς τότε παρεπιδημοῦσες στὸ Παρίσι ξένες προσωπικότητες.
Μὲ τὶς διηγήσεις του αὐτές, κατὰ τοὺς φιλοσοφικούς μας περιπάτους, ὁ Χάλκης ἐνστάλαζε στὴν ψυχή μου ὅλο καὶ μεγαλύτερη πίκρα γιὰ τὴν ἐλεεινὴ ἐντύπωση ποὺ διατηροῦσαν οἱ ξένοι, ὅσοι εἶχαν γνωρίσει τὴν χώρα μας καὶ τὸν λαό της. Οἱ συνομιλητές μου, ἔλεγε ὁ Χάλκης – δὲν ἔπαυαν νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὴν κακὴ γνώμη ποὺ εἶχαν σχηματίσει γιὰ ᾿μᾶς. Ἰσχυρίζονταν πὼς δὲν ἔχομε διατηρήσει κανένα ἀπ᾿ εὐθείας δεσμὸ μὲ τοὺς Ἀρχαιοέλληνες, τῶν ὁποίων τὰ προτερήματα ἐκληρονόμησαν οἱ Εὐρωπαῖοι, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἐνέκυψαν περισσότερο στὴν Παιδεία τῶν Ἀρχαίων. Ἀπαντοῦσε βέβαια ὁ Χάλκης: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμφανιζόμαστε σ΄ ὅλες τὶς περιγραφὲς τοῦ χαρακτῆρός μας, ὡς ἔχοντες ὅλα τὰ ἐλαττώματα τῶν Ἀρχαιοελλήνων, χωρὶς νὰ ἔχωμε διατηρήσει καὶ προτερήματά τους; Ἀλλ᾿ ἡ ἀντίρρηση ἦταν, “ -Εἶσθε ὑπολείμματα τῶν διαφόρων κατακτητῶν, ποὺ πέρασαν ἀπό τὴν χώρα σας· δὲν λέμε τῶν Ρωμαίων, γιατὶ αὐτοὶ εἶχαν υἱοθετήσει τὸν ἑλληνικὸ τρόπο τῆς σκέψης καί, ἀπό κατακτητὲς τῶν Ἑλλήνων, ἔγιναν μαθητές τους, ἀλλὰ τῶν λοιπῶν βαρβάρων, τοὺς ὁποίους οἱ Βυζαντινοί, οἱ ἀληθινοὶ πρόγονοι τῶν Νεοελλήνων, δὲν μπόρεσαν ν᾿ ἀναχαιτίσουν· λαῶν, ποὺ συνεμίχθησαν μ᾿ ἐσᾶς, σᾶς ἀτίμασαν καὶ σᾶς ἐνόθευσαν σὲ σημεῖο, ποὺ τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἐμφανίζετε, δὲν εἶναι ἴδια τῶν ἀρχαιοελλήνων, ἀλλ᾿ ὅλων ὅσων ἀγωνίζονται κατὰ φυσικὸ νόμο νὰ ἐπιβιώσουν· ἐπειδὴ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπιβίωσι γενικὰ δὲν περιέχει κανένα στοιχεῖο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ οἱ Ἀρχαιοέλληνες ἀπέδιδαν στὴν ἔννοια Ἀρετή. Ἔτσι – συνέχιζε ὁ Χάλκης – μὲ τὴν περίεργη αὐτὴν ἀντίληψη, ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐπικρατοῦσε τότε στὴν Σορβόνη ἦταν τόσο ἀνθελληνική, ὥστε ἀναγκάστηκα νὰ δηλώνω, ὅσες φορὲς μὲ ρωτοῦσαν γιὰ τὴν ἐθνικότητά μου, πὼς ἤμουν Κρητικός. Ἡ Κρήτη τότε, ἐξ αἰτίας τῆς αἴγλης τοῦ Βενιζέλου, ποὺ διετηρεῖτο ἀκόμη στὸ ἐξωτερικό, ἐθεωρεῖτο σὰν χώρα ξεχωριστὴ ἀπό τὴν παρηκμασμένη καὶ περιφρονημένη Ρωμιοσύνη.
Ἦταν ἡ γνώμη αὐτὴ τῶν ξένων καρπὸς μιᾶς ἐπιτυχημένης ἀνθελληνικῆς προπαγάνδας τύπου Φαλμεράγιερ; ὁ Χάλκης τὸ ἀπέκλειε ὡς κύρια αἰτία. Δὲν ἔχομε ἀνάγκη – μοῦ ἔλεγε – μιᾶς τέτοιας δικαιολογίας γιὰ ν᾿ ἀποσείσωμε τὶς κατηγορίες τῶν ξένων, διότι ἡ τέτοια ἐντύπωσή τους βγαίνει ἀπ᾿ αὐτά τοῦτα τὰ πράγματα. Ἐγὼ ὁ ἴδιος, ἐπιστρέφοντας στὴν Ἑλλάδα, ἐπεβεβαίωσα ἀπὸ τὶς συναναστροφές μου μὲ τοὺς συμπατριῶτές μας τὴν ὀρθότητα τῆς ἀντίληψης αὐτῆς. Ἔχουν βέβαια καὶ οἱ ξένοι τὰ ἐλαττώματά τους, ἀλλ᾿ αὐτά δὲν γίνονται τόσο ἔκδηλα ὅσο σ᾿ ἐμᾶς. Τὰ μειονεκτήματά τους εἶναι διαφορετικῆς φύσεως ἀπό τὰ δικά μας.
Μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, ἡ γνώμη τοῦ Χάλκη καὶ ἡ δική μου διαμορφωνόταν μὲ αὐτὴν τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα.
.….. Οἱ ἑκάστοτε ἰθύνοντες τὰ ἑλληνικὰ πράγματα χαρακτηρίζουν ἕνα γεγονὸς καλὸ ἢ κακὸ ἀναλόγως τοῦ πολιτικοῦ τους συμφέροντος καὶ δημαγωγοῦν ᾿πάνω σ᾿ αυτό, παρασύροντας τὶς μᾶζες σὲ ἐσφαλμένα συμπεράσματα καὶ σὲ σύγχυση αἰσθημάτων, ποὺ τελικὰ ὁδηγοῦν ἢ σ΄ ἐξτρεμιστικὲς ταραχές – ὅταν βρεθῇ ἡ εὐκαιρία – ἢ σ᾿ ἀδιαφορία τοῦ λαοῦ περὶ τὰ κοινά, γιὰ τὴν ὁποίαν ἤδη ἀπό τὸν καιρὸ τοῦ Σόλωνος εἶχαν θεσπισθῆ μέτρα πρὸς ἀντιμετώπισή της. Ἕνα παράδειγμα: Ἡ ἐργατικὴ μετανάστευση πρὸς τὴν Εὐρώπη, ποὺ μιὰ πολιτικὴ παράταξη χαρακτηρίζει σὰν συμφορὰ γιὰ τὴν Ἑλλάδα, εἶναι – κατὰ τὴν γνώμη τοῦ Χάλκη καὶ τὴν δική μου – εὐλογία γιὰ τὸ Ἔθνος. Γιατί, ἐκτὸς τῶν οἰκονομικῶν πλεονεκτημάτων ἀπὸ τὴν μετανάστευση, προκύπτει γιὰ τὴν χώρα καὶ τὸ ὄφελος τῆς ἀνόδου τοῦ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου τῶν μεταναστῶν. Ὁ Χάλκης, μάλιστα, ὠθεῖ τὸ θέμα στὴν ὑπερβολὴ ὑποστηρίζοντας: «Ἄν δὲν πᾶτε στὴν Εὐρωπη οἱ μισοὶ Ἕλληνες καὶ δὲν ἀντικατασταθῇ ὁ ἀντίστοιχος ἀριθμὸς ἀπὸ Εὐρωπαίους μετανάστες στὴν Ἑλλάδα, ἔτσι ὥστε μὲ τὴν σύμμιξη αὐτὴ νὰ βελτιωθῇ ἡ φυλή, ν᾿ ἀλλάξῃ ἡ νοοτροπία καὶ ν΄ ἀνεβῇ τὸ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο τοῦ ἐλλαδικοῦ λαοῦ, οἱ κάτοικοι τῆς σημερινῆς Ἑλλάδος θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ παραμένουν ῥωμιοί, κατάλοιπα τῆς βυζαντινῆς καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἀντίληψη αὐτή, τὴν ὀρθότητα τῆς ὁποίας διεπίστωνα καὶ ὁ ἴδιος καθημερινὰ ἐρχόμενος σ᾿ ἐπαφὴ ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη, ὄχι μόνο μὲ τὰ κατώτερα λαϊκὰ στρώματα ποὺ ἀποτελοῦν τὸν κορμὸ τοῦ Ἔθνους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν μεσαία τάξη καὶ μὲ τὴν καλούμενη «ἰντελλιγκέντσια» , αὔξαιναν τὴν πίκρα μου γιὰ τὸ κατάντημα τῆς Ρωμιοσύνης καὶ μοῦ ἐνέπνευσαν τὴν ἰδέα τῆς δημιουργίας μιᾶς κίνησης γιὰ τὸν ἐξελληνισμό της.»