Οἱ Καλλικάντζαροι

  “Τοὺν παλιὸν κιρὸ οἱ Καρκάντσαλοι ἐφαίνουνταν ᾿ς τοὺν κόσμου· τώρα γίν᾿καμαν μεῖς Καρκάντσαλοι ἀπ᾿ τοῖς κακίαις μας, κὶ δὲν τοὺς βλέπουμι…”

Οἱ Καλλικάντζαροι
(Δημητσάνα τῆς Γορτυνίας)

Οἱ Καλλικάντζαροι εἶναι γυμνοί, χωρὶς γένεια καὶ μουστάκια, καὶ ἔχουν ἀνάστημα ὡς δέκα χρονῶν παιδί, ἄλλοι ὀλίγο ψηλότερο καὶ ἄλλοι ὀλίγο κοντύτερο. Αὐτοὶ κατοικοῦν εἰς τὸν Κάτω κόσμο, ὅπου ἐκεῖ εἶναι τρεῖς ξύλιναις κολόνναις καὶ κρατοῦν ὅλην τὴν γῆ. Οἱ Καλικαντζαραῖοι θέλουν νὰ κόψουν τοῖς κολόνναις νὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο, καὶ ἀρχίζουν μὲ τὰ τσικούρια τους ὅλον τὸ χρόνο καὶ κόβουν τοῖς τρεῖς κολλόναις καὶ τοῖς φέρνουν ᾿ς τὸ ἀμὴν νὰ τοῖς κόψουν, ὅπου μαθαίνουν ὅτι ᾿γεννήθη ὁ Χριστός, καὶ τρέχουν καὶ ἔρχονται ἀπάνω νὰ ἰδοῦν. Καὶ τὴν πρωτάγιαση μαζεύονται ἀποβραδὺς ὅλοι οἱ Καλλικαντζαραῖοι, καὶ φωνάζει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ:

.
.
Φέγετε νὰ φύγωμε,
τί ἔφτασε ὁ τρουλόπαπας
μὲ τὴν ἁγιαστοῦρα του
καὶ μὲ τὴ βρεχτοῦρα του,
κι΄ ἅγιασε τὸν κ… μας,
τὴν κ…τρυπὶδα μας.

Καὶ φευγιό, μὴν τυχὸν κι΄ ἀπαντήσουν παπᾶ. Καί ἔτσι πάνε πάλι ΄ς τὸν Κάτω κόσμο, ὅπου βρίσκουν πάλι τοῖς κολόνναις γεραῖς ἀπὸ τὴν ἀρχή, καὶ ἀρχίζουν πάλι ὅλον τὸ χρόνο τὴν ἴδια δουλειά.

Οἱ Καρκάντσαλοι
(Γραλίστα τοῦ δήμου Ἰθώμης τῆς Καρδίτσης)

  Οἱ Καρκάντσαλοι ἔχουν τὴν κατοικία τους ᾿ς τοὺν Ἅδη, κὶ ρουκανοῦν μὶ τὰ δόντια τους τὰ στύλια, ἀπ᾿ βαστοῦν τοὺν οὐρανὸ νὰ μὴν πέσῃ κὶ πλακώσῃ τὴν γῆ. Κὶ ρουκανῶντας ρουκανῶντας κουντεύουν νὰ τὰ κόψουν τὰ στύλια. Τὰ φέρνουν ἴσια μ᾿ ἀδράχτι, ἀπ᾿ γνέθουν οἱ γ᾿ναῖκες, μὰ τοὺς πλακώνουν οἱ μέρις τοῦν Χριστουγέννων, κὶ τ᾿ ἀφίνουν κὶ βγαίνουν ᾿ς τοὺν κόσμου· κι ὅσου νὰ γυρὶσουν πὶσου τὰ βρίσκουν ὅπους ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ἀφάγουτα. Ἔτσι εἶνι ἀπ᾿ του θιό, γιατὶ θὰ χάνουνταν οὑ κόσμους, ἄν ἔπιφτι οὑ οὐρανὸς κὶ πλάκουνι τὴν γῆ. Κὶ σὰ ζυγώσουν τὰ Χριστούγιννα πηγαίνουν ᾿ς τοὺν κόσμου, κὶ γυρίζουν ᾿ς τὰ σπίτια τοῦν ἀνθρώπουν, τὴν νύχτα ἀπ᾿ τοῦ Χριστοῦ οὓς τὰ Φῶτα, κὶ τότις φεύγουν. Δὲν ξέριτι γιατὶ πιρπατοῦν οἱ παπάδις τὴν παραμουνὴ τὰ Φῶτα κὶ φουτίζουν ᾿ς τὰ σπίτια; γιὰ νὰ διώξουν τοὺς Καρκαντσαλαίους, ὄχι γι΄ ἄλλου τίπτα. Οὑ ἀρχηγός τους εἶνι κουτσός· μ᾿ αὐτοῦνος μὶ τὤνα του πουδάρι ἔρχιτι προυτύτερα ἀπ᾿ τοὺς ἀλλουνούς, ἀπ᾿ ἔχουν δυὸ πουδάρια.
Τοὺν παλιὸν κιρὸ οἱ Καρκάντσαλοι ἐφαίνουνταν ᾿ς τοὺν κόσμου· τώρα γίν᾿καμαν μεῖς Καρκάντσαλοι ἀπ᾿ τοῖς κακίαις μας, κὶ δὲν τοὺς βλέπουμι…

Ἀπὸ τὶς «Παραδόσεις» τοῦ Ν. Πολίτου
Ἐν Ἀθήναις κατ’ Ὀκτώβριον 1904