Τὸ ἰδεολόγημα τοῦ «ἐθνικομπολσεβικισμοῦ»/«στρασσερισμοῦ» καὶ ἡ συναφὴς ἰδεολογικὴ σύγχυσις.

Αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων – μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν.
(Ὁμήρου Ἰλιάς, Ζ 208)

Αρκετός λόγος γίνεται τελευταίως περί του λεγομένου «εθνικομπολσεβικισμού». Λαμβάνοντας ως αφορμή κάποια σχετικά ερωτήματα που έχουν τεθεί το προηγούμενο διάστημα από αναγνώστες της ιστοσελίδας καθώς και τις πρόσφατες πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις στην περιοχή της Ουκρανίας και της χερσονήσου της Κριμαίας, κρίνουμε σκόπιμο να προβούμε σε ορισμένες αναγκαίες διασαφηνίσεις και οριοθετήσεις, προκειμένου να διαλυθεί η εκτεταμένη περί το θέμα ιδεολογική σύγχυσις.
Οι υποστηρικτές του λεγομένου «εθνικομπολσεβικισμού» διατυπώνουν στα κείμενά τους μια περίπου εσχατολογική γενεαλογία της «εθνικομπολσεβικικής» κινήσεως, ανάγοντας την αφετηρία της σε κάποιους τάχα αμοιβαίους δεσμούς ανάμεσα: (α) στο εν Ρωσίᾳ μπολσεβικικό κίνημα (ή εν πάσῃ περιπτώσει σε κάποια εντός αυτού τάση, που τάχα εκπροσωπούσε στην μπολσεβικική επανάσταση και μια πατριωτική διάσταση, πέραν του θεμελιωδώς διεθνιστικού της χαρακτήρος) και (β) στο πρώιμο εν Γερμανία εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα, ή τουλάχιστον στην θεωρουμένη ως «αριστερή», υπό τους αδελφούς Στράσσερ, «πτέρυγα» του NSDAP, η οποία τάχα εξέφραζε το «αυθεντικό» επαναστατικό πνεύμα του Ε/Σ – ηττήθηκε όμως, υποτίθεται, από την υπό τον Α. Χίτλερ «συντηρητική πτέρυγα», η οποία, επικρατώντας, υποτίθεται ότι «πρόδωσε» τον «επαναστατικό» χαρακτήρα του Ε/Σ, συμβιβαζομένη με την μεγαλοαστική τάξη…
Πέρα από τις όποιες ιστορικές ανακρίβειες θα παρατηρούσε κανείς στην ανωτέρω περιγραφή, η πλέον χτυπητή λογική αντίφαση έγκειται στην θεώρηση του εθνικοσοσιαλισμού ως ενός κινήματος που γεννάται και εξελίσσεται ερήμην (ή και σε σύγκρουση) με τον Αδόλφο Χίτλερ, ήτοι, την ιστορική προσωπικότητα που ταυτίστηκε μαζί του, συνέλαβε την επαναθεμελίωσή του (στην νεώτερη εποχή), το εξέφρασε, το διεμόρφωσε και το οδήγησε στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό θαύμα διακυβερνήσεως της Γερμανίας στο διάστημα 1933-1939, οπότε η Ε/Σ Πολιτεία, έχοντας νικήσει κατά κράτος τα αντίπαλα πολιτικά Συστήματα – το καθένα στο πεδίο της υποτιθεμένης οικονομοκεντρικής «ειδικότητός» του (το μεν καπιταλιστικό στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη, το δε κομμουνιστικό στη επίλυση του κοινωνικού ζητήματος και την εξασφάλιση υψηλού βιοτικού επιπέδου για τα εργατικά στρώματα), αποτελούσε πηγή εμπνεύσεως για όλη την Ευρώπη, με αποτέλεσμα το Ε/Σ πολιτειακό πρότυπο να διαχέεται ταχέως από την μία χώρα στην άλλη, θέτοντας σε ταυτόχρονο κίνδυνο τα καπιταλιστικά και τα κομμουνιστικά συμφέροντα και τελικώς τα συμφέροντα των Ιουδαίων πατρώνων αμφοτέρων, μη αφήνοντας άρα, εν τέλει, άλλη επιλογή στο δικέφαλο (καπιταλιστικό-κομμουνιστικό) σιωνιστικό τέρας από την σύμπηξη ανίερης στρατιωτικής συμμαχίας με σκοπό την ανακοπή της δυναμικής της ειρηνικής επικρατήσεως του Ε/Σ σε πανευρωπαϊκό, τουλάχιστον, επίπεδο.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο εθνικοσοσιαλισμός, ως πολιτικός όρος, παραπέμπει σε εννοιακό περιεχόμενο που υπερβαίνει σημασιολογικά τα συνθετικά του μέρη (τα οποία δίδουν βεβαίως ένα σαφές πολιτικοκοινωνικό στίγμα), όντας συνδεδεμένος με συγκεκριμένο και μάλιστα ιδιαιτέρως βαρύ ιστορικό φορτίο, αποτελώντας δυναμική έκφραση – στο ιστορικό πλαίσιο του 20ου αιώνος – μιας μακραίωνης φιλοσοφικής και πνευματικής κληρονομιάς του ευρωπαϊκού κόσμου. Φιλοσοφικό θεμέλιο και πυρήνα του Ε/Σ αποτελεί η, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο (κοινότητος/κοινωνίας) επιδίωξη της αριστείας και η, στο πλαίσιο του αρχετύπου της οργανικώς διαρθρωμένης πολιτείας (της Αρίστης κατά Πλάτωνα Πολιτείας), επιδίωξη αναδείξεως των υπερτέρων φυσικώς/ηθικώς/πνευματικώς και εν τέλει φυλετικώς, στοιχείων, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η προαγωγή και ανάδειξη των εκάστοτε αρίστων (ελίτ), ήτοι των φύσει και πνεύματι εξεχόντων μελών της λαϊκής κοινότητος, στην κορυφή μιας καθ᾿ όλα τα επίπεδα αξιοκρατικώς ιεραρχημένης πυραμιδικής κοινωνικής δομής.
Κατόπιν αυτών καθίσταται προφανής η αβυσσαλέα ασυμβατότης/αντιδιαμετρικότης μεταξύ εθνικοσοσιαλισμού και μπολσεβικισμού, δυνάμει, μάλιστα, του πρωτογενώς υλιστικού-οικονομοκεντρικού χαρακτήρος των αντιλήψεων και επιδιώξεων του τελευταίου, δεδομένης άλλωστε της εξ αρχής θεωρητικής προελεύσεως του μπολσεβικικού κινήματος από το εβραιογενές αντιφυσικό δόγμα της μαρξιστικής ιδεολογίας. Πέραν αυτού, ο μπολσεβικισμός εξ αρχής είχε – και συνέχισε και στην εξέλιξή του υπό σοβιετικό καθεστώς να έχει – έναν άκρως αντιπαραδοσιακό, αντιιεραρχικό και αντιαριστοκρατικό (πληβειακό-μουζικικό) χαρακτήρα, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το παραδοσιακό, ιεραρχικό, ιδεο-κεντρικό, ηρωικό και αριστοκρατικό (όχι ασφαλώς με την έννοια του πλούτου αλλά με την έννοια της φυσικής και πνευματικής φυλετικής υπεροχής) πνεύμα του εθνικοσοσιαλισμού.
Θεωρούμε, λοιπόν, τον «εθνικομπολσεβικισμό» ένα μάλλον υβριδικό όρο, ένα τραγέλαφο με θολή και αμφιλεγόμενη ιστορική αφετηρία, που επιχειρεί να συγκεράσει δύο αντίπαλα, πρωτολείως εχθρικά και ριζικώς μη συμβατά πολιτικά/φιλοσοφικά ρεύματα, τον εθνικοσοσιαλισμό αφ᾿ ενός και τον μπολσεβικισμό αφ᾿ ετέρου.
Θεωρούμε ότι η εμφάνιση στην Ελλάδα διαφόρων παραγόντων ή ομάδων που διαφημίζουν και καλλιεργούν έναν ακαθόριστο «εθνικομπολσεβικισμό» (ενίοτε προσδιοριζόμενο και ως «στρασερισμό» ή και αλλιώς) μπορεί να θεωρηθεί είτε εκδήλωση αφελούς εμμονικής ιδεοληψίας, είτε ύποπτη και αποπροσανατολιστική νοθεία που εντείνει την επικρατούσα, σε έναν κατά βάσιν απαίδευτο «χώρο», ιδεολογική σύγχυση.
Το παρόμοιο, ή μάλλον, ομώνυμο, ιδεολογικό ρεύμα, εμφανιζόμενο σε χώρες με κομμουνιστικό παρελθόν (και κατά βάσιν στην Ρωσία), αν και φέρει τις αντινομίες που αναλύθηκαν προηγουμένως, φαντάζει, ωστόσο, έως ένα βαθμό, τάση σχετικώς αναμενόμενη, αποτελώντας έκφραση της φυσιολογικής μεταλλάξεως του παλαιού κομμουνισμού, τον οποίο η σκληρή πραγματικότης της διακυβερνήσεως μιας αυτοκρατορίας (της Σοβιετίας) – φυσικής διαδόχου της τσαρικής αυτοκρατορίας – εμβολίασε μοιραίως, συν τω χρόνω, με στοιχεία ρωσικού εθνικισμού ή έστω πατριωτικών διαθέσεων. Τάσεις εθνικομπολσεβικικές, ειδικώς στην Ρωσία, συνδέονται προφανώς με την ιδιαίτερη πολιτική και κοινωνική παράδοση της χώρας. Είναι άλλωστε γεγονός ότι στην σύγχρονη Ρωσία μπορεί κανείς να διακρίνει την συνύπαρξη και δυναμική αλληλεπίδραση ποικίλων πολιτικών και πολιτισμικών παραδόσεων (σοβιετική, τσαρική, πανσλαβιστική μεγαλοϊδεατική, βυζαντινή, κ.λπ.), εκάστη των οποίων συνδιαμορφώνει τον χώρο των περί διακυβερνήσεως διαμορφουμένων συγχρόνων αντιλήψεων. Εξ’ ου και το φαινόμενο της, ως ένα βαθμό, συμπλεύσεως εθνικιστικών στοιχείων και νοσταλγών του σοβιετικού παρελθόντος στην σύγχρονη ρωσική πολιτική σκηνή, σε μια προσπάθεια από κοινού εκφράσεως πατριωτικής και αυτοκρατορικής υπερηφάνειας. Είναι επίσης ευδιάκριτη η απήχηση των γεωπολιτικών αντιλήψεων περί του γεωπολιτικού βάρους του ευρασιατικού χώρου, του καθηγητού Αλεξάντρ Ντούγκιν, ο οποίος έχει προβληθεί και ως ιδεολογικός μέντορας της εν Ρωσία συγχρόνου εθνικομπολσεβικικής τάσεως και ο οποίος φαίνεται ότι ασκεί κάποια επιρροή σε ρωσικούς κυβερνητικούς κύκλους, μέχρι και στον εν πολλοίς αμφιλεγόμενο πρόεδρο Πούτιν. Είναι βεβαίως παρακινδυνευμένο να συμπεράνει κανείς ότι η συγχρόνως εν Ρωσία αναπτυσσομένη πολιτική δυναμική (η οποία ούτως ή άλλως υπονομεύεται από την τραγική δημογραφική εικόνα που παρουσιάζει τελευταίως το Ρωσικό έθνος, που φθίνει πληθυσμιακώς και, προσέτι, ισλαμοποιείται, κινεζοποιείται και ταταροποιείται με ταχείς ρυθμούς…) πηγάζει από μια τάχα στέρεα, τάχα ιδεολογία, ενός τάχα «εθνικομπολσεβικισμού». Πολύ περισσότερο όμως μοιάζει αστήρικτος η παρουσίαση μιας τάχα ανερχομένης «εθνικομπολσεβικικής» δυναμικής και πέραν της Ρωσίας, όπως συνηθίζουν να παρουσιάζουν οι προπαγανδιστές του εθνικομπολσεβικισμού. Ειδικώτερον στην Ελλάδα, ιδιαίτερης προσοχής έχουν τύχει οι σχετικές απόψεις οι οποίες έχουν εκτεθεί στο βιβλίο του γνωστού για τις ιδιάζουσες φιλοτουρκικές αντιλήψεις του (και βραβευμένου με το τουρκικό βραβείο Ιπεκτσί!) καθηγητού Δημήτρη Κιτσίκη.
Ανακεφαλαιώνοντας, επαναλαμβάνουμε ότι ο «εθνικομπολσεβικισμός» αποτελεί μια τεχνητή μείξη όλως διόλου ετερογενών ιδεολογικών στοιχείων. Είναι εξ ίσου αδόκιμος με έναν άλλο επίσης τεχνητό (και ομοίως κενό περιεχομένου) τραγελαφικό όρο που χρησιμοποιείται ευρέως από αδαείς, τον όρο: «ελληνοχριστιανισμός». Ετερογενείς και θεμελιωδώς αντιτιθέμενες κοσμοθεωρίες δεν είναι δυνατόν φυσιολογικώς να συγκερασθούν και, αν ποτέ αυτό συμβεί, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι ένα αντιφατικό – ιδεολογικό ή πολιτικό – τερατούργημα! Τι σχέση μπορεί να έχει (ιδίως μάλιστα αναφερόμενοι σε ευρωπαϊκούς λαούς) η ιδέα του έθνους και της φυλής με το θεμελιωδώς αντιφυλετικό κι αντεθνικό εβραϊκό δόγμα του μαρξισμού και συνακόλουθα με το εν Ρωσία ολέθριο πολιτικό τέκνο αυτού, τον μπολσεβικισμό; Ασφαλώς καμμία! Επιχειρώντας να εξιχνιάσουμε τις ρίζες της όλης περί «εθνικομπολσεβικισμού» ανακυκλουμένης θεωρητικολόγου φλυαρίας, θεωρούμε ότι στο ψυχολογικό υπόβαθρο των θιασωτών και υποστηρικτών της λεγομένης «εθνικομπολσεβικικής» κινήσεως κρύπτεται η ανομολόγητη συνειδησιακή δυσκολία διαφόρων πρώην κομμουνιστών, αφ᾿ ενός να αποδεχθούν την παταγώδη ιστορική κατάρρευση του αντιφυσικού τους δόγματος, αφ᾿ ετέρου να παραδεχθούν ανοικτά την (παρά την στρατιωτική του ήττα) θριαμβευτική δικαίωση του εθνικοσοσιαλισμού, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να καταφεύγουν σε ακροβατικά λεκτικά σχήματα, επινοώντας – ή ξεθάβοντας – όρους όπως: «εθνικομπολσεβικισμός», «στρασσερισμός», «προλεταριακός εθνικισμός», «αναρχοεθνικισμός» και λοιπά φαιδρά, αντιφατικά και άτοπα, καθώς δεν έχουν το θάρρος σκέψεως και γνώμης να προσχωρήσουν ανοικτά στον εθνικοσοσιαλισμό. Στα ζητήματα αυτά πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε ιδεολογική καθαρότης! Το πολιτικό εφεύρημα του «εθνικομπολσεβικισμού» πάσχει στο επίπεδο της καθαρότητος ήδη εξ ορισμού! Πολλώ δε μάλλον, οικοδομεί πάνω σε μια εξ υπαρχής αδιανόητη σύζευξη αντιθέτων, που πάντως δεν μπορεί παρά να αποβαίνει εις βάρος του ανωτέρου. Η δική μας, εθνοκοινοτική αντίληψη (χρησιμοποιούμε τον όρο «εθνοκοινοτισμός», ως μια πιο ακριβή και πιο δόκιμη στην ελληνική γλώσσα απόδοση του κατ’ ουσίαν άρρητου περιεχομένου του εθνικοσοσιαλισμού), ριζώνει τόσο βαθιά και στοχεύει τόσον υψηλά, που ήδη και χωρίς αλλότριες επιμολύνσεις είναι πολύ δύσκολη η επίτευξή της, ως βιώματος και συλλήψεως· πόσῳ δε μάλλον, με μιά τόσον ριζικώς αντιδιαμετρική επιμόλυνση. Το ένα τείνει στην επιδίωξη του εξευγενισμού του ανθρώπου στον ύψιστο βαθμό, το άλλο υποτάσσει τα πάντα σ’ έναν αθεράπευτο οικονομισμό, έναν απόλυτο υλισμό, μιά βαθειά ισοπέδωση και ξερρίζωμα ποιοτήτων, μιαν ολική μπασταρδοποίηση ανθρώπων και αξιών. Πως θα μπορούσαμε να συγγενεύουμε με μία τάση που χωράει από νερόβραστους φιλελευθέρους μέχρι και τον αιμοδιψή ταλμουδιστή Ιουδαίο και ερυθρό αρχικομισάριο του κόκκινου στρατού Ηλία Έρενμπουργκ; (πρβλ. π.χ. http://en.wikipedia.org/wiki/National_Bolshevism). Επί πλέον η πλέον επίκαιρη συνιστώσα και αναζωπύρωση του «εθνικομπολσεβικισμού», συναφής προς τον A. Dugin, εκφράζει κι έναν ιδιότυπο ασιατικό φυλετισμό, ερχομένη κατ᾿ αυτόν τον τρόπον ακόμη αμεσώτερα σε αντιδιαμετρική πορεία (εθνοφυλετικής) συγκρούσεως με εμάς.
Η αντίληψίς μας επί οικονομικών θεμάτων είναι τόσον αντικαπιταλιστική όσο γίνεται, χωρίς όμως προς τούτο να χρειαζόμαστε κανέναν αρρωστημένον «στρασσερισμό» ή, ακόμη χειρότερα, «εθνικομπολσεβικισμό». Ο Εθνοκοινοτισμός μας ολοκληρώνει και εκφράζει κατά τον άριστο δυνατόν τρόπον όλες τις πνευματικές μας και πολιτικές παρακαταθήκες και βάσεις, χωρίς ποτέ να γίνεται δογματικός ή αποστεωμένος ουδέ κατ᾿ ελάχιστον – από τις Ουπανισάδες, τον Πλάτωνα και τον Ηράκλειτο, ώς τον Έβολα, τον Α. Ρόζενμπεργκ, τον Α. Χίτλερ και την Σαβίτρι Ντέβι.
Θεωρούμε, λοιπόν, την όλη περί «εθνικομπολσεβικισμού» ανακυκλουμένη φλυαρία άνευ ουσιαστικού αντικειμένου, καθ’ όσον πρόκειται περί νόθου και ψευδεπιγράφου ιδεολογήματος που διόλου ΔΕΝ μας εκφράζει και του οποίου τους εμπνευστές και συντελεστές θεωρούμε, στην καλλίτερη περίπτωση, ανιστορήτους και ελλειμματικούς ως προς την δυνατότητα φιλοσοφικής κατανοήσεως· πιθανότατα δε και ο ρόλος τους είναι ύποπτος, εφ᾿ όσον εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι προάγουν με τον τρόπο τους τον αποπροσανατολισμό και την ιδεολογική σύγχυση.
Επίσης, επειδή, σε συνάφεια προς το ιδεολόγημα του «εθνικομπολσεβικισμού», διαχέονται και οι (με αφετηρία τις γεωπολιτικές απόψεις του Αλ. Ντούγκιν) θεωρίες περί του «ευρασιατικού χώρου» καθώς και περί ενός πολιτειακού μοντέλου που τάχα πηγάζει από το Βυζάντιο, καθίσταται αναγκαία η, έστω ακροθιγώς, διασαφήνιση της θέσεώς μας σχετικώς με την βυζαντινή μορφή διακυβερνήσεως και εξουσίας.
Το λεγόμενο βυζαντινό κράτος, ως η χριστιανική συνέχεια του ρωμαϊκού, κληρονόμησε τους θεσμούς του τελευταίου με την μετάλλαξη που υπέστη στα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου σε αυτοκρατορικό καθεστώς, οπότε η αυτοκρατορική εξουσία ενισχύθηκε υπέρμετρα εις βάρος της ισχύος που παραδοσιακά κατείχε η ρωμαϊκή σύγκλητος. Το αυτό μοντέλο διακυβερνήσεως, ενισχυμένο με στοιχεία της ασιατικής παραδόσεως των «ελέω θεού» μοναρχιών της Ανατολής, απετέλεσε λίγο-πολύ το βυζαντινό μοντέλο εξουσίας.
Ουδεμία σχέση με την παράδοση αυτήν έχουν οι πολιτειακές αντιλήψεις του εθνοκοινοτισμού/εθνικοσοσιαλισμού, οι οποίες συμπυκνώνονται στην «Αρχή της Ηγεσίας» ή «Αρχή της Ιεραρχίας», και αντλούνται κυρίως από το Πλατωνικό πολιτειακό πρότυπο και όχι βεβαίως από τον βυζαντινό αυτοκρατορικό θεσμό, που μάλλον προσιδιάζει στον θεοκρατικό δεσποτισμό της Ανατολής. Επί πλέον ο εν γένει αντιφυλετικός-ισοπεδωτικός χαρακτήρας του Βυζαντίου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με κάθε αυθεντικώς εθνική θεώρηση. Ο Θ. Κολοκοτρώνης απεκάλεσε κάποτε «βυζαντινό» τον στόλο του Σουλτάνου, εκφράζοντας βαθύτατη εθνική σοφία, καθώς η πολυεθνικότητα και φυλετική απροσδιοριστία του καθεστώτος αποτελούσε κοινό παρονομαστή των δύο.
Για το ζήτημα του χαρακτήρος του βυζαντινού κράτους στις διάφορες περιόδους του και γενικότερα για θέματα που αφορούν τον χαρακτήρα και τις δυνάμεις και τάσεις του μεσαιωνικού ελληνισμού θα επανέλθουμε σε ειδικώτερο αναλυτικό άρθρο εις το μέλλον.
Εν τέλει πρέπει να διευκρινίσουμε ότι πράγματι ο Εθνικοσοσιαλισμός στην προπολεμική Γερμανία του Α. Χίτλερ δεν πρόφτασε ποτέ να εξελιχθεί και τελειωθεί, έχοντας κληρονομήσει ολικά κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά, εθνικά αδιέξοδα και χάος από την δημοκρατία της Βαϊμάρης, των οποίων η κατά το δυνατόν άμεση αντιμετώπιση ήταν ζήτημα προτεραιότητος. Ασφαλώς και δεν ολοκληρώθηκε το αντίστοιχο κοινωνικό και, ακόμη περισσότερο, οικονομικό μοντέλο, οι τράπεζες και το διεθνές μαμμονιστικό τερατώδες χρηματιστικό σύστημα/καρκίνωμα δεν κατατροπώθηκαν – ὀμως υπέστησαν μία πρώτη ήττα με το ειρηνικό θαύμα εναντίον του όλου συνασπισμένου παγκοσμίου καπιταλισμού και, κυρίως, εδόθη μία νέα πνοή, εγκαθιδρύθη μία νέα βούλησις υπερβάσεως/αντιμετωπίσεώς τους: που ενέπνευσε μιάν ολόκληρη γενιά, καθιστώντας νομοτελειακώς βεβαία την τελική διάδοσι αυτής της νέας εξυγιάνσεως, κατά τον τρόπον που ομολόγησε ο εβραιοκίνητος πρόεδρος Ρούζβελτ: «Δεν εἶναι δυνατὸν να επιτρέψουμε να συνεχίσει την διαδρομή του ένα καθεστώς που πρακτικώς καταρρίπτει και περιφρονεί όλες τις διεθνείς αρχές και βάσεις του χρήματος και του εμπορίου!» Γι᾿ αυτό κι ο πόλεμος απέμεινε η μόνη διέξοδος του τερατώδους αυτού Συστήματος, με την επίκληση των ψευδο-ιδεωδών της δημοκρατίας και του ψευδεπιγράφου των «ανθρωπισμού», προκειμένου τα παγκόσμια βαμπίρ των διεθνών του χρήματος, με την αρωγή των δημοκρατικώς αναδεικνυομένων αχυρανθρώπων τους, να μπορέσουν να συνεχίσουν την ολεθρία τους δράση, εις το επιστέγασμα της οποίας ήδη προσεγγίζουμε!
Οξυδέρκεια, διαύγεια και καθαρότης σ᾿ όλα τα επίπεδα και διαστάσεις είναι ο μόνος δρόμος – η δε σύγχυση ιδεών μόνον το Σύστημα και την καταλυτικώς κρίσιμη για την ύπαρξή του θολούρα υπηρετεί, με τις όποιες της επενδύσεις και παρ᾿ όσες ευκαιριακές παροδικές επικλήσεις. Επί τέλους δε, η δημοκρατική ισοπέδωση ευνοεί και την (κωμικο)τραγικώς φουσκωμένη οίηση πολλών μετριοτήτων που, αίφνης, αυτο-ή αλληλο-ανακηρύσσονται σε καθοδηγητές, μάλιστα δε πίσω από την βολική τους διαδικτυακή ανωνυμία.
Ουδεμία, λοιπόν, σύμμειξις ασυμβάτων ή σύγχυσις επιτρέπεται!