ΘΕΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ: “Ο σημειακός ανθρωποκεντρισμός από τον Καρτέσιο έως τον Χάιντεγκερ”.”


Ίσως μία από τις πιο διάσημες φράσεις που διατυπώθηκαν κατά το πέρασμα της νέας φιλοσοφίας είναι η Καρτεσιανή “cogito ergo sum”. Είναι μία φράση που προσελκύει και αρέσει, επίσης κατοχυρώνει το αυτοτελές και ανεξάρτητο της υπάρξεως. Ο καθείς νοιώθει αυτοπεποίθηση όταν νοιώθει και πιστεύει ότι ως μόνος σκέφτεται και ως μόνος πράττει ενάντια ίσως και σε αυτό το νόμο και στην κοινότητα. Το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» κατοχύρωσε σε ένα πρώτο διάβασμα την ατομική πορεία της μεταβυζαντινής δυτικοευρωπαϊκής -κυρίως- υπάρξεως.Ο καθείς νοιώθει αυτοπεποίθηση όταν νοιώθει και πιστεύει ότι ως μόνος σκέφτεται και ως μόνος πράττει ενάντια ίσως και σε αυτό το νόμο και στην κοινότητα. Το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» κατοχύρωσε σε ένα πρώτο διάβασμα την ατομική πορεία της μεταβυζαντινής δυτικοευρωπαϊκής -κυρίως- υπάρξεως. Εύστοχα λοιπόν γράφει ο Ι.Μ.Μποχένσκι (Ι.Μ.Μποχένσκι, Ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, εκδ. Δωδώνη, σελ.36): «Η νεώτερη φιλοσοφία στάθηκε εναντία σε όλες αυτές τις θέσεις των σχολαστικών. Οι θεμελιώδεις αρχές της είναι η μηχανιστική αντίληψη η οποία καταργεί την ιεραρχική και καθολική σύλληψη του Είναι και η υποκειμενιστική αντίληψη η οποία εκτρέπει τον άνθρωπο από τον μέχρι τώρα προσανατολισμό του προς το θεό και θέτει ως κέντρο το υποκείμενο.

Αναμφίβολα η φράση αυτή του Καρτεσίου είναι που ως μήτρα εκύησε και εγέννησε τον κόσμο μας και τον άρχοντα του κόσμου μας, τον ατομικό άνθρωπο. Η φράση αυτή μικραίνει το Είναι, το προσαρμόζει κατά προκρούστειο θα λέγαμε τρόπο στο ανθρώπινο μυαλό, δεν διασφαλίζει το Όλον της νοήσεως και της πράξης αλλά αποθεώνει την ανθρώπινη μερικότητα. Θεωρώ ότι η φράση αυτή αποτελεί επίσης ολική υπέρβαση του προσωκρατικού οντολογικού λόγου ο οποίος πιστά κινήθηκε στην άπειρη φύση η οποία για πρώτη φορά είχε γίνει άφοβα αντικείμενο θέασης και εξέτασης του έλλογα άτρομου Έλληνος. Αντίθετα η φράση «σκέφτομαι άρα υπάρχω» περιορίζει την όποια έννοια του απείρου – κατ΄αρχήν. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η έννοια του απείρου είναι αντιστρόφως ανάλογη με την έννοια της σκέψης – όπως την αντιλαμβάνονταν την εποχή του Ντεκάρτ. Η λέξη σκέψις (εκ του σκοπέω-ω) σηματοδότησε την εσωτερική άφεση του νοός μέσα στο Όν. Αυτού του είδους η σκέψις ανιχνεύεται στο περί φύσιος του Παρμενίδου αλλά και στον απόκρυφο Πυθαγόρα. Αυτή η σκέψις είναι υπέρ του ανθρώπου και όχι δι΄αυτού – όπως θα ιδούμε ότι είναι η Καρτεσιανή σκέψις. Πηγάζει από τα ρείθρα της απείρου εσωτερικότητος και εκβάλλει στον ανθρώπινο νου και πράξη. Η Ομηρική θέαση του Ολύμπου υπακούει στο: σκέφτομαι άρα δεν υπάρχω μέσα στην άπειρη εσωτερικότητα του Είναι. Το πέρασμα όμως του ιουδαϊκού χριστιανισμού – όπως εύστοχα έχει αναλυθεί -επέφερε τον εγκόσμιο προσανατολισμό του ανθρώπου, η σκέψις πλέον κατέστη εξερεύνησις του κύκλου: ιαχβέ, φύσις του ιαχβέ, άνθρωπος του ιαχβέ. Μέσα στο Βυζάντιο κυρίως διά του Αριστοτελισμού έγινε μία τεράστια προσπάθεια όλο αυτό να γίνει θελκτικό μέσα από την έννοια του χριστιανικού ανθρωπισμού. Ο άνθρωπος έχανε το άπειρο και την εσωτερική του ελευθερία αλλά – ας θυμηθούμε την περίφημη διαμάχη του Γρηγορίου του Παλαμά με τον Ιωάννη τον Ιταλό – κέρδιζε κάτι το οποίο στον Ηράκλειτο και στους Αρίους εσωτεριστάς δεν θα είχε καμμία αξία. Ο άνθρωπος στα πολύ μικρά οντολγικά όρια του χριστιανικού κόσμου, σε αυτόν δηλαδή που αναφέρεται η καρτεσιανή φράση, θα μπορούσε να ιδεί τον ιαχβέ του, να συνοδηγήσει το όχημα της ιαχβικής φύσεως, να δημιουργήσει μία ανθρώπινη πολιτεία που θα την ελέγχει στα μικρά όριά της. Ενώ αντίθετα αυτή φράση του Γάλλου καθολικού δεν θα είχε καμμία οντολγική αξία στον Ηρακλείτειο κόσμο ο οποίος: «δεν υπήρχε, δεν εδημιουργήθη ούτε από θεό ούτε από άνθρωπο, αλλά εξήχθη από το αείζωο πύρ». Αφ΄ης στιγμής η σκέψις στον Ηράκλειτο δεν είναι νόηση σχέσεων και κατηγορών αλλά ελευθέρα θέασις του απείρου καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει στην εποχή του Εφεσίου η οντολογική αναγκαιότης του οντολογικού περιορισμού του υποκειμένου -όπως συμβαίνει στον καρτεσιανό χριστιανικό κόσμο ,μιας και ο άνθρωπος είναι ακόμη οντολογικό μέγεθος πλήρως συναφές με το ήδη υπάρχον, πλήρως συσχετισμένο με την εν στιγμή ύπαρξη του Όλου. Γι αυτό θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ο Μποχένσκι έχει απολύτως δίκαιο στην ανάλυσή του γύρω από την Καρτεσιανή σηματοδότηση.

Δηλαδή, η φράση του Καρτεσίου αφαιρεί από τον άνθρωπο την αίσθηση του απείρου και της οντολογικής ελευθερίας. Ο άνθρωπος του Καρτεσίου έχει περιορίσει τον κόσμο στα στενά όρια της αποδεδειγμένης γνώσης διά των κατηγοριών της νόησης και της αίσθησης(εμπειρίας). Ακραία μορφή αυτού του Καρτεσιανού ψευτοκόσμου απολαμβάνουμε σήμερα, ζώντας σε ένα κόσμο που τα όριά του είναι τα όρια του χρήματος και των αισθήσεών μας, αλλά και των πληροφοριών των τεχνολογικών ψευτοεφευρημάτων. Σε αυτόν τον κόσμο ο άνθρωπος μηχανιστικά πιστεύει ότι μπορεί να γνωρίσει τα λίγα και με αυτά να ελέγξει το ζωτικό του χώρο. Ο οποίος είναι μικρός και ανύπαρκτος οντολογικά, αλλά για τον άνθρωπο της πλάνης και της ψευδαίσθησης είναι τα πάντα. Ο σημερινός επιστήμονας αποτελεί ακραίο φαινόμενο αυτής της κατάστασης. Γνωρίζει ένα μόνο μέρος του απείρου όντος αλλά έχει την παραδοχή όλων διότι ξέρει άψογα τον μικρό ανθρώπινο σημερινό κόσμο. Σε αυτόν τον μικρό κόσμο της νόησης σχέσεων και των αισθητικών συσχετισμών η μηχανιστική διαλεκτική είναι το όπλο ελέγχου του περιβάλλοντος μας. Το ζεύγος αίτιο – αποτέλεσμα, αίσθηση – απόδειξη επικρατεί και από αυτή την άποψη υπάρχει μόνον αυτός που μπορεί και ευτελίζει τον υπερβατικό λογισμό του χάριν ενός λογισμού που σέβεται μόνο ό,τι βλέπει, ό,τι μπορεί να αποδείξει. Ο κόσμος των μαζών είναι το τέλος αυτής της πορείας όπως και ο σημερινός άνθρωπος ο εγκλωβισμένος στον κόσμο της ύλης είναι και αυτός το έσχατο όριο αυτής της ευτελούς καρτεσιανής σκέψης. Πράγματι λοιπόν το καρτεσιανό “cogito ergo sum” μέσα από αυτή τη μηχανιστική δόμηση αυτού του κόσμου αφαιρεί τον άνθρωπο και τον κόσμο από το Είναι και τον εισάγει σε ένα υποκατάστατο αυτού, σε ένα είναι αισθήσεων και προσκαίρων σχέσεων οι οποίες από καθαρά οντολογικό πρίσμα είναι ανύπαρκτες. Καταλαβαίνουμε ότι σε αυτόν τον μικρόκοσμο ο άνθρωπος των ψευδαισθήσεων, των ψευδαισθήσεων ότι στον μικρόκοσμό του είναι ο απόλυτος άρχων, αυτός ο άνθρωπος είναι το κέντρο του σύμπαντος. Το σύμπαν αυτό όμως είναι ένα οντολογικό έκτρωμα διότι έχει αποκοπεί από την οντολογική συνέχεια. Μετράει ως οντολογικό αυτό το οποίο υπακούει ως συνεχές στην οντολογική συνέχεια. Ας δούμε τον Κοπέρνικο και τις αρχές του σε μία αντιπαραβολή με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ:

Ο Κοπέρνικος λοιπόν ουσιαστικά παρουσιάζει την τροποποίηση της θεωρίας του Πτολεμαίου για μία κινούμενη γη. Στο μοντέλο που παρουσιάζεται μέσα στα έργα του το Σύμπαν αποτελείται από 8 ομόκεντρους κύκλους. (Ένσταση 1η: Ποια η αναγκαιότητα μερισμού του όλου; Ας ιδούμε τον Ξενοφάνη: «Ένας θεός, ανώτερος ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους. Σε καμμία περίπτωση δεν είναι όμοιος με τους θνητούς ούτε στο σώμα ούτε στην σκέψη… Πάντοτε παραμένει στο ίδιο μέρος και δεν κινείται καθόλου. Δεν ταιριάζει στη φύση του να μετακινείται από τόπο σε τόπο και να αλλάζει τόπο σε διαφορετικά διαστήματα. Χωρίς όμως κανένα ενδοιασμό μετακινεί όλα τα πράγματα μέσα από τις σκέψεις του μυαλού του». Απεχθής στον οντολογικό λογισμό των προσωκρατικών κάθε έννοια μερισμού. Αντιθέτως οι σοφοί πρόγονοι του Σωκράτους προσεπάθησαν ως Εν να συλλάβουν το Όλον ώστε να ιδούν και την αιώνια και παραμόνιμη θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτό. Γι αυτό εξάλλου πίστευαν ότι το σύμπαν είναι ακίνητο και η γη είναι το κέντρο αυτού. Θεωρούσαν τη γη ένα με το Όλον, αδιάσπαστο μέρος αυτού, επικεντρωμένοι στη γη τη θεωρούσαν κέντρο ενός Όλου αδιασπάστου. Ήξεραν τη θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτό το Είναι, γι αυτό στους προσωκρατικούς ο άνθρωπος παρουσιάζεται ευμετάβλητος ως οι αρχές του όλου, έχοντας τη δύναμη του ύδατος και του απείρου. Η προσπάθεια του Κοπερνίκου να μερικοποιήσει το όλον σε οκτώ κομμάτια σηματοδοτεί την προσπάθεια της οντολογικής απομόνωσης του νέου ανθρώπου της νέας φιλοσοφίας από το Μεσαίωνα και μετά. Αυτός ο νέος άνθρωπος θέλει να μερικοποιήσει το σύμπαν μέσα από την τριγωνική του απεικόνιση ως ήλιος-γη-άνθρωπος. Τα πολλά κομμάτια του όντος δεν ενδιαφέρουν πλέον το νέο άνθρωπο. Το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» μετασχηματίζεται σε «κατανοώ ό,τι με συμφέρει άρα υπάρχω».
Η οντολογική μερικοποίηση που αποσχηματίζει το Είναι από την άπειρη φύση και καθιστά τη σκέψη όχι βίωση εν πίστει της εσωτερικότητος του όλου αλλά στείρα γνώση αποτελεί το τελευταίο στάδιο της μεταχριστιανικής Ευρώπης, τις τελευταίες στιγμές του οποίου παρατηρούμε στις ημέρες μας. Ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζεται ως Είναι εν τη απειρία του ώστε να του αναγνωρισθούν δυνάμεις ανώτερες από αυτές που εξωτερικά διαθέτει. Ο Καρτεσιανός σκεπτικός λόγος έχει ήδη συνδέσει τη σκέψη με την ύπαρξη και αν σκεφθούμε ότι αυτό προϋποθέτει τον κόσμο της αίσθησης, έχει ήδη συνδέσει τη σκέψη με την αποδεδειγμένη γνώση. Σιγά-σιγά ο άνθρωπος καθίσταται εμπειρικό ον, αποτιμητής των εμπειριών του. Ξέρουμε ότι ο Ιησούς καθησύχασε κατά τρόπο υπερβολικό τον οντολογικό ζόφο των ανθρώπων σε βαθμό ώστε αυτοί να επιθυμούν να ζουν στην άγνοια της αστικής γης παρά στην αχλύ του απείρου όντος και της πορείας που αυτό προϋποθέτει. Ουσιαστικά ο ιουδαϊκός (σιωνιστικός) εμμενικός και όχι υπερβατικός χριστιανισμός αποκοίμισε και σκλάβωσε τους ανθρώπους σε αυτόν τον κόσμο. Ο άνθρωπος κινήθηκε μέσα από τη νεώτερη φιλοσοφία στα χνάρια του θεανθρώπου. Το σκέφτομαι άρα υπάρχω είναι απλά η αρχή.
Τα δύο θεμελιώδη φιλοσοφικά συστήματα της νεωτέρας φιλοσοφίας ,ο ορθολογισμός και ο εμπειρισμός, είναι η ευρωπαϊκή έλλογη ανατομία επάνω στη φύση του θεανθρώπου. Μάλιστα είναι μία ανατομία αντιοντολογική ,καθαρά ενάντια στον οντολογικό υπερβατικό λόγο των Ελλήνων. Υπακούει στην αξιολογική φιλοσοφική μετατόπιση του νοερού κέντρου που συνέβη στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία μετά το μεσαίωνα. Αυτή η φιλοσοφία έχει ως κέντρο όχι το Είναι ως Ήδη υπάρχον, άρα τον άνθρωπο ο οποίος εν στιγμή Είναι μέσα στο Όν. Επειδή μέσα στον ιουδαϊκό χριστιανισμό του προπατορικού αμαρτήματος το Είναι είναι μόνο ο θεός και ο άνθρωπος είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι εξαρτώμενο από το Είναι – Θεός το κέντρο καθίσταται τέλειος Ήλιος – ιαχβέ (Είναι)και ο άνθρωπος – γίγνεσθαι συνεχώς περιφέρεται γύρω από αυτόν τον Ήλιο. Όπως ήδη προείπαμε ο Κοπέρνικος και ο Καρτέσιος το προετοίμασαν. Διότι αυτή η αξιολογική μετατόπιση προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος δέχεται ως σκέψη μόνον ό,τι τον βοηθεί ως εμπειρική ύπαρξη στο ταξείδι του γύρω από τον αισθητό Ήλιο το θεό (ο οποίος σταδιακά τον ηρεμεί, τον απομονώνει σε αυτόν τον κόσμο. Σήμερα ο άνθρωπος πέρα από την ύλη δεν γνωρίζει και πολλά πράγματα για το Όν και αυτό αποτελεί το έσχατο σημείο ιαχβικής αποβλάκωσης).Η διάσπαση του Είναι και του Γίγνεσθαι (ενώ στον Ηράκλειτο είναι η μία οδός, η επάνω και η κάτω η οποία ως ευθεία εσωτερικότης οδηγεί τον άνθρωπο προς το Όν, στην νεωτέρα ευρωπαϊκή φιλοσοφία είναι δύο δρόμοι παράλληλοι που συναντώνται μόνο στην υποδούλωση του ανθρώπου στο θεό).

Ο ορθολογισμός λοιπόν και ο εμπειρισμός αναφέρονται στη νέα μεταμεσαιωνική φιλοσοφία η οποία ως κέντρο έχει το θεό-ιαχβέ και τον άνθρωπο της εμμένειας και της γήινης μόνο απασχόλησης ο οποίος απλά προσπαθεί μέσα από το θείο κύλισμά του να ανακαλύψει τρόπους να περάσει καλύτερα στη γη. Ο θεάνθρωπος κατήντησε στη φιλοσοφική δύση τσελεμεντές καλοπέρασης, μιας και όλες οι θείες κατηγορίες του χριστιανισμού έγιναν πολιτειακές συντεταγμένες προκειμένου ο άνθρωπος να κυριαρχήσει στον κόσμο του και να καλοπεράσει μέσα σε αυτόν. Η αποξένωση του ανθρώπου από το έξω Όν αποθεώνεται σήμερα, στον 21ο αι όπου ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως νόμισμα και τίποτε άλλο.

Ο ορθολογισμός μεταφέρει πράγματι όλες τις χριστιανικές κατηγορίες διά του ανθρωπίνου νοός , στην κατωτέρα διαστασιακή εφαρμογή τους, προκειμένου ο άνθρωπος να κατανοήσει ότι μπορεί να σκεφθεί μόνον όσα τα όρια αυτού του κόσμου του επιτρέπουν. Ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός της νέας Ευρώπης είναι τελείως αντιοντολογικός διότι ως λόγο θεωρεί μόνον ό,τι πλησιάζει το θεό και όχι το όν, μόνον ό,τι δέχεται την ύπαρξη του θείου όπως τον προσδιόρισε ο διαστασιακός χριστιανισμός (ο οποίος ως γνωστόν κινήθηκε επάνω στον ανύπαρκτο δυαλισμό αμαρτίας και χάριτος θυσιάζοντας την άπειρη ενικότητα του Όντος).Ο ορθολογισμός λοιπόν του Λαίϊμπνιτς επειδή προσδιορίζει ως ανώτατο στοιχείο του Λόγου όχι την άπειρη ενατένιση του ήδη υπάρχοντος αλλά το συγκεκριμένο αρκτικό σημείο αυτού του κόσμου(θεός), επειδή δυαλιστικά χωρίζει και απομακρύνει το αντικείμενο του πραγματικού Λόγου (Όν) και προσπαθεί να ευχαριστηθεί με τη θέαση μιας απλής ιδέας μόνο του κόσμου μας(θεός)και όχι με τη βύθιση στην άπειρη εσωτερικότητα της οντικής συνεχείας, κρίνεται ως κάτι το έμμενον και όχι το υπερβατικό, ως κάτι που απλά πείθει τον άνθρωπο να ασχοληθεί με τον περιβάλλοντα πρόσκαιρο κόσμο και όχι με το άπειρο και ήδη υπάρχον Είναι. Ο Ιησούς καθησύχασε το σύμπαν στο νου του ανθρώπου και η θεολογική κατηγορία του κόσμου ερμηνεύτηκε από τους ορθολογιστές ως ο κόσμος μας για τον οποίο σκέφτομαι ότι είναι προϊόν του θεού άρα τον ελέγχω και τον διαπλάθω όπως θέλω. Αυτός ο κόσμος δεν είναι πέρασμα προς το Όν (Παρμενίδης) αλλά πλέον ο παράδεισος του Ιησού επί της γης άρα ο στίβος όπου ο άνθρωπος θέλει να σταθεροποιηθεί, να ελέγξει και πρόσκαιρα να εκμεταλλευθεί και να ζήσει. Στο παρακάτω απόσπασμα ο Λαίϊμπνιτς παρουσιάζεται με ιδιαίτερη σαφήνεια από τον Γρ.Κωσταρά (Γρηγ.Φιλ.Κωσταράς , Φιλοσοφική Προπαιδεία, Αθήναι, 361-2): «Ο Λάϊμπνιτς προς τούτοις διακρίνει με οξύτητα και σαφήνεια δύο κατηγορίες αληθειών (1) τις αλήθειες του ορθού λόγου που ισχύουν ως γνώση εγγενής ,ως a priori, ως υπερεμπειρική, και (2)τις αλήθειες των εμπειρικών δεδομένων ως γνώση επίκτητη, a posteriori, γνώση αποκτημένη από την εμπειρία. Υπάρχει δηλαδή ο ορθολογικός κόσμος ή η ιδεώδης λογική αναγκαιότητα με τη μορφή των αρχών και ο εμπειρικός κόσμος ή ο κόσμος των εμπειρικών δεδομένων». Η ορθολογική κληρονομιά στον Λάϊμπνιτς έρχεται απ΄ ευθείας από την χριστιανική διανόηση η οποία διά του Παύλου σαφέστατα περιόρισε το Λόγο στα όρια του αποκεκαλυμμένου λόγου του Ιησού, τίποτε πέραν αυτού (πρβλ. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 195: «Εκ της τρισσής δε ταύτης απόψεως χαρακτηρίζουσι το έργον του Κυρίου οι Ευαγγελισταί και οι Απόστολοι, οτέ μεν ταύτην οτέ δε εκείνην την ενέργειαν του Κυρίου εξαίροντες και ιδίως ο Απόστολος Παύλος όστις εκφέρων αυτό εν όλω λέγει περί του Ιησού Χριστού ότι «εγεννήθη σοφία ημίν από θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απλύτρωσις». Ο μερισμός του Όντος από το καρτεσιανό «σκέφτομαι άρα υπάρχω» προχωρεί προς την μερικοποίηση διά του Λόγου του Όντος εκ του Λάϊμπνιτς, ο οποίος δεν ατενίζει το Όν ως καθ εαυτό υπάρχον αλλά απομονώνει εκ του Είναι τον κόσμο μας,τον διαιρεί σε έλλογο και εμπειρικό, με αυτόν τον τρόπο καθιστά το ανθρώπινο υποκείμενο αποκομμένο δορυφόρο των σκέψεών του οι οποίες όμως χωρίς τις εμπειρίες δύσκολα θα σταθεροποιηθούν. Ο άνθρωπος απομονωμένος από το Είναι επιλέγει σιγά-σιγά τον εύκολο δρόμο της υλικής απόδειξης και ανάπτυξης ,επιλέγει ένα μικρό είναι που είναι ο κόσμος της εμπειρίας και η πλήρης εκμετάλλευση αυτού. Το αξιολογικό μετατόπισμα όλο και περατώνεται. Ο άνθρωπος δεν σκοπεί στην οντολογική αποκατάστασή του αλλά στην υλική του ολοκλήρωση μέσα στο μικρό είναι αυτού του κόσμου (το τελευταίο στάδιο της διά της τεχνολογίας θανάτωσης του οντολογικού ανθρώπου το παρατηρούμε στις ημέρες μας). Εάν ζούσε σήμερα ο Δημόκριτος και ερωτούσε: τι από τα δύο θέλετε ω άνθρωποι, έναν καλό υπολογιστή ή ένα συμπαντικό μυστικό, όλοι γνωρίζουμε τι θα απαντούσαν οι μαζάνθρωποι.

Ο Λόγος λοιπόν αποκομμένος από το Είναι δεν χάνει το δημιουργικό του οίστρο, αλλά δρα μονόπλευρα, διαστασιακά και όχι απείρως οντολογικά. Αποκόπτει τον άνθρωπο από το Όν και τον καθιστά ένα υλικό εργαλείο στα χέρια αυτών που θέλουν οι μάζες να ασχολούνται μόνο με τον πλανήτη γη ,όχι με το Όν. Με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος κυβερνάται εύκολα. Από το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» σιγά-σιγά περνάμε στο «αποκτώ ύλη – αφού σκέφτομαι τους τρόπους – άρα υπάρχω». Ουσιαστικά είναι το τελευταίο στάδιο των δέκα εντολών του ιαχβέ ο οποίος επιτακτικά επιζητεί μέσα από αυτές την αποκοπή των ανθρώπων από Όν και την υπαγωγή τους μόνο στον ιουδαϊκό θεό. Ας θυμηθούμε την πιο σχετική εντολή στην έρευνά μας : «δεν θα κάνεις είδωλον άλλου θεού, ούτε αυτών που είναι στη γη, πάνω και κάτω από τη γη, ακόμα και μέσα στα ύδατα, τέτοιους θεούς δεν θα τους λατρεύσεις και δεν θα τους προσκυνήσεις». Θεωρώ ότι όλες αυτές οι οντότητες οι οποίες απαγορεύονται από τον ιαχβέ και το δούλο του το μωϋσή είναι όλες εκείνες οι φωτισμένες Άριες οντότητες οι οποίες σκοπό έχουν την φώτιση προς τους ανθρώπους προκειμένου αυτοί να συνεχίσουν το οντολογικό τους ταξείδι ,διά της γης και όχι απλά επί της γης – οι ιουδαϊκές θρησκείες εμμένουν ότι σημείο εφαρμογής έχουν επί της γης. Με αυτόν τον τρόπο ακινητοποιούν τον άνθρωπο, προωθούν έναν χυδαίο ανθρωποκεντρισμό αποθεώνοντας τις κατώτερες ανθρώπινες δυνάμεις ,προκειμένου να τον πείσουν να ξεχάσει την οντολογική οδό υπέρ της γης και να αφοσιωθεί στη γήινη εμπειρία και μόνο. Η οντολογική λήθη περνά μέσα από όλα αυτά που μας διηγείται ο Πλάτων στη θεωρία του για το σπήλαιο. Ο σημερινός ανθρωποκεντρισμός είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να υπακούει στα πάθη του και στις αδυναμίες του. Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν οι εξουσιαστές αυτού του κόσμου να απομονώσουν τον άνθρωπο από το ον και να τον συνδέσουν με τον κατώτερο γήινο λόγο.

Ακινητοποιημένος μέσα στον κατώτερο λόγο ο άνθρωπος οδεύει από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Εάν η Σκύλλα είναι ο κατώτερος ορθολογισμός, η Χάρυβδη είναι η εμπειριοκρατία που άνθισε στην νεωτέρα φιλοσοφία και ως παθογόνος ιός κατέφαγε και δολοφόνησε τον ανώτερο εαυτό που ο καθείς διαθέτει. Το έσχατο σημείο εμπειρισμού παραμένει ο χυδαίος μαρξισμός, η διακήρυξη ότι ο άνθρωπος είναι το σύνολο των αισθήσεών του και τίποτε άλλο. Αναμφίβολα ο πατριάρχης του εμπειρισμού είναι ο Ντέηβιντ Χιουμ ο οποίος διέπραξε διπλό οντολογικό ατόπημα (περιέργως δεν έχει αναλυθεί τοιουτοτρόπως το όλο θέμα, αν και μία απλή ανάγνωση των έργων του καταδεικνύει όσα εδώ θα υποστηρίξουμε). Ο Χιουμ στο έργο του ειδικά «περί ηθικής» διαλύει κάθε έννοια αυθυπάρκτου γνώσεως και θεωρεί ότι όλα είναι θέμα εμπειρίας. Με απλά λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι απελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε μέχρι εκείνη τη στιγμή δέσμευση. Αυτό όμως παραμένει το πιο αισιόδοξο σενάριο. Επάνω στα ερείπια του παραδοσιακού λόγου ο Χιουμ δεν ανακαλύπτει καμμία οδό. Αντιθέτως αφήνει τον άνθρωπο με το όπλο της ελευθερίας στο χέρι, χωρίς να του πει πώς να το χρησιμοποιήσει. Σε αυτή τη θέση τον βρήκε ο Μαρξ με τα γνωστά αποτελέσματα. Ο άνθρωπος πιστεύοντας στην σχετικότητα των πάντων αντί να οδεύσει προς την Αρία αλήθεια της εσωτερικής οντολογικής συνεχείας επιλέγει το πιο εύκολο – τραγικά πιο εύκολο – σενάριο. Να οικοδομήσει ένα κόσμο με δικούς του νόμους από την αρχή μακριά από κάθε τι το παραδοσιακό. Η ύλη θα πάρει τώρα την εκδίκησή της ενάντια στους παραδοσιακούς κανόνες και απαγορεύσεις της θρησκείας. Ο σύγχρονος άνθρωπος ως άλλος Σίσυφος θα αποθεώσει τον εαυτό του, στα μικρά όρια που έκλεισε τον κόσμο του θα ονομασθεί βασιλεύς ,θα εξουσιάσει υλικά και χυδαία. Το τέλος αυτού του αντιοντολογικού παραλογισμού το βιώνουμε στις ημέρες μας όπου ο άνθρωπος κατέστη νόμισμα ανταλλαγής και τίποτε παραπάνω.

Σωστά έχει υποστηριχθεί ότι η φιλοσοφία του Χιουμ έχει ως άξονα την κριτική που ασκεί στο νόμο της αιτιότητος. Σύμφωνα με τους εμπειρικούς φιλοσόφους η αιτιότητα είναι μία απλή έξη και τίποτε παραπάνω. Σε αυτό ειλικρινά κανείς δεν έχει πρόβλημα. Η αιτιότητα, επάνω στην οποία ο ιουδαϊκός μονοθεϊσμός έχτισε τον ψεύτικο κόσμο εις τον οποίο εγκαταβιούμε (ο θεός είναι δήθεν η πρώτη αιτία του παντός), είναι έννοια αντιοντολογική, εχθρική προς τη συνέχεια και την οντολογική ολική θέαση των πραγμάτων. Από το πρίσμα του όντος, του Είναι, δεν υπάρχει καμμία αιτία. Όλα Είναι και ως τέτοια αυτοεξηγούνται, μέσα από τη γνώση της βαθειάς φύσης των. Το πρόβλημα λοιπόν με το Χιουμ και τους υπολοίπους εμπειρικούς έγκειται σε αυτό ακριβώς το σημείο. Ευρίσκονται μέσα στο γήινο κόσμο ο οποίος ήδη έχει αποκοπεί από το Είναι και αυτοζεί μέσα από τα πενιχρά μέσα που του δίδει η εμπειρία και ο περιορισμένος λόγος, αυτός που αρχίζει από ένα κατώτερο θείο και φθάνει προς ένα περιορισμένων ικανοτήτων έναντι του όντος άνθρωπο. Γκρεμίζοντας την αιτιότητα και αποθεώνοντας την εμπειρία το μόνο που επιτυγχάνεται είναι το τελικό χτύπημα στο Είναι ως ανάμνηση και βίωμα. Διότι ο άνθρωπος μέσα στο μικρό κόσμο του νοιώθει ελεύθερος ,δεν καταλαβαίνει ότι χαμένος από το Είναι απολαμβάνει ένα κόσμο χωρίς σκοπό και θυσίες γι αυτό ευχάριστο. Πραγματικά ο σημερινός άνθρωπος χαίρεται με το μεροκάματο χωρίς να ενδιαφέρεται για τον οντολογικό του αυτοπροσδιορισμό. Η αιτιότητα ήταν μία καλή ευκαιρία να αναζητήσει το Όν ως αιτία του ψεύτικου θεού που λάτρεψε. Όταν καταργήθηκε η αιτιότητα ο άνθρωπος απλά εδίωξε τον ιαχβέ στο σύμπαν -θάνατος θεού – εσωτερίκευσε τις δυνάμεις του, την άρρωστη βούλησή του να εξουσιάσει τον κόσμο και δούλευσε προς αυτό τον σκοπό. Ο λόγος πλέον από οντολογικό εργαλείο κατέστη απλά εργαλειακός παράγων ενός αδηφάγου ανθρώπου.

Η αντίρρηση προς τον εμπειρικό σκεπτικισμό δεν έγινε κατά τρόπο προς τα πάνω και οντολογικά – αυτό θα γίνει πολύ αργότερα με τον Μαρτίνο Χάιντεγκερ. Δυστυχώς έγινε σε δύο χρόνους και προς τα κάτω, προς τη γη. Κατ’ αρχήν με τη Σκωτική σχολή του Θωμά Ρηντ αλλά και με τον κριτικισμό του Εμμάνουελ Κάντ. Σαφέστατα λοιπόν ο Ρηντ διεφώνησε με τον εμπειρικό σκεπτικισμό με το απλούστατο επιχείρημα ότι στη συνείδησή μας δεν φέρουμε παραστάσεις, αυτές γεννιούνται μέσα στον κόσμο, μέσα στην παρατήρηση που έχουμε από όσα συμβαίνουν γύρω μας, στο μυαλό μας, στην ψυχή μας και στο σώμα μας. Με αυτό το κριτήριο ο Ρηντ καταστάλαξε ότι τελεσίδικα υπάρχουν – μάλλον πρέπει να υπάρχουν: 1.ο εξωτερικός κόσμος, 2.η ισχύς των νόμων της νοήσεως, 3.η συμμόρφωση προς τον υπέρτατο ηθικό νόμο, 4.η ύπαρξη του θεού. Σαφέστατα ο άνθρωπος πάλευε μέσα στις στενές συντεταγμένες ενός κόσμου που άρχιζε από τα στενά όρια της γης και τελείωνε σε αυτά. Ο Οντολογικός λόγος λησμονημένος δεν ακουγόταν στα σημεία ειδικά εκείνα όπου φώναζε ότι οι Τέλειοι Άνθρωποι στη συνείδησή τους είναι δυνατόν να έχουν τη γνώση των καθ εαυτών πραγμάτων όπως της καταγωγής του κόσμου μας, του σκοπού των δυνάμεων, της πραγματικής ανθρώπινης ταυτότητος ,της οδού της εσωτερικότητος προς το Είναι κ.ο.κ. Ο άνθρωπος πλέον εγκλωβισμένος στο γήινο λόγο προσπαθούσε να δώσει διαφορετική αξία και σημασία σε αυτό που όλοι πλέον πίστευαν και είχαν υιοθετήσει. Ο θεός είναι η αρχή της γης, η φύση δίδει τα όπλα της δολοφονίας της, ο άνθρωπος μπορεί να είναι το κέντρο ενός κόσμου που κατά υλικό τρόπο θα τον απορροφήσει και τελικά θα τον ευνουχίσει οντολογικά μέσα από την υλική και τεχνολογική ευδαιμονία. Ο ιαχβέ ειδικά σήμερα μπορεί να κοιμάται ήσυχος μαζί με τους υποτακτικούς του. Οι άνθρωποι εγκλωβισμένοι μέσα στο σώμα τους και στις τσέπες τους δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα φτερά που δεν έχουν. Το Όν άδικα προς το παρόν περιμένει.

Ο Κάντ, όσο και αν φαίνεται παράξενο, ολοκλήρωσε την οντολογική πτώση του λόγου. Ο Γερμανός φιλόσοφος είναι αυτός που προχώρησε στην πλήρη αντιστροφή του Πλωτινικού οντολογικού λόγου αποκόπτοντας τη σκέψη από την έννοια ,καθορίζοντας μάλιστα πλήρως την έννοια ως αποδεδειγμένη γνώση. Εξισώνοντας τη γνώση με τη νόηση ευθυγράμμισε τον άνθρωπο με τον κόσμο των αισθήσεων, έθεσε μάλιστα τον ανθρώπινο νου στην υπηρεσία των αισθήσεων. Αφήνοντας αναπάντητα τα ερωτήματα περί θεού, ελευθερίας και αθανασίας ο γερμανός φιλόσοφος άφησε αναπάντητα τα ερωτήματα γύρω από το εάν μπορεί ο άνθρωπος να τελειοποιηθεί ονειρευόμενος έναν επόμενο κόσμο υπερανθρώπων. Μα τον αιώνα μας, το σιωνιστικό καθαρά αιώνα μας ,δεν τον ενδιαφέρει η θέαση του όντος. Οι σιωνιστές μισούν βαθύτατα αυτό διότι η θέαση του Όλου παρουσιάζει τη θέση της η οποία είναι σε μία μικρή γωνία του όντος. Ο αιώνας μας ενδιαφέρεται γι αυτό που ολοκληρώνεται στις ημέρες μας. Ο άνθρωπος τελειοποιώντας τη σχέση: γνώση = αισθητική ικανοποίηση έφθασε στο σημείο να αυτοκαθορισθεί ως σύνολο αισθητικών σχέσεων, ως σύνολο ανταλλακτικών κινήσεων στις τράπεζες και στα σούπερ μάρκετ.

Ο Χάιντεγκερ επανέφερε από τα βάθη της Ανατολής και της προσωκρατικής διανόησης τον ξεχασμένο και δυστυχώς λησμονημένο οντολογικό λόγο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ασχολείται με το Είναι. Ήδη στην Ανατολική διανόηση αλλά και στην προσωκρατική διανόηση το Είναι ομοιάζει με το Χαϊντεγγεριανό αντίστοιχο, όπως θα φανεί και από την παράθεση των παρακάτω παραθεμάτων. Ο Γερμανός φιλόσοφος του Μέλανος Δρυμού σαφέστατα ως Είναι εννοεί το ήδη υπάρχον και από αυτή την άποψη επαναφέρει τη σκέψη ως πρωτότοκο τέκνο του ανωτέρου Λόγου. Τη σκέψη που αν και δεν είναι ακόμη γνώση παραμένει στοιχείο του Είναι και του Λόγου άρα πεδίο εισχώρησης του ανθρώπου. Η αναβίωση της εσωτερικής σκέψης η οποία έχει βιασθεί από τον άκρατο εμπειρισμό των μαρξιστών ψευτοκυριάρχων του κόσμου μας είναι η μεγάλη συνεισφορά του Χάιντεγκερ και βέβαια ο βασικός λόγος ανάμνησης του Είναι. Το Χαϊντεγγεριανό Είναι εισάγει τον άνθρωπο στη στιγμή άρα στη σκέψη που δεν χρειάζεται απόδειξη διότι αυτοαποδεικνύεται εκ του πράγματος μέσα από την ανάδειξη ενός κόσμου όπου το νοείν εστίν Είναι. Ο οντολογικός λόγος του Είναι του Χάιντεγκερ σπάει τα όρια αυτής της ιαχβικής διάστασης, βοηθά τον άνθρωπο να επαναπροσδιορισθεί μέσα στο Όν χαράσσοντας μία νέα πορεία υπέρ τον κόσμον χάριν της εσωτερικότητος. Τα τρία στάδια του Είναι, τα οποία στην εποχή μας είναι αναπόφευκτο να βαδισθούν από όποιον θεωρεί τον εαυτό του εραστή της αληθείας είναι τα εξής: 1.Υπέρβαση του στενού ανθρωποκεντρισμού που μας έχουν επιβάλει οι πρόσκαιροι εξουσιαστές αυτού του κόσμου, ο οποίος οδήγησε στον άνθρωπο μάζα και στον άνθρωπο που αντί να σκέφτεται βλέπει παντού ύλη. 2.Υπέρβαση αυτής της έννοιας του κόσμου και του θεού. Ο κόσμος είναι το Όλον, είναι το Άπειρον, είναι η εσωτερική παραγωγή μορφών και περιεχομένων του Ήδη και Αιωνίου υπάρχοντος. 3.Ανακάλυψη και υπακοή στην Οντολογική Εσωτερική Οδό η οποία οδηγεί στον επόμενο κόσμο των Τελείων, εκεί όπου το Είναι εκτυλίσσεται μέσα από την ταύτιση στον άνθρωπο της Πίστης και της Βούλησης εν στιγμή.

Κατ’ αρχήν λοιπόν ο φιλόσοφος του Είναι και Χρόνος (Μάρτιν Χάιντεγκερ)θεωρεί ότι όλη η παραδοσιακή φιλοσοφία και ειδικότερα η Οντολογία όχι μόνον αφήκεν αφωταγώγητον την έννοιάν του Είναι αλλά επεκάλυψε την κατανόησίν του, διότι δεν ανεζήτησε και δεν εύρε τρόπους ορθής ερεύνης του οντολογικού προβλήματος. Είναι σαφής ο Γερμανός φιλόσοφος όταν μας αναφέρει: «Η υπαρξιακό – οντολογική ερμηνεία εν αντιβολή προς την οντικήν εξήγησιν δεν είναι απλώς ποια τις θεωρητική-οντική γενίκευσις… Η γενίκευσις είναι εκ των προτέρων οντολογική. Αύτη δεν προσδιορίζει διαρκώς αναδυομένας οντικάς ιδιότητας αλλά μία θεμελιώδη σύστασιν του Είναι. Αυτή το πρώτον καθιστά δυνατόν οντολογικώς το να χαρακτηρίζεται τούτο το ονοντικώς ως «cura» (Είναι και Χρόνος,παρ.42.199).

Η θέασις του Είναι περάσει αναμφίβολα μέσα από τον επαναπροσδιορισμό της ανθρωπίνης υπάρξεως. Εάν η ανθρώπινη ύπαρξις δεν στραφεί προς το Είναι ξεφεύγοντας από το χυδαίο δρόμο του υλικού ατομικισμού ο οποίος έχει μεταβάλει τον άνθρωπο σε λέοντα επιδιώκοντα μόνον για τον εαυτό του τροφή και χρήματα δεν μπορούμε να ομιλούμε για το Είναι. Ο Χάιντεγκερ εισάγει ένα πρώτο οδηγό προς την ανάκαμψη της ανθρωπίνης υπάρξεως προς το Είναι. Η ύπαρξις μεριμνά, νοιώθει την cura, βγαίνει από τον εαυτό της και βλέπει τον τρόπο του Είναι επί της γης. Σκέφτεται εν τω Είναι και προσπαθεί να υπάρξει εν τω Είναι. Η φράση «σκέφτομαι άρα υπάρχω» αρχίζει να προσδιορίζεται οντολογικά. Σκεπτομένη λοιπόν εν τω Είναι η ανθρωπίνη ύπαρξις διαβλέπει ότι μέσα στο Όν-Είναι οι δυνάμεις κατά πλήρες εσωτερικό τρόπο προχωρούν δημιουργώντας μορφές και νοήματα τα οποία υπακούουν στην κρυφή αρμονία του Είναι. Οι ενέργειες υπερβαίνονται χάριν ανωτέρων και πάλι και συνεχώς το Όν-Είναι προχωρεί προς ανώτερες μορφές υπάρξεως. Η ύπαρξις σηματοδοτουμένη από το αέναο Είναι, το οποίο στους κόλπους του κρύβει τις άπειρες δυνάμεις κόσμων ,ανωτέρων οντοτήτων και της ζωοποιού απειρίας (η οποία σκοπό έχει να απορροφά τα πάντα στους κόλπους του Τελείου) βλέπει το διπλανό του ως ζωτική δύναμη, η οποία κρύβει ένα κομμάτι του εσωτερικού ταξειδιού. Ενωμένες οι υπάρξεις καταθέτουν την ατομική γνώση του ταξειδιού προς το Είναι και όλες μαζί οδεύουν προς αυτό. Η ύπαρξις καθίσταται μέριμνα προς τον Αφυπνισμένο συνάνθρωπο – εδώ εισχωρεί το Έθνος ως σύνολο ομαίμων και ομοπεφωτισμένων ανθρώπων – καθίσταται μέριμνα προς την διάνοιξιν της οδού που οδηγεί στο Είναι. Σωστά ο καθ. Κωσταράς επισημαίνει για την Χαϊντεγκεριανή οντολογία: (Γρηγ.Κωσταράς, Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο φιλόσοφος της μερίμνης, σελ.87) : «Ο ιδιαίτερος χαρακτήρ της νέας Οντολογίας έγκειται εις την μεταλλαγήν της σκέψεως, την καθιέρωσιν άλλης γονιμωτέρας νοοτροπίας, διά της οποίας τοποθετείται η ανθρωπίνη ύπαρξις εντός μιας νέας διαστάσεως και ούτως αποκτά εν βαθύτερον Είναι. Η σκέψις του ανθρώπου ενεργός, δρώσα, συμπεριφορά και πράξις, κατευθύνεται διαρκώς εκ του Είναι προς το Είναι». Τα στάδια της οντολογικής αφύπνισης του ανθρώπου διά της μερίμνης είναι τα ακόλουθα:
1.Η κατανόησις, ο άνθρωπος κατανοεί ότι δεν αποτελεί το κέντρο κανενός σύμπαντος, πολλώ δε μάλλον δεν περιφέρεται πέριξ κανενός ηλίου-θεού. Ο άνθρωπος κατανοεί ότι ως ύπαρξις δεν χωρίζεται σε περιφέροντα και περιφερόμενο, αντιθέτως φθάνει στην ενική αποκατάσταση της ύπαρξής του. Νοιώθει πολίτης του Είναι, εν τω Είναι, δεν κυνηγάει τον ιαχβέ να ζητιανεύσει τα μυστικά του. Η Οντολογική θεώρηση του Χάιντεγκερ – συλλήβδην του Εθνικοσοσιαλισμού – επιφυλάσσει ιδιαιτέρως τιμητική θέση για τον πεφωτισμένο άνθρωπο. Ο άνθρωπος κατανοεί ότι είναι εν τω Είναι και προσπαθεί να κατανοήσει την Οδό προς το Άπειρο ,διότι οι αβυσσαλέες δυνάμεις του Ήδη υπάρχοντος απαιτούν την πλήρη ελευθερία εκ μέρους του ανθρώπου στο ταξείδι που του επιφυλάσσουν προς το Τέλειο, εκεί όπου όλα είναι Έν, όλες οι δυνάμεις ταυτίζονται ως Πίστη, Βούληση και Πράξη, πέρα από τον γήινο κόσμο μας των κατωτέρων ασθενειών και σοταδισμένων μαζανθρώπων.
2. Η εύρεσις, η ανακάλυψις της οδού.
3. Η αγωνία. Η αγωνία επέρχεται εκ του μηδενισμού του κόσμου. Είναι δύσκολο διά την ύπαρξιν να κατανοήση ότι ως άνθρωπος, ως κόσμος, ως ζωή πρέπει να επαναπροσδιορισθεί και να κατανοήση ότι μέσα στο Είναι όλα είναι με ένα άλλο τρόπο. Ξαφνικά η ύπαρξις μηδενίζει τον κόσμο, βλέπει ότι οι πρόσκαιροι άνθρωποι και ο κόσμος αλλά και ο θεός είναι ανύπαρκτοι μπροστά στο αβυσσαλέο ως δύναμι και περιεχόμενο Είναι. Το Είναι ανοίγεται άπειρο και ανοικτό, ο σιωνοκρατούμενος άνθρωπος έμαθε να φοβείται το μη-συγκεκριμένο.
4.Η ομιλία, είναι η νίκη επί της αγωνίας. Ο άνθρωπος συνομιλεί υπαρξιακά και παραδίδεται στο Είναι. Αφήνεται σε εκείνη την Οδό από την οποία ουσιαστικά βιαίως απεσπάσθη μέσα από την ιουδαϊκή αποχαύνωση του κόσμου αυτού. Ο άνθρωπος, ο κόσμος, οι οντότητες επανατοποθετούνται στη σειρά του Είναι. Όλα ως δυνάμεις και ενέργειες που συνεχώς κινούνται και μέσα από την ανωτέρα οντολογική τους φύση παράγουν και οδηγούνται σε πραγματικά ανώτερες οντολογικά μορφές ζωής σε σχέση με αυτές που για λίγο οι πρόσκαιροι εξουσιαστές αυτού του κόσμου τις έκλεισαν.
Β.Δ.Μ.